Η μάχη για τα λιπάσματα, ένα ζωτικής σημασίας αγαθό για την παραγωγή τροφίμων, έχει αναδειχθεί ως ένα από τα υποπροϊόντα της σύγκρουσης Ρωσίας – Ουκρανίας, αφήνοντας τα κράτη στην Ευρώπη και αλλού να αναζητούν εναλλακτικούς προμηθευτές.
Το φυσικό αέριο είναι μια σημαντική πρώτη ύλη για την παραγωγή λιπασμάτων και η Ευρώπη εισάγει σχεδόν το 40% του τελευταίου από τη Ρωσία, με αποτέλεσμα ο τομέας να αντιμετωπίζει όλο και σοβαρότερα προβλήματα. Αυτό φέρνει τα ευρωπαϊκά κράτη αντιμέτωπα με δύσκολες και ενδεχομένως περιορισμένες επιλογές για το πώς θα διασφαλίσουν την επισιτιστική τους ασφάλεια, ιδίως τώρα που πλησιάζει ο χειμώνας.
Η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου έχει προκαλέσει μια σειρά αναστολών στις ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις παραγωγής λιπασμάτων. Σε διάστημα λίγων ημερών, μεγάλες εταιρείες στη Νορβηγία, τη Γερμανία, την Πολωνία, τη Λιθουανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ουγγαρία ανακοίνωσαν ότι είτε μειώνουν την παραγωγή τους είτε κλείνουν τα εργοστάσιά τους.
Η κρίση ενισχύθηκε τις τελευταίες ημέρες μετά τη μείωση της παραγωγής της Νορβηγικής Yara International ASA που ανακοίνωσε ότι μειώνει περαιτέρω την χωρητικότητά των προϊόντων της σε αμμωνία στο ένα τρίτο περίπου.
Αν στις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου προστεθεί το γεγονός ότι το ένα τρίτο των εισαγωγών της Ε.Ε. σε αμμωνία, η οποία είναι ένα πολύ βασικό λίπασμα, καθώς φωσφορικών αλάτων και ποτάσας, προέρχονται από τη Ρωσία, το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο.
Λόγω όλων αυτών των ζητημάτων, η Αγορά λιπασμάτων αναμένεται να χάσει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της παραγωγικής της ικανότητας, γεγονός που θα ενισχύσει τις ήδη υψηλές παγκόσμιες τιμές λιπασμάτων, σημειώνει σε σημερινό της ρεπορτάζ η Ρωσική εφημερίδα Kommersant.
Η ερευνήτρια του κλάδου CRU Group εκτιμά ότι η ευρωπαϊκή παραγωγή έχει χάσει πλέον περίπου το ήμισυ της χωρητικότητάς της σε αμμωνία και το 33% του κύκλου εργασιών της σε αζωτούχα λιπάσματα.
Εμπειρογνώμονες που ρωτήθηκαν από την εφημερίδα αναμένουν ότι η πτωτική τάση στην παραγωγή λιπασμάτων θα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα, πιθανά δε να ενταθεί, βαθαίνοντας την επισιτιστική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκτιμούν δε ότι οι Βρυξέλλες θα αναγκαστούν, το επόμενο διάστημα, να εγκρίνουν οδηγίες που θα επιτρέπουν στους εισαγωγείς να αγοράζουν με ασφάλεια ρωσικά λιπάσματα, που τώρα είναι δύσκολο να εξαχθούν λόγω των περιορισμών στα logistics.
Τα ρωσικά λιπάσματα δεν αποτελούν άμεσο στόχο των δυτικών κυρώσεων, αλλά οι εξαγωγές τους στον υπόλοιπο κόσμο επηρεάζονται σε κάποιο βαθμό από τα περιοριστικά μέτρα, καθώς οι ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες υπερτιμολογούν υψηλά ασφάλιστρα για να αναλάβουν το ρίσκο των αποστολών.