Προτάσεις για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ προώθησε μέσω της εφημερίδας Handelsblatt ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ.
Ο Λίντνερ επιμένει στη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας σαν να τελείωσαν οι δυσκολίες με την άρση των περιοριστικών μέτρων κατά την διετή περίοδο πανδημίας επισημαίνοντας από την άλλη ότι είναι πλέον ξεπερασμένο το τελευταίο σύμφωνο Σταθερότητας που σχεδιάστηκε πριν 2,5 δεκαετίες.
«Απαιτείται ένας αξιόπιστος και φιλόδοξος δρόμος για την απομείωση του χρέους» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γερμανός υπουργός σημειώνοντας μάλιστα ότι «επί της αρχής η γερμανική κυβέρνηση είναι σύμφωνη» με τις προτάσεις του.
Σύμφωνα με τον Λίντνερ θα πρέπει αρχικά να διατηρηθούν οι ισχύοντες ευρωπαϊκοί κανόνες περί δημόσιου χρέους που σημαίνει βασικά αφενός ότι οι χώρες-μέλη δεν θα πρέπει να δημιουργούν νέα χρέη ξεπερνώντας το 3% του ΑΕΠ ετησίως και αφετέρου πως το συνολικό ποσοστό δημόσιου χρέους δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 60%. Οι κανόνες αυτοί ωστόσο στην πραγματικότητα φαντάζουν ανεδαφικοί εάν σκεφθεί κανείς πως τα επίπεδα του χρέους στην Ελλάδα είναι 185% και στην Ιταλία είναι 150%.
Παρόλα αυτά ο Λίντνερ επιμένει θεωρώντας πως οι λεγόμενοι μεσοπρόθεσμοι στόχοι για το ετήσιο διαρθρωτικό έλλειμμα θα πρέπει να γίνουν υποχρεωτικοί για τα κράτη-μέλη κάτι που δεν ισχύει μέχρι τώρα. «Μέχρι στιγμής οι σχετικές αποφάσεις βασίζονταν στη διακριτική ευχέρεια της Κομισιόν (…) Η πρότασή μου αποσκοπεί στο να καταστήσει δεσμευτικούς τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους» αναφέρει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών.
Οι προτάσεις του Λίντνερ θα συζητηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο το φθινόπωρο και είναι σίγουρο πως θα ανάψουν «φωτιές» καθώς εντός ΕΕ υπάρχουν ήδη διαφορετικά «στρατόπεδα» ως προς το πώς θα πρέπει να αλλάξει το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Πρόσφατα ο Ιταλός Επίτροπός Οικονομικών της ΕΕ Πάολο Τζεντιλόνι ζήτησε σε συνέντευξή του «μεγαλύτερη ευελιξία» για τα κράτη-μέλη στη διαχείριση του χρέους τους, επισημαίνοντας εύλογα πως δεν μπορεί όλα τα κράτη-μέλη να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο.