Απόρρητα έγγραφα που σχετίζονται με πυρηνικά όπλα, αναζητούσε το FBI κατά τη διάρκεια της πρόσφατης έρευνας στην κατοικία του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, στο Παλμ Μπιτς της Φλόριντα, αναφέρει σε ρεπορτάζ της η Washington Post, επικαλούμενη καλά πληροφορημένες πηγές, οι οποίες πάντως δεν αναφέρουν τίποτα σχετικά με τα ευρήματα.
Από την επίσημη πλευρά, ο γενικός εισαγγελέας Μέρικ Γκάρλαντ, περιορίστηκε να δηλώσει ότι «ενέκρινε προσωπικά» την απόφαση να ζητηθεί ένταλμα για την έρευνα στο Μαρ-α-Λάγκο. «Τέτοιες αποφάσεις δεν λαμβάνονται επιπόλαια. Όπου αυτό είναι εφικτό, είναι καθιερωμένη πρακτική η αναζήτηση λιγότερο παρεμβατικών μέσων ως εναλλακτική λύση στην αναζήτηση στοιχείων», δήλωσε.
Στην πλατφόρμα του, Truth Social, ο πρώην πρόεδρος δήλωσε ότι «δεν θα αντιταχθεί στη δημοσιοποίηση εγγράφων». «Όχι μόνο δεν θα αντιταχθώ στη δημοσιοποίηση εγγράφων που σχετίζονται με την αντιαμερικανική, αδικαιολόγητη και περιττή επιδρομή και διάρρηξη του σπιτιού μου στο Παλμ Μπιτς, Φλόριντα, Μαρ-α-Λάγκο, αλλά προχωρώ ένα βήμα παραπέρα ενθαρρύνοντας την άμεση δημοσίευση αυτών των εγγράφων, παρόλο που έχουν συνταχθεί από ριζοσπάστες αριστερούς Δημοκρατικούς και πιθανούς μελλοντικούς πολιτικούς αντιπάλους, που έχουν ισχυρό και ισχυρό συμφέρον να μου επιτεθούν, όπως έκαναν τα τελευταία 6 χρόνια», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μετά την έρευνα, κορυφαία στελέχη των Ρεπουμπλικάνων έσπευσαν να υπερασπιστούν τον Τραμπ, θεωρώντας την κίνηση ως πολιτικά υποκινούμενη. Ο πρώην Πρόεδρος αρνήθηκε κάθε αδικοπραγία, υποστηρίζοντας ότι η έρευνα έχει σκοπό να εμποδίσει την πιθανή προσπάθειά του να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο.
Σε δύο αναρτήσεις στο Truth Social μετά τη δήλωση του Γκάρλαντ, ο Τραμπ συνέχισε να ισχυρίζεται ότι οι δικηγόροι του «συνεργάζονταν πλήρως» και είχαν αναπτύξει «πολύ καλές σχέσεις» με ομοσπονδιακούς ερευνητές πριν από την έρευνα της Δευτέρας στο Μαρ-α-Λάγκο.