Ας ξεκινήσουμε με μία παραδοχή. Το πλέγμα δικαιωμάτων και ελευθεριών του δυτικού κόσμου, όσο και να το θεωρούμε δεδομένο και συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του, δεν αποτελεί μια φυσική, αλλά μια κοινωνική κατάσταση, διαρκώς υποβαλλόμενη στις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Με λίγα λόγια, η ύπαρξή του αποτελεί αγώνα και στοίχημα – ένα στοίχημα το οποίο υπάρχει και η πιθανότητα να χαθεί. Και τα στατιστικά αυτές τις μέρες του 2022 δεν είναι τα πιο ευοίωνα.
Μια από αυτές τις περιπτώσεις που συνηθώς περνά στα πίσω θέματα της ειδησεογραφίας έλαβε χώρα στο Κάσελ της Γερμανίας. Η Sabine Schormann, διευθύντρια της Documenta, της μεγαλύτερης έκθεσης μοντέρνας τέχνης της Γερμανίας, υπέβαλε την παραίτησή της μετά από καταγγελίες για αντισημιτισμό στο έργο “People’s Justice” της ινδονησιακής καλλιτεχνικής ομάδας Taring Padi, το οποίο παρουσιάστηκε στα πλαίσια της 15ης διοργάνωσης, που επικεντρώθηκε αυτή τη χρονιά στον Παγκόσμιο Νότο. Στο αντιμιλιταριστικό, κατά τους καλλιτέχνες, έργο απεικονίζονταν ανάμεσα σε πολλές άλλες φιγούρες, γουρουνόμορφος στρατιώτης φέροντας το άστρο του Δαβίδ και άνδρας με παραδοσιακές εβραϊκές πλεξούδες να φορά κράνος με τα σύμβολα των SS χαραγμένα πάνω του.
Αμέσως αντέδρασαν τόσο η πρεσβεία του Ισραήλ όσο και το Γερμανο-Εβραϊκό Συμβούλιο, καταγγέλλοντας αντισημιτισμό και κατηγορώντας την Σόρμαν, η οποία επέτρεψε να συμπεριληφθεί το έργο στα πλαίσια της Documenta, ζητώντας την απόσυρση του πίνακα και την παραίτησή της.
Το έργο καλύφθηκε και αποσύρθηκε, η Σόρμαν σε μια πρώτη ανακοίνωση υπερασπίστηκε τον εαυτό της και την ομάδα της, επικαλέστηκε την καλλιτεχνική ελευθερία στην Documenta και προσπάθησε να βάλει εκεί μια τελεία στο ζήτημα. Δεν τα κατάφερε και έχασε τη θέση της το Σάββατο 16 Ιουλίου.
Η αρθρογραφία που ακολούθησε το θέμα επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο στο πρόσωπο της Σόρμαν, στον εναγκαλισμό της με την καρέκλα, καθώς και σε προηγούμενες αμαρτίες της, όταν ως επικεφαλής μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης δημιούργησε μεγάλο έλλειμμα στον προϋπολογισμό της. Κανένας δεν αναρωτήθηκε γιατί μια ομάδα Ινδονήσιων καλλιτεχνών να έχει πράγματι μια αντισημιτική στάση ή για το αν ένα έργο με σαφή αντιμιλιταριστικό και αντιαποικιοκρατικό χαρακτήρα έχει το δικαίωμα να κρίνει το κράτος του Ισραήλ και τις γνωστές αμαρτίες του.
Εξ ιδίων τα αλλότρια
Όπως ειπώθηκε, η φετινή Documenta φιλοδοξούσε να μετατραπεί από μια σημαντική έκθεση τέχνης του δυτικού κόσμου σε ένα παγκόσμιο πολιτιστικό γεγονός και γι’αυτό και επικεντρώθηκε στον Παγκόσμιο Νότο. Το πείραμα όμως δεν πήγε καλά, γιατί βρήκε τοίχο στην αυτοεικόνα της Δύσης και τις προβολές της πάνω στους άλλους. Ο αντισημιτισμός είναι, προφανώς, ένα πολύ πραγματικό πρόβλημα, με πολύ βαθιές ρίζες στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και σε έξαρση, με συχνές επιθέσεις σε εβραϊκά νεκροταφεία στην Γερμανία. Όμως, ο αντισημιτισμός ανήκει στα δικά μας αμαρτήματα.
