O επαρχιωτισμός είναι αρετή. Για όσους θέλουν να είναι ριζοσπάστες. Μόνο ένας επαρχιώτης μπορεί να βλέπει στον δρόμο και να αναγνωρίζει καθαρά τα αρνητικά της πρωτεύουσας, κακά τα ψέματα. Ο Μπαλζάκ έτσι μπόρεσε να χαρτογραφήσει την κοινωνία των αστών. Ηρωικές εποχές, σημαίνουσες αποκαλύψεις, που καμία σχέση δεν έχουν βέβαια με τη σημερινή εποχή της κρίσης-παρακμής του αστικού χώρου και της διαχείρισής