ΑΘΗΝΑ
20:49
|
16.09.2024
Οι ΗΠΑ επισήμως δεν τροποποιούν τη γραμμή τους περί Μίας Κίνας. Στην πράξη όμως, αυτό ακριβώς κάνουν.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Τέσσερις επιφανειακώς διαφορετικές εστίες κρίσεων έχουν πάρει φωτιά μέσα σε ένα συντομότατο χρονικό διάστημα: Ταϊβάν, Ιράν, Ναγκόρνο-Καραμπάχ και Κοσσυφοπέδιο. Τέσσερις διαφορετικές περιοχές του κόσμου διαγκωνίζονται για το ποια θα μας πάει από το στάδιο του σπονδυλωτού παγκοσμίου πολέμου στον άμεσο, γενικευμένο πόλεμο.

Ενόσω ο πρόεδρος Μπάιντεν ασθενεί από Covid-19, τουλάχιστον, και ενώ αντιλαμβανόμαστε ότι είναι πολλά εκείνα που δεν καταλαβαίνουμε για τα όσα συμβαίνουν στα ενδότερα του Λευκού Οίκου, η σύγκρουση των ΗΠΑ με Ρωσία και Κίνα, βάζει φωτιά σε όλα τα παγωμένα μέτωπα.

Το κυριότερο από όλα αυτά, πέραν προφανώς του ούτως ή άλλως κυρίαρχου μετώπου της Ουκρανίας, αυτήν τη στιγμή είναι η Ταϊβάν.

Το ταξίδι της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν, εφόσον όντως πραγματοποιηθεί, μετά από την αρχική δημόσια αποδοκιμασία του από τον πρόεδρο Μπάιντεν, πρώτα απ’ όλα καταδεικνύει τις δυσλειτουργίες και τα σοβαρά κενά στο εσωτερικό της ίδιας της «διοίκησης» των ΗΠΑ. Αυτό είναι ίσως και το κρισιμότερο ζήτημα από όλα σε ό,τι αφορά την παγκόσμια σταθερότητα: τα χάσματα στο εσωτερικό του κατεστημένου των ΗΠΑ, η σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών λόμπι και καθεστωτικών μερίδων, όπως και η αδυναμία ελέγχου τους από τον συγκεκριμένο πρόεδρο, συνεχίζουν την πρόσφατη παράδοση του βελούδινου πραξικοπήματος εναντίον του προέδρου Τραμπ. Ως εκ τούτου είναι ασαφές ποιοι αποφασίζουν για τις κρίσιμες πολιτικές ως προς την παγκόσμια ειρήνη.

Οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί σε μια σειρά από γιγάντιες προβοκάτσιες εναντίον των αντιπάλων τους και τελικώς εναντίον του ίδιου τους του εαυτού, εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Αρκεί κανείς να ακούσει τις αναλύσεις μιας σειράς ρεαλιστών διεθνολόγων μέσα από τις ίδιες τις ΗΠΑ. Μέχρι πρόσφατα, επρόκειτο για προβοκάτσιες εις βάρος αδύναμων σχετικώς κρατών. Από το 2014, προβοκάρουν τις βασικές ανταγωνίστριες, πυρηνικές δυνάμεις: τη Ρωσία και την Κίνα.

Η αναμενόμενη επίσκεψη της Πελόζι στην Ταϊβάν κορυφώνει τις φιλοπόλεμες προβοκάτσιες. Η επίσκεψη του βαθύπλουτου γερακιού της Ουάσιγκτον αντιστρέφει και ακυρώνει με τον πλέον επίσημο τρόπο την πολιτική των ΗΠΑ για προσέγγιση με την Κίνα, όπως εκείνη είχε διατυπωθεί ήδη από τον Νίξον και αποτυπώνει το μέγεθος του στρατηγικού τυχοδιωκτισμού του αμερικανικού κατεστημένου, που αναιρεί ένα βασικό, ρεαλιστικό δόγμα του Ψυχρού Πολέμου: την παρεμπόδιση της δημιουργίας ευρασιατικού γίγαντα. Εν προκειμένω, οι ΗΠΑ όχι μόνο εξαναγκάζουν Ρωσία και Κίνα σε ταύτιση, αλλά διακινδυνεύουν ταυτόχρονη σύγκρουση και με τις δύο. Πρόκειται για τον εφιάλτη κάθε ρεαλιστή αναλυτή και πολιτικού.

Οι ΗΠΑ επισήμως δεν τροποποιούν τη γραμμή τους περί Μίας Κίνας. Στην πράξη όμως, αυτό ακριβώς κάνουν.

Φυσικά δεν πρόκειται μόνο για την Πελόζι αλλά για ένα συμπαγή, διακομματικό νεοσυντηρητικό χώρο, ο οποίος αποδέχεται, αν δεν επιδιώκει επιπλέον, το ξέσπασμα ενός γενικευμένου πολέμου, προφανώς θεωρώντας ότι σήμερα ακόμα, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους διαθέτουν επαρκή ισχύ, ώστε να καταστρέψουν τους δύο βασικούς ανταγωνιστές τους.

Η κίνηση της Πελόζι, εφόσον η επίσκεψή της πραγματοποιηθεί, αποτελεί ποιοτικώς αναβαθμισμένη προβοκάτσια προς την Κίνα, αλλά στην πραγματικότητα και προς τον πρόεδρο του δικού της κόμματος και της δικής της χώρας, δεδομένου ότι συνιστά ευθεία αμφισβήτηση της ενιαίας κρατικής οντότητας μιας πυρηνικής δύναμης, χωρίς να φαίνεται ότι ο ένοικος του Λευκού Οίκου συναινεί σε τέτοια πολιτική. Όσο οι μέρες περνούν αποκτούμε την αίσθηση ότι πρόκειται για μια τυπική κίνηση παραμονών Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου: αυτοεγκλωβισμός σε έναν φαύλο κύκλο έντασης.

Εξηγούμαστε: εφόσον η επίσκεψη Πελόζι λάβει χώρα και δεν κατορθώσει η Κίνα να την εμποδίσει ή εφόσον η Κίνα αντιδράσει με μεγάλη μετριοπάθεια, οι ΗΠΑ θα κερδίσουν μερικούς σημαντικούς πόντους σε επικοινωνιακό πλαίσιο. Στην πραγματικότητα όμως, ακόμα και σε ένα σενάριο επικοινωνιακής νίκης των ΗΠΑ, αυτό το οποίο έχουν ήδη «πετύχει» είναι να πείσουν την ηγεσία της Κίνας, ότι η Ταϊβάν έχει μετατραπεί σε κίνδυνο στο μαλακό υπογάστριο της (υπόλοιπης) κινεζικής επικράτειας και ως εκ τούτου σε μέσο επιδίωξης, αλλαγής καθεστώτος στην Κίνα. Όπως λοιπόν συνέβη και με την αλλαγή καθεστώτος του 2014, στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ, στο σενάριο μιας τωρινής τους, επικοινωνιακής νίκης, εκτρέφουν και προετοιμάζουν μια κινεζική επέμβαση στην Ταϊβάν, στο ορατό μέλλον.

Αν αυτή είναι η σχέση κόστους-οφέλους στην περίπτωση νίκης των ΗΠΑ, τα αποτελέσματα είναι δραματικά στην περίπτωση μη νίκης των ΗΠΑ. Αν το ταξίδι της Πελόζι δεν γίνει ή εμποδιστεί από την Κίνα αναίμακτα, το κόστος για τις ΗΠΑ θα είναι πολύ μεγάλο σε επίπεδο κύρους, καταλυτικό για τους Δημοκρατικούς σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση ενόψει ενδιάμεσων εκλογών, ενώ ούτως ή άλλως, η Κίνα θα έχει λάβει την απόφαση ενοποίησης ακόμα και δια της βίας της Ταϊβάν, προς την οποία θα ενθαρρυνθεί ακόμα περισσότερο από την πιθανή αμερικανική υποχώρηση.

Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, ιδίως στην περιοχή, μεταξύ των οποίων κατεξοχήν η Ταϊβάν, θα αισθανθούν ότι η συμπόρευση με τη Ουάσιγκτον φέρνει μόνο κινδύνους, χωρίς αντίστοιχη υποστήριξη στα δύσκολα, τα οποία η ίδια η υπερδύναμη εν πολλοίς προκαλεί. Η ιδέα ότι οι σύμμαχοί σου, όταν βρίσκονται πολύ μακριά για να σε βοηθήσουν, συνιστούν μάλλον επιβάρυνση παρά όφελος, έχει αναλυθεί από τον Θουκυδίδη και δεν διαψεύστηκε ουδέποτε έκτοτε.

Ακόμα χειρότερα θα είναι τα πράγματα, αν βεβαίως, το ταξίδι της Πελόζι εμποδιστεί δια της βίας. Σε αυτήν την περίπτωση, οι ΗΠΑ θα πρέπει να αντιδράσουν επίσης με στρατιωτικά μέσα, με αποτέλεσμα μια αρχικώς περιορισμένη σύγκρουση, έως και έναν γενικευμένο πόλεμο. Το ζήτημα είναι ότι, όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας για τη Ρωσία, η Κίνα δεν μπορεί να ηττηθεί στην Ταϊβάν. Δεν μπορεί να διεξαγάγει ακόμα και μια περιορισμένη σύγκρουση από την οποία δεν θα εξέλθει νικήτρια για ένα τόσο κομβικό ζήτημα για την ίδια της την κρατική ενότητα. Ως εκ τούτου, αν απειληθεί με ήττα θα πρέπει να κλιμακώσει στο πεδίο, τροφοδοτώντας περαιτέρω τον πόλεμο.

Ο πρόεδρος της Κίνας δεν φαίνεται να θέλει πόλεμο με τις ΗΠΑ – τουλάχιστον όχι τώρα. Όπως ούτε και ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατά πάσα πιθανότητα έως και βεβαιότητα. Είναι αμφίβολο όμως το αν και κατά πόσο μπορεί ο τελευταίος να ελέγξει τις εξελίξεις στο εσωτερικό του κατεστημένου της Ουάσιγκτον. 

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

‘Ενα είναι το Φεστιβάλ (της ΚΝΕ)

Κατηγορίες στον Ράιαν Γ. Ρουθ για την απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ

Το Ισραήλ ετοιμάζεται για κλιμάκωση του πολέμου στο Λίβανο

Δημοσκόπηση Alco: Μείωση ποσοστών ΝΔ, μικραίνει η ψαλίδα της δεύτερης θέσης

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα