Το πρωί της 21ης Αυγούστου 1968, η Τσεχοσλοβακία ξύπνησε μία διαφορετική χώρα. Όλα, τα πάντα που έβλεπε το μάτι των ανθρώπων, στις πόλεις, στα χωριά, ναι μεν μαρτυρούσαν πως το τοπίο είχε παραμείνει το γνώριμο σκηνικό της καθημερινής ζωής των κατοίκων, αλλά έξαφνα τούτη η καθημερινότητα είχε καταληφθεί από χιλιάδες στρατιώτες που μιλούσανε μια ξένη γλώσσα, και πολυάριθμα άρματα μάχης σε κάθε γωνία και σε κάθε δρόμο, που βίαζαν τη συνηθισμένη αρμονική εικόνα των πόλεων και των αγρών.
Η ρωσική τάξη πραγμάτων είχε φροντίσει, εισβάλλοντας μέσα στη νύκτα από πολλαπλές εισόδους της χώρας, να επαναβεβαιώσει την πλήρη επιρροή της – πολιτισμική, πολιτική και στρατιωτική – σε μία χώρα που μόλις ένα χρόνο πριν είχε τολμήσει να προτείνει μια «άλλη οδό» προς τον Σοσιαλισμό. Έναν Σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, γιομάτο ελπίδες ότι πραγματικά μπορεί να εργασθεί για την ουσιαστική βελτίωση της κοινωνίας και της υπαρξιακής και βιοτικής ανάτασης του ανθρώπου.
Η, επονομασθείσα, «Άνοιξη της Πράγας» αποδείχθηκε λιγόζωη` ίσως γιατί οι ψυχροπολεμικές συνθήκες δεν ήταν το καλύτερο περιβάλλον για να ευδοκιμήσουν κοινωνικά πειράματα, ίσως γιατί οι αλλαγές που ξεκινούν με τους διανοούμενους και όχι «από την (εύκολα χειραγωγούμενη) βάση», είναι πάντοτε ύποπτες…
Περισσότερα από 50 χρόνια πριν από τη σημερινή ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, μία άλλη ισχυρή δήλωση της ισχύος της πάνω στη «σφαίρα επιρροής» της συγκλόνιζε τον κόσμο, που πρόσβλεπε στην Άνοιξη της Πράγας για ν’ ανακαλύψει επιτέλους μία εναλλακτική εικόνα, να αφουγκρασθεί ένα χαρμόσυνο μήνυμα μέσα από τον ορυμαγδό των πολέμων στο Βιετνάμ, στην Αφρική, στην Παλαιστίνη, να οραματισθεί ότι όντως μπορεί να υπάρξει μία κοινωνία απαλλαγμένη από την αλλοτρίωση του καπιταλισμού και τον απομονωτισμό του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού». Όμως το πείραμα της Πράγας έμεινε ανολοκλήρωτο, οι πρωτεργάτες της οδηγήθηκαν στον μαρασμό και οι ελπίδες για την πραγμάτωση ενός ονείρου έμειναν θαμμένες.
Σαράντα χρόνια μετά τα γεγονότα, για τα οποία η παγκόσμια αγανάκτηση ακόμη δεν έχει κατασιγάσει, είχε εκδοθεί στην Ιταλία με την ευκαιρία της συμπλήρωσής τους ένα από τα συνταρακτικότερα χρονικά εκείνων των ημερών. Το βιβλίο «Οι ώρες της Πράγας (Γραπτά για τη διαφωνία και την καταπίεση στην Τσεχοσλοβακία και την Ανατολική Ευρώπη)», είναι μία συλλογή από ανταποκρίσεις που έστελνε από την κατειλημμένη πόλη ένας ιδιαίτερος άνθρωπος: ο ασύγκριτος σλαβολόγος, ποιητής, καθηγητής ρώσικης και τσέχικης λογοτεχνίας στο Παν/μιο της Ρώμης, Άντζελο Μαρία Ριπελίνο. Και για αυτό αποτελούν ίσως την καλύτερη και πιο κοντινή μαρτυρία για τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τις συνθήκες που προηγήθηκαν, επικράτησαν και τέλος ακολούθησαν την κατάπνιξη του τσεχοσλοβάκικου πειράματος. Και αυτό γιατί, όχι μόνο ο συγγραφέας του, βρισκόταν και παρακολούθησε από κοντά τα γεγονότα εκείνης της εποχής, αλλά γιατί και ο ίδιος είχε μία συναισθητική σχέση με τη χώρα, ήταν ο απόλυτος συνομιλητής των πρωταγωνιστών και μάλιστα – κυριολεκτικά μέσω της συζύγου του, αλλά και μεταφορικά – είχε παντρευτεί για πάντα τη Βοημία.
Απεσταλμένος του περιοδικού Εσπρέσσο, ένα χρόνο πριν για να περιγράψει τις κατακλυσμιαίες αλλαγές της Άνοιξης, ο Ριπελίνο βρίσκεται από την αρχή μέσα στον κυκεώνα των συμβάντων και με κίνδυνο της ζωής του παραμένει και στέλνει κρυφά τις συγκλονιστικές ανταποκρίσεις του, μέχρις ότου ο κλοιός σφίγγει γύρω του και φυγαδεύεται από τους φίλους του ανώνυμος με τα καραβάνια των προσφύγων που δραπετεύουν από τη ρωσοκρατούμενη χώρα. Τα γραπτά του, φορτισμένα με την απόγνωση ενός ανθρώπου που δεν καταγράφει απλώς, αλλά βιώνει τα γεγονότα, κατορθώνουν να κλυδωνίσουν, να ευαισθητοποιήσουν και ν’ αποστομώσουν με τον ρεαλισμό τους, να συγκινήσουν με την ποιητικότητά τους και να καταπλήξουν με την ικανότητα του Ριπελίνο να γίνεται συναισθηματικός χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια της αντικειμενικότητας.
Στα γεγονότα της Πράγας ο Ριπελίνο νοιώθει και βιώνει έναν βαθύ συνειδησιακό διχασμό κι έναν ριπτασμό της ψυχής του: η Ρωσία των αγαπημένων του ποιητών και των γραμμάτων ματώνει την αγαπημένη του Πράγα. Την πόλη και τον λαό της Τσεχοσλοβακίας που υπεραγάπησε, σε βαθμό που να ομολογεί «η Πράγα είναι πιο όμορφη από τη λατρεμένη πόλη του Παλέρμο». Μετά τον διωγμό του από την Τσεχοσλοβακία θα ακολουθήσει και η απαγόρευση να δουλέψει στη Σοβιετική Ένωση, στερώντας του τη δυνατότητα να υπηρετήσει εκείνο το ασίγαστο πάθος του για τους μεγάλους ποιητές του, που δόξασε ακόμη περισσότερο στη Δύση με τα γραπτά του: τον Μαγιακόφσκι, τον Γιεσένιν, τον Μπλοκ, τους μεγάλους κλασικούς της. Κι ιδίως τον Παστερνάκ, που συνάντησε προσωπικά και συνδέθηκε από την πρώτη στιγμή, που τον παρουσίασε στον γέροντα μεγάλο ποιητή ο Γιεφτουτσένκο- που πειρακτικά του τον σύστησε ως Γεωργιανό ποιητή, επιδαψιλεύοντας και στον Ριπελίνο την κολακεία για τα κάπως ανατολίτικα χαρακτηριστικά του. Και αυτή η προγραφή από τη ρωσική γη έμελλε να πυροδοτήσει μία αποστροφή για την πολιτική της χώρας, για την οποία το μόνο που του έμεινε ακλόνητη και σταθερή ήταν η αγάπη του για τη λογοτεχνία και τα γράμματά της.
Ο Ριπελίνο θα επιστρέψει στην Πράγα, πόλη που υπεραγαπά και θα της αφιερώσει το 1973 το ανεπανάληπτο Praga Magica, το καλύτερο βιβλίο που έχει γραφεί για την πόλη αυτή και την πλούσια λογοτεχνική και πολιτιστική ζωή της. Ένα γραπτό ποίημα, μία λυρική μυθιστοριακή μελέτη. Άλλωστε δείγματα της πλούσιας και μοναδικής αυτής δραστηριότητας σε όλους τους τομείς του πολιτισμού, σύγχρονης με την Άνοιξη, καταγράφονται και στις «Ώρες της Πράγας», που συγκεντρώνει εξόν από το χρονικό της επέμβασης και όλα τα γραπτά-ανταποκρίσεις του Ριπελίνο από τον χρόνο που προηγήθηκε ίσαμε την εισβολή και τα σχόλιά του μετά την επιστροφή.
Ο πρόωρος θάνατος του Ριπελίνο στέρησε από τη λογοτεχνία και τη φιλολογία ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά κι έναν από τους πλέον παθιασμένους ανθρώπους. Τα βιβλία του και ιδίως οι «Ώρες της Πράγας» είναι γραμμένα με την αντικειμενικότητα που χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο που γράφει αμερόληπτα μεν, αλλά και που συνάμα γνωρίζει ίσαμε τα τρίσβαθά της την πραγματικότητα της χώρας και δεν μπορεί ν’ αφήσει έξω τον πόνο – είναι ταυτόχρονα μία υπενθύμιση τραγική και, φευ, παντοτινά επίκαιρη. Συνιστούν ένα μάθημα, ότι οι μηχανισμοί που κινούν την ιστορία παραμένουν οι ίδιοι, όποιες κι εάν είναι οι γεωπολιτικές συνθήκες κι οι πρωταγωνιστές. Και εάν η τέχνη, όπως έλεγε κι ο Χέγκελ, δεν αποτελεί το ξόρκι για το Κακό, τουλάχιστον μπορεί ν’ αποτελέσει την μόνη ανακούφιση απέναντί του. Όσο και αν το Κακό (σύμφωνα με τους στίχους του ίδιου του Ριπελίνο, που αποτολμούμε να μεταφράσουμε) στιγμιαία την καταπνίγει:
Υπάρχουνε μήνες όπου
Δε γεννιέται μήτε ένας κόκκος ποίησης.
Το κακό εξελαύνει τις μεταφορές
Η αναλογία αγκομαχά.