Κυρίαρχη είναι η θέση πως κατά τη διάρκεια της ιστορικής περιόδου που ορίζεται από την ήττα της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας και Γερμανίας μέχρι την αποσύνθεση της Ε.Σ.Σ.Δ, υπήρξε ένας «ψυχρός πόλεμος» στο πλαίσιο ενός διπολικού συστήματος, και ένας ανταγωνισμός σε πλανητική κλίμακα μεταξύ «καπιταλισμού και σοσιαλισμού».
Η προηγούμενη αποτελεί ιδεολογικά καθεστωτική και ηγεμονεύουσα ερμηνεία της μεταπολεμικής εποχής (1945-1989/92), από την οποία –υποτίθεται πως– αντλεί το νόημά της η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος, αλλά επιπλέον, προσέξτε, και η μεταψυχροπολεμική τέτοια (1992-…)
Στο πλαίσιο αυτό, πριν από τρεις δεκαετίες, ο Φράνσις Φουκουγιάμα δημοσίευσε ένα άρθρο στο αμερικανικό περιοδικό «National Interest», διακηρύσσοντας «το τέλος της ιστορίας». Για ένα χρονικό διάστημα, ο λεγομενος δυτικός κόσμος, συμπεριλαμβανομένων των ακαδημαϊκών και πολιτικών κύκλων, πίστευε και επευφημούσε μια τέτοια ερμηνεία. Εκείνη την περίοδο, λίγοι άνθρωποι θα ανέμεναν ότι μόνο τρία χρόνια μετά από την αρχή του 21ου αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ξεκινούσαν δύο πολέμους τους οποίους ουδέποτε, εν τέλει, θα κατάφεραν να νικήσουν, και πως μόλις οκτώ χρόνια μετά από την είσοδο στον νέο αιώνα το Αμερικανικό κράτος θα κλονιζόταν από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης.
Είναι ιδιαίτερα ειρωνικό το γεγονός ότι τριάντα περίπου χρόνια αφότου διακηρύχθηκε το «τέλος» της, η ιστορία δεν έχει τελειώσει, αλλά ακολουθεί την τροχιά που έχει ακολουθήσει ξανά και ξανά κατά το παρελθόν, σε ό,τι αφορά την άνοδο και την πτώση των μεγάλων δυνάμεων, καθιστώντας περισσότερο ρεαλιστικό ένα τέλος μιας αμερικανικής εποχής παρά ένα τέλος της ιστορίας.
Πώς συνέβησαν αυτές οι ανατροπές και φτάσαμε να μιλάμε για τον κόσμο μιας «μετα-αμερικανικής εποχής»;
Το ερώτημα φανερώνει ότι έχουμε καλούς λόγους να αναρωτιόμαστε και να αναστοχαστούμε, εκ νέου, για το νόημα της μεταπολεμικής εποχής.
Την ίδια ιστορική περίοδο (1945-1989/92), της οποίας το νόημα υποτίθεται πως γνωρίζουμε και έχουμε ορίσει, αλλά στην πραγματικότητα μας έχει δοθεί και έχουμε αποδεχτεί από τον μέχρι πρότινος κυρίαρχο ως αληθές, συνέβησαν ορισμένα ακόμη πράγματα που επίσης θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην κατανόηση και εξήγηση της μεταπολεμικής εποχής. Τα πράγματα αυτά τυγχάνει να είναι αντικειμενικά και εμπειρικώς επαληθεύσιμα, και όχι υποκειμενικές ερμηνείες του νικητή. Ας δούμε, ενδεικτικά, δύο μεγάλες μεταβολές (υπάρχουν και άλλες), τις οποίες επιλέγουμε γιατί είναι ιδιαίτερα σημαντικές, και επιπλέον εύκολα επαληθεύσιμες και κατανοητές:
Πρώτον, με το πέρας του παγκοσμίου πολέμου ο αριθμός των ανθρώπων στον πλανήτη ήταν περίπου 2,3 δισεκατομμύρια. Με το τέλος του ψυχρού πολέμου ο ανθρώπινος πληθυσμός ήταν πάνω από 5,5 δισεκατομμύρια. Υπήρξε, δηλαδή, υπερδιπλασιασμός του.
Χρειάστηκαν χιλιετίες, από υπάρξεως ανθρώπινου κόσμου μέχρι και το τέλος των δύο τελευταίων μεγάλων πολέμων, προκειμένου να υπάρξουν περίπου δυόμισι δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη (τόσοι περίπου ήταν το 1950). Σήμερα, επτά δεκαετίες μετά από το τέλος του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, της συγκλονιστικότερης πεντηκονταετίας στη γνωστή και καταγεγραμμένη ανθρώπινη ιστορία, υπάρχουν σχεδόν 8 δισεκατομμύρια άνθρωποι επί της γης. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Τόμας Μάλθους και οι οπαδοί του ισχυρίζονταν πως υπήρχε «υπερπληθυσμός» ακόμη και όταν υπήρχαν λιγότεροι από ενάμισι δισεκατομμύριο άνθρωποι στον πλανήτη (έαν έχεις τη νοοτροπία και το πνεύμα του μισάνθρωπου, του γενοκτόνου και του ανθρωποκτόνου, την έχεις εξ αρχής, είτε κάνεις χρήση «συντηρητικών» είτε «προοδευτικών» επιχειρημάτων). Πιο συγκεκριμένα, όταν ο Μάλθους έγραφε το περίφημο σύγγραμμά του με τίτλο «An Essay on the Principle of Population», ζούσαν στον πλανήτη περίπου 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι.
Η μεταπολεμική εποχή είναι η εποχή της παγκόσμιας δημογραφικής και πληθυσμιακής αύξησης και επανάστασης.
Δεύτερον, το 1945 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ήταν η πρώτη και η μόνη δύναμη που είχε στην κατοχή της πυρηνικά όπλα. Ήταν και αυτή μια μονοπολική στιγμή. Ορθότερα, υπήρξε η πρώτη και σημαντικότερη Μονοπολική Στιγμή σχεδόν απόλυτης Αμερικανικής κυριαρχίας. Διήρκεσε μόλις τέσσερα χρόνια. Μετά από το πέρας του λεγόμενου διπολικού συστήματος ο αριθμός των πυρηνικών κρατών έφτασε τα εννέα. Εφόσον επιλέξουμε ως σημείο εκκίνησης το 1949 (Η.Π.Α και Ε.Σ.Σ.Δ), ο αριθμός πυρηνικών δυνάμεων τετραπλασιάστηκε. Στις μέρες μας περισσότερα από τριάντα κράτη κάνουν χρήση πυρηνικής τεχνολογίας για ενεργειακούς σκοπούς.
Χρειάστηκαν, επίσης, χιλιάδες χρόνια προκειμένου να εισέλθουμε στην πυρηνική τεχνολογικά φάση της ανθρώπινης ιστορίας. Αρχικά, όπως είπαμε, ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Έπειτα, το 1949, η Σοβιετική Ένωση. Ακολούθησαν η Μεγάλη Βρετανία το 1952, η Γαλλία το 1960, η Κίνα το 1964 και η Ινδία το 1974. Έπειτα, το Ισραήλ και το Πακιστάν με τελευταία τη Β. Κορέα (η τύχη κυρίως του Ιράκ και λιγότερο της Λιβύης υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την τελευταία αυτή εξέλιξη). Επιπλέον, η Ν. Κορέα και η Ταϊβάν, όπως και άλλες χώρες, είχαν αναπτύξει κρυφό πυρηνικό πρόγραμμα τη δεκαετία του 1970, το οποίο τερματίστηκε. Δίχως να επεκταθούμε περισσότερο στο θέμα της διάχυσης της πυρηνικής ισχύος και τεχνολογίας θα πρέπει να επισημάνουμε πως υπήρξαν και άλλες χώρες, που διαφοροποιούνται από τις προαναφερθείσες (Ν. Αφρική, Ουκρανία και Καζακστάν στο πλαίσιο του Σοβιετικού κράτους κ.λπ).
Η μεταπολεμική εποχή είναι η εποχή της διάχυσης πυρηνικής ισχύος και τεχνολογίας και της αύξησης του αριθμού πυρηνικών κρατών.
Έχουμε, λοιπόν, από τη μια μεριά την ιδεολογικά κυρίαρχη ερμηνεία και από την άλλη δύο μεταβολές που αποτελούν εμπειρικώς επαληθεύσιμα δεδομένα (όπως προείπαμε υπάρχουν και άλλες: π.χ η αύξηση και ο πολλαπλασιασμός του συνολικού αριθμού των κρατών αποτελεί, επίσης, ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει τη μεταπολεμική εποχή, όμως αρκούν οι δύο αυτές για τους σκοπούς του παρόντος κειμένου).
- Η μεταπολεμική ήταν «Η» εποχή του ανταγωνισμού καπιταλισμού και σοσιαλισμού.
- Η μεταπολεμική είναι η εποχή της παγκόσμιας δημογραφικής και πληθυσμιακής αύξησης και επανάστασης.
- Η μεταπολεμική είναι η εποχή της διάχυσης πυρηνικής τεχνολογικής ισχύος και αύξησης του αριθμού των πυρηνικών κρατών.
Από κάθε μια από τις προηγούμενες προτάσεις προκύπτουν διαφορετικές ερμηνείες και νοήματα για την μεταπολεμική περίοδο. Προσέξτε πως μονάχα η κυρίαρχη ερμηνεία δεν αναφέρεται σε κάτι περιγραφικό και μετρήσιμο για το χρονικό διάστημα 1945-1989/92. Επίσης, είναι η μόνη που αναφέρεται σε κάτι παρελθοντικό και ολοκληρωμένο. Ακριβώς η επιλογή αυτού του τέλους, αυτή η οριοθέτηση, προσφέρει το νόημα, καθώς από την ερμηνεία της παρελθούσας-παλαιάς εποχής απορρέει και το νόημα της νέας-μελλοντικής τέτοιας: π.χ το Τέλος της Ιστορίας.
Οι τέσσερις βασικότερες ιδέες, καθ’ όλη τη διάρκεια της λεγομένης μονοπολικής στιγμής κυριαρχίας των Η.Π.Α, μέσω των οποίων το Αμερικανικό κράτος προσπάθησε να κερδίσει, ή καλύτερα να ελέγξει, καρδιές και μυαλά, ήταν οι εξής: η Παγκοσμιοποίηση (Globalisation), το Απαραίτητο Έθνος (Indispensable Nation), η Κυριαρχία Πλήρους Φάσματος (Full Spectrum Dominance) και, ασφαλώς, το Τέλος της Ιστορίας (The End of History).
Η ιδέα του Απαραίτητου/Αναντικατάστατου Έθνους (η πιο αδύναμη από τις τέσσερις) δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά ένας παρτικουλαρισμός, ή μια ιδιαιτεροκρατία, που εκφράζει μια οικουμενική αξίωση ισχύος (ασφαλώς και υπάρχει αμερικάνικος εξαιρετισμός μόνο που δεν είναι οικουμενικός, μοναδικός και αποκλειστικός δρόμος για όλους τους υπόλοιπους). Δεύτερον, μέσα σε αυτές τις τρεις δεκαετίες η ιδέα της Παγκοσμιοποίησης έπαψε να είναι ή να θεωρείται πρώτα και κύρια αμερικανοκινούμενη (U.S-led Globalisation), δηλαδή ολοκληρώθηκε ο κύκλος της παγκοσμιοποιήσης κατά τη διάρκεια του οποίου κυριαρχούσαν οι Η.Π.Α (το συγκεκριμένο σημείο μάλιστα μας προσφέρει αναλυτικά εργαλεία με μεγαλύτερη ουσία και βάθος, εάν μιλήσουμε για ισπανικό, ολλανδικό, βρετανικό και αμερικανικό αναπτυξιακό κύκλο παγκοσμιοποιήσης, στο πλαίσιο μιας μακράς διάρκειας). Τέλος, τρίτον, η Κυριαρχία Πλήρους Φάσματος, από άποψη εσωτερικής λογικής συνοχής και συνάφειας, δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά η μεταφορά της ιδέας του Τέλους της Ιστορίας στο πεδίο του Πολέμου.
Όσο πιο κοντά χρονικά βρίσκονταν οι άνθρωποι στην αποσύνθεση του «ανατολικού στρατοπέδου», τόσο περισσότερο δυτικοκεντρικό και ειδικότερα Αμερικανοκεντρικό ήταν το νόημα που απέδιδαν στην εποχή που ακολούθησε την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. Όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε χρονικά από αυτό το γεγονός, τόσο εντονότερα ξεθωριάζουν τα Αμερικανοκεντρικά ερμηνευτικά σχήματα.
Οι ιστορίες και οι ερμηνείες, όπως και οι λεγόμενες αφηγήσεις, έχουν σημασία και βαρύτητα, καθώς διαμορφώνουν την πραγματικότητα που ζούμε ή τον τρόπο που την προσλαμβάνουμε και την αντιλαμβανόμαστε. Οι ιστορικές αφηγήσεις αποτελούν ερμηνείες του παρελθόντος και μας βοηθούν στην κατανόηση της ιστοριογραφίας (υπάρχει ιστοριογραφία του ψυχρού πολέμου, της γαλλικής επανάστασης, της μεταρρύθμισης κ.λπ).
Τα ερμηνευτικά και αφηγηματικά σχήματα αποτελούν διαφορετικά πράγματα από την περιγραφή και την εξήγηση.