Η Ινδονησία είναι ένα μουσουλμανικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, η οποία απέχει πολύ γεωγραφικά και πολιτισμικά από το δικό μας κέντρο του κόσμου. Οι Ινδονήσιοι δεν έχουν ιστορικούς δεσμούς και επαφές με τους Εβραίους για να έχει αναπτυχθεί εκεί ο αντισημιτισμός. Οι Ινδονήσιοι αυτό που αντιλαμβάνονται μόνο είναι, βασισμένοι και στην δική τους ιστορική εμπειρία ως πρώην αποικίας των Ολλανδών, το Ισραήλ σε ρόλο αποικιοκράτη να καταδυναστεύει τους ομόθρησκούς τους Παλαιστίνιους. Αλλά ως Δύση δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε το “άλλο” και να μην του προβάλλουμε τα δικά μας ελαττώματα.
Η επαφή, λοιπόν, της Documenta με τον Παγκόσμιο Νότο δεν ευοδώθηκε, διότι προσπαθήσαμε να τον βάλουμε στα δικά μας καλούπια, στο δικό μας ιστορικά σύστημα αξιών. Και στην προσπάθεια αυτή καταλάβαμε για ακόμη μια φορά πως ο βασιλιάς είναι γυμνός.
Η σημαντικότερη έκθεση σύγχρονης τέχνης της Γερμανίας λογόκρινε καλλιτέχνες τους οποίους είχε η ίδια προσκαλέσει. Η ελευθερία έκφρασης, ένας από τους πυλώνες της δυτικής δημοκρατίας, περιορίστηκε όταν ακούμπησε, με έναν πράγματι άκομψο τρόπο (μη ξεχνάμε πως η έκθεση λαμβάνει χώρα στην Γερμανία του Ολοκαυτώματος), τη μάλλον σκοτεινότερη σελίδα της ευρωπαϊκής ιστορίας. Η τέχνη όμως συχνά έχει το χαρακτηριστικό να είναι άκομψη και ίσως θα έπρεπε η έκθεση να είναι προετοιμασμένη για αυτό το γεγονός.
Η αλήθεια είναι πως ήταν. Με πολύ γρήγορα αντανακλαστικά, η έκθεση απέπεμψε Παλαιστίνιους καλλιτέχνες πέντε μήνες πριν την έναρξή της, με την δικαιολογία πως το κέντρο τέχνης στο οποίο συμμετέχουν, φέρει το όνομα του ελληνικής καταγωγής Παλαιστίνιου ποιητή Khalil al-Sakakini ο οποίος είχε ύποπτες συμπάθειες στο ναζιστικό καθεστώς. Το κέντρο βέβαια, ιδρύθηκε το 1996, λειτουργεί υπό το Παλαιστινιακό Υπουργείο Πολιτισμού και δεν σχετίζεται σε κάποιο άλλο επίπεδο με τον ποιητή.
Μια λανθασμένη αυτοεικόνα
Οι δυτικές δημοκρατίες, οι κυβερνήτες τους και οι κάτοικοί τους, έχουν μια πολύ ενδιαφέρουσα αυτοεικόνα. Θεωρούν πως το δικό τους πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό πρόταγμα είναι το μοναδικό άξιο αναφοράς, η πυξίδα του ανθρώπινου γένους, μια Ρώμη σε έναν λίγο-πολύ βάρβαρο κόσμο.
Η Documenta 15 θεωρητικά ήθελε να φέρει τον Παγκόσμιο Νότο στο προσκήνιο, να τον κάνει ορατό και να διδαχθεί από αυτόν. Τελικά αυτό που κατάφερε είναι να βάλει φίλτρα στην έκφραση αυτών των καλλιτεχνών, να ακούσει και να δει μόνο αυτά που το δυτικό κοινό επιθυμεί και να βαυκαλιστεί για το πόσο ανοιχτό, δημοκρατικό και συμπεριληπτικό είναι. Στην πραγματικότητα ο Παγκόσμιος Νότος είναι ορατός, είναι δημιουργικός και έχει πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή και σίγουρα δεν περίμενε την Δύση για να βρεθεί στο προσκήνιο.
Η απόπειρα της φετινής Documenta ίσως θυμίζει την 14η, η οποία έλαβε εν μέρει χώρα και στην Αθήνα. Μεγάλο μέρος της ελληνικής καλλιτεχνικής κοινότητας είχε μιλήσει ευθέως για αποικιοκρατικές λογικές: το φόντο της ρημαγμένης από την κρίση Αθήνας αντιμετωπίστηκε από τους ξένους καλλιτέχνες ως εξωτικός καμβάς, ενώ η Documenta επέμεινε να παραδώσει μαθήματα δημοκρατίας στο ελληνικό κοινό, αποκτώντας μια εμμονή με την περίοδο της δικτατορίας, με τους ξένους καλλιτέχνες να μιλάνε για τα ελληνικά βιώματα. Το σύνθημα “Μαθαίνοντας από την Αθήνα” γρήγορα μετατράπηκε σε “Εκπαιδεύοντας την Αθήνα” και η 14η έκθεση θεωρήθηκε ευρέως αποτυχημένη και στις δύο χώρες.
Αυτή η ανωτερότητα της Δύσης απέναντι στον Παγκόσμιο Νότο ή και ενίοτε απέναντι στους φτωχούς συγγενείς της, εδράζεται στην άρνησή της να παραδεχτεί ουσιωδώς πως συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς της δεν είναι η δημοκρατία και τα δικαιώματα, αλλά μάλλον η αποικιοκρατία. Η ιστορική αυτοπεποίθηση της Δύσης δεν έχει τις ρίζες της στην περίοδο των Επαναστάσεων αλλά στην περίοδο των Εξερευνήσεων τον 15ο αιώνα.
Τα δημοκρατικά κεκτημένα και δικαιώματα που κυριαρχούν στον δυτικό κόσμο είναι αποτέλεσμα των αγώνων των λαών του και κάθε ένα από αυτά απαιτεί περιφρούρηση. Η περιστολή του δικαιώματος έκφρασης καλλιτεχνών, η απόφαση της Ε.Ε. να κλείσει ρωσικά μέσα ενημέρωσης εν μια νυκτί, επιβάλλοντας στην ουσία πολεμική λογοκρισία σε μη εμπόλεμες χώρες, η βίαιη φτωχοποίηση χωρών όπως η Ελλάδα, η αναίρεση συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως αυτό της άμβλωσης στις ΗΠΑ και άλλα σε μια ατελείωτη λίστα, αποτελούν δείγματα για το πόσο εύκολα η ανωτερότητα που θεωρούμε δεδομένη είναι εύκολα αναστρέψιμη.
Άλλωστε, όποτε νιώθουμε πως ο Δυτικός πολιτισμός είναι ο φάρος της ανθρωπότητας δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως το Ολοκαύτωμα δεν έλαβε χώρα στον Παγκόσμιο Νότο, αλλά στην καρδιά της Ευρώπης. Και όταν ασυνείδητα συνδέουμε τον Παγκόσμιο Νότο με απολυταρχικά καθεστώτα, ας θυμόμαστε τους Taring Padi από την Ινδονησία, οι οποίοι στην απολογητική τους επιστολή έγραψαν για την τριαντάχρονη δικτατορία του Suharto, η οποία κόστισε τη ζωή σε 500.000-1.000.000 Ινδονήσιους, αλλά ενθάρρυνε τις ξένες επενδύσεις και έβαλε την Ινδονησία σε δυτική σφαίρα επιρροής και γι’αυτό είχε την αμέριστη στήριξη των δημοκρατικών ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας.