Η πανιταλική διαδήλωση στην Πιατσέντσα το περασμένο Σάββατο ενάντια στις συλλήψεις συνδικαλιστών, φανερώνει πως ταξικός πόλεμος που έχει εξαπολύσει η δικαιοσύνη της Ιταλίας, ως βραχίονας του κράτους και των εξουσιών που το ελέγχουν, ενάντια στον μαχητικό συνδικαλισμό μοιάζει να κλιμακώνεται. Η κλιμάκωση αυτή παρακολουθεί την πολιτική κρίση στη χώρα. Μια κρίση που συνδέεται με τις αντινομίες της άρχουσας τάξης και κινδυνεύει να φέρει σε αδιέξοδο τις προειλημμένες αποφάσεις για την διαχείριση της οικονομίας. Αναπόφευκτα η κρίση της “νομής” των μέσων παραγωγής στο πλαίσιο μίας αρνητικής συγκυρίας που βιώνει τούτη η τάξη (και για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά η ίδια με τις αποφάσεις της) επιχειρείται να επιλυθεί με την τεχνητή πολιτική κρίση και τις ευρύτατες περιστολές στα εργατικά δικαιώματα και τους μισθούς, παρά τον πακτωλό χρημάτων που θα εισρεύσουν από τα Υπερταμεία για την Ανάπτυξη και Ανθεκτικότητα. Και φυσικά με την καταστολή σε κάθε ανταγωνιστική προσπάθεια από την πλευρά των εργαζομένων.
Η αρχή, όπως γράφαμε και από εδώ, έγινε με την καταδίκη στη Μπολόνια των συνδικαλιστών που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις μετά την (ατιμώρητη, όπως εξελίχθηκε) δολοφονία του Αμπντ Ελ Σαλάαμ το 2016. Φαίνεται όμως πως η απόφαση εκείνη ήταν το προειδοποιητικό μήνυμα για το τί έμελλε να επακολουθήσει. Και πραγματικά στις 20 Ιουλίου, η εισαγγελία της Πιατσέντσα διέταξε τη σύλληψη τεσσάρων συνδικαλιστών (μεταξύ τους και του εθνικού συντονιστή Άλντο Μιλάνι) του συνδικάτου Si Cobas στον τομέα των μεταφορών και logistics και της οργάνωσης βάσης USB για τις απεργίες που είχαν οργανώσει απέναντι σε εταιρείες του τομέα, όπως οι Amazon, Lidl, GLS κλπ. για καλύτερους μισθούς.
Οι κατηγορίες σε βάρος των συνδικαλιστών που συνελήφθησαν είναι ιδιαίτερα σοβαρές: σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, βίαιες ενέργειες και αυθαίρετες απεργίες, αντίσταση σε δημόσιους λειτουργούς, δολιοφθορές και διακοπή λειτουργίας δημοσίων υπηρεσιών. Και διανθίζονται φυσικά όσα τους προσάπτονται με την κατηγορία της προσπάθειας να αποκομισθεί προσωπικό κέρδος από την “ανεπίτρεπτη” συνδικαλιστική τους δράση. Αμέσως τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό ο Μιλάνι και άλλα τρία ηγετικά στελέχη της Si Cobas στην Πιατσέντσα: οι Μοχάμεντ Αραφάτ, Κάρλο Παλαβιτσίνι και Μπρούνο Σκανιέλι. Επιπλέον, συνελήφθησαν δύο συνδικαλιστές του Συνδικάτου Βάσης (USB) και σε άλλους δύο επιβλήθηκαν ασφαλιστικά μέτρα.
Οι κατηγορίες, που περιέχονται στην έκθεση 370 σελίδων των μυστικών υπηρεσιών (Digos) , της αστυνομίας και των δικαστικών αρχών, αναφέρονται στις απεργίες με μισθολογικά και συνδικαλιστικά αιτήματα σε εταιρείες του τομέα σε εταιρείες μεταξύ 2014 και 2021, με το τελευταίο επεισόδιο να ανάγεται στο φθινόπωρο του περασμένου έτους.
Οι αρχές θεωρούν πως καταφέρνουν να τεκμηριώσουν πως πίσω από τη “βιτρίνα” των οργανώσεων, οι ύποπτοι “είχαν δημιουργήσει δύο διακριτές εγκληματικές ενώσεις με στόχο να κερδίσουν τα έσοδα που προέρχονται από σημαντικές εργασιακές συνεννοήσεις και την εγγραφή εργαζομένων στα συνδικάτα, έπειτα από τεχνητά μεθοδευμένες συγκρούσεις” με την εργοδοσία. Πίσω από τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έξω από τις εγκαταστάσεις, που φαινομενικά “στόχευαν στην προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων’, υποστηρίζει το αρχηγείο της αστυνομίας, “υπήρχαν εγκληματικές ενέργειες που αποσκοπούσαν στην αύξηση της σύγκρουσης με τον εργοδότη και μεταξύ των αντίπαλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, προκειμένου να αυξηθεί το ειδικό βάρος των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων στον τομέα της εφοδιαστικής”. Ποιός είναι ο στόχος τους κατά τους ανακριτές; “Να αποκτήσουν πλεονεκτήματα, που υπερέβαιναν την αρχή της προστασίας των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων”. Τα χρήματα από τις εγγραφές νέων μελών “χρησιμοποιήθηκαν επίσης από την ανώτατη διοίκηση του συνδικάτου, όπως και για άμεσο προσωπικό όφελος. Αλλά κυρίως για να συντηρούνται τα ενδιάμεσα στελέχη και να διατηρούνται ως συνδικαλιστές στο σύστημα για τη μισθοδοσία, υποθάλποντας την προοπτική τους για καριέρα”.
Κατηγορίες που πέρα από την εμφανή ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης (που στην περίπτωση της Πιατσέντσα κατάφεραν να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και αμοιβές για τους εργαζομένους) έχουν και μία επιπλέον επικοινωνιακή σημασία, καθώς όχι απλώς συκοφαντούν, αλλά παγιώνουν και με την ένταση και διάδοση της παρουσίασής τους στη συνείδηση του μεγάλου και σιωπηλού πλήθους την απαξίωση της συνδικαλιστικής δράσης.
Μέσα στο πλαίσιο της αποθέωσης των ξένων επενδυτών και της “ανάπτυξης” και των “θέσεων εργασίας” που προσφέρουν στις ντόπιες κοινωνίες, ο κάθε ταξικός αγώνας, η κάθε συνδικαλιστική δράση, το δικαίωμα της απεργίας το ίδιο, θα πρέπει να απαξιώνονται, να εξαλείφεται και εάν τούτο δεν καθίσταται εύκολα δυνατό, τότε να ποινικοποιείται. Άλλωστε στο κατηγορητήριο η πρόθεση των αρχών είναι σαφέστατη όταν αναφέρονται στην “αμηχανία” των εταιρειών που βλάπτονταν από την συνδικαλιστική δράση. Μεμονωμένες πολυεθνικές ή εργοδότες, όπως υπογραμμίζει το κατηγορητήριο, “έφθασαν στα όριά τους, αναγκαζόμενες να αποδεχθούν τις απαιτήσεις που τους τέθηκαν”. Μάλιστα, οι δικαστές έκαναν σαφή διάκριση ανάμεσα στις καλές και κακές συνδικαλιστικές οργανώσεις, μη θέλοντας να εξισώσουν τα καθεστωτικά εργατικά συνδικάτα (Cgil, Uil, Cisl), που πρόθυμα καθήσαν στο τραπέζι με τον παραιτηθέντα δοτό πρωθυπουργό-τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι για να διαπραγματευθούν τους (χαμηλούς) μισθούς, που ο Ντράγκι θέλει να παγιώσει και τις (ανύπαρκτες) κλαδικές συμβάσεις, προκειμένου να “βάλουν πλάτη” στην ανάπτυξη (των εργοδοτών τους φυσικά).
Οι δικαστές υπογράμμισαν “τη μη επικάλυψη μεταξύ των εγκληματικών ενώσεων που σχηματίζονται από τους υπόπτους και των [επίσημων] συνδικαλιστικών οργανώσεων”. Μάλιστα τόνισαν τη “ νομιμότητα των τελευταίων αυτών οργανώσεων που είναι αφοσιωμένες στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, σε αντίθεση με τους υπόπτους που έκαναν χρήση των θέσεων τους στο εσωτερικό του συνδικάτου για να επιδιώξουν αυστηρά προσωπικούς σκοπούς, μη διστάζοντας να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των μελών τους σε όλο και πιο ακραίες διαμαρτυρίες, εκμεταλλευόμενοι επίσης τις δικαστικές τους περιπέτειες μέσω του Τύπου, με επιδίωξη την εξουσία και τον πλουτισμό”. Σαφής η επιδίωξη να σκιαγραφηθεί στη συνείδηση των εργαζομένων και της κοινής γνώμης η ιδέα του “όλοι κλέβουν με τον ίδιο τρόπο”.
Τα συνδικάτα κάλεσαν από την πρώτη ημέρα σε κινητοποιήσεις, έξω από το αστυνομικό τμήμα της Πιατσέντσα, αλλά και σε πολλούς χώρους εργασίας, από την πόλη τούτη (όπου η Si Cobas μετρά 4.000 μέλη) ίσαμε το Μιλάνο και το Τορίνο. Η USB καταγγέλλει τη μεθοδευμένη τούτη επίθεση στον συνδικαλισμό, ιδίως στην Πιατσέντσα που τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί σε τεράστιο hub για την εφοδιαστική αλυσίδα και έχει αποτελέσει από το 2014 έως το 2021 πεδίο σύγκρουσης του συνδικαλιστικού κινήματος, με αξιοσημείωτα αποτελέσματα υπέρ των εργαζομένων. Δεν είναι τυχαίο που το USB κάνει λόγο για “μεγάλη πολιτική επίθεση κατά του δικαιώματος στην απεργία κυρίως, με στόχο την παράνομη διαπραγμάτευση σε δεύτερο επίπεδο και κατά συνέπεια την οριστική εξάλειψη ταξικών και συγκρουσιακών συνδικαλιστικών ενώσεων από τους χώρους εργασίας”.
Οι δε συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν μέσα σε 24 ώρες από την ανάκληση από το Συμβούλιο της Επικρατείας του ανασταλτικού χαρακτήρα της κλήσης από την Αστυνομία της Πιατσέντσα στις 14 Οκτωβρίου 2021 στον διαχειριστή της Si Cobas, ο οποίος είχε κληθεί για απολογία μετά την απεργία στην αποθήκη της Amazon στο Castel San Giovanni. Για δύο από τους εμπλεκόμενους συνδικαλιστές, τον Αραφάτ και τον Παλαβιτσίνι, είναι η δεύτερη σύλληψη μέσα σε λιγότερο από εναν χρόνο: η Εισαγγελία της Piacenza τους είχε θέσει σε κατ’ οίκον περιορισμό τον Μάρτιο του 2021 μετά τη διαμάχη για το κλείσιμο της αποθήκης της αμερικανικής πολυεθνικής FedEx στην Piacenza, με τις κατηγορίες για εισβολή σε κτίρια, βία κατά ιδιώτη, αντίσταση σε δημόσιους λειτουργούς, για παρεμπόδιση εισόδου και εξόδου οχημάτων και εμπορευμάτων εντός του hub και για συγκρούσεις με την αστυνομία. Στη συνέχεια, οι συλλήψεις αυτές ανακλήθηκαν από το Eφετείο.
Οι νέες τούτες διώξεις δεν γίνονται τυχαία. Και δεν αφορούν τυχαία και τον τομέα της εφοδιαστικής. Μόλις πριν λίγες ημέρες, ο gερουσιαστής της Forza Italia Νατζάριο Παγκάνο κατέθεσε νομοσχέδιο χαριστικό για τις μεγάλες πολυεθνικές του κλάδου, που ενταφιάζει τα δικαιώματα και εμπεδώνει την περιστασιακή εργασία. Πρόκειται για τη μεταρρύθμιση στη νομοθεσία που προέβλεπε πως εάν ένας εργαζόμενος ή οδηγός αποθήκης δούλευε με εξαντλητικές βάρδιες σε έναν από τους μυριάδες εργολάβους της εφοδιαστικής και δεν πληρωνόταν ο μισθός ή οι εισφορές, ο τελικός πελάτης αυτής της σύμβασης (όπως οι FeCam , Bertolini, Dhl ή όσες διαχειρίζονται τα αεροδρόμια και τα αγροτοδιατροφικά κέντρα) είχε την υποχρέωση να αναλάβει το κόστος που δεν είχαν καταβάλει οι εταιρείες αυτές. Βέβαια, οι υπεργολαβικές εταιρείες γεννιούνται ακριβώς για να μην καλύπτονται αυτά τα κόστη και να τυποποιούν την καταλήστευση των απροστάτευτων (και συχνότερα των παράτυπων) εργαζομένων, εις βάρος και των υπολοίπων, των ταμείων τους, του Υπουργείου Οικονομικών και της INPS (ιταλικού ΟΑΕΔ).
Το νέο νομοθέτημα είναι ουσιαστικά ακόμη ένα κτύπημα στα 2,5 εκατ. εργαζομένων στην Ιταλία χωρίς συμβάσεις και ασφαλιστική κάλυψη.
Παράλληλα, οι εταιρείες τούτες προστατεύονται ακόμη και όταν αδιαφορούν για τους στόχους που και η Ε.Ε. επιβάλλει για την ενίσχυση των μη ρυπογόνων και ενεργοβόρων μεταφορών, όπως οι σιδηροδρομικές. Οι περισσότερες τους χρησιμοποιούν μόνον τις οδικές μεταφορές, με μερίδιο σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών μόλις 12% – πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι περίπου 17%, με υπολειπόμενες της Ιταλίας μόνο την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα. Αφενός η κυβέρνηση υπόσχεται ότι στοχεύει στην αύξηση του μεριδίου της σιδηροδρομικής εμπορευματικής κίνησης στο 30% το 2030 και αφετέρου μειώνει τους ειδικούς φόρους για τη μεταφορά με φορτηγά και αυξάνει τις επιστροφές από τα διόδια των αυτοκινητοδρόμων και επιταχύνει την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Την ίδια στιγμή που οι αρχές κυνηγούν ανοικτά τους εργαζομένους και τους συνδικαλιστές, οι εταιρείες του κλάδου προστατεύονται ακόμη κι όταν αυθαιρετούν. Όλες τους, στην Ιταλία, ουδόλως σέβονται τους κανόνες περιβαλλοντικής προστασίας για την κατασκευή και λειτουργία των υποδομών και των αποθηκών τους. Άλλωστε για αυτό επιλέγουν μικρούς δήμους για την εγκατάστασή τους, ώστε με κάθε τρόπο να λαμβάνουν εύκολα άδειες, χωρίς εδαφικούς, κοινωνικούς ή περιβαλλοντικούς περιορισμούς.
Αυτή η διάταξη είναι μια πραγματική βοήθεια για την επισφάλεια της παράτυπης εργασίας που θα ενισχύσει τις τάξεις των εργαζομένων χωρίς κανονιστική και συμβατική προστασία. Αυτούς, που όλοι σε Ιταλία και Ε.Ε. τύπτουν το στήθος τους πως θέλουν να βοηθήσουν (όπως ο οικτρός Χατζηδάκης), αλλά στην ουσία υπονομεύουν περισσότερο.
Ο κίνδυνος να υψωθεί ένας ανταγωνισμός στην πράξη απέναντι στα σχέδια να επιβληθεί μία σκληρή εργασιακή και κοινωνική πραγματικότητα, οδηγεί την εξουσία και τους κατασταλτικούς της μηχανισμούς να παίξουν όλα τα χαρτιά τους. Τόσο την ωμή κι ανοικτή καταστολή, όσο και την υφέρπουσα απαξίωση των αγώνων. Αγώνων που οι “επίσημες” συνδικαλιστικές ενώσεις δεν φαίνονται διατεθειμένες να δρομολογήσουν, επιβεβαιώνοντας την διεμβόλιση του συνδικαλισμού από την εξουσία. Παραχωρώντας τη δυνατότητα σε “εργατοπατέρες” να συμμετέχουν στη νομή της εξουσίας, η εργοδοσία κατόρθωσε να παρασύρει τα μεγάλα συνδικάτα στις κυβερνητικές γραμμές. Και το αποτέλεσμα δεν είναι τίποτε άλλο από το πέρασμα σε μία “στενή”, “περιορισμένη” και “κατασταλτική” μορφή της δημοκρατίας. Αυτήν την μορφή της φαινομενικής δημοκρατίας και των ευκαιριών” της πάσχισαν να πλήξουν οι συνδικαλιστές της Si Cobas και για αυτό η ιταλική δικαιοσύνη τους κήρυξε τον πόλεμο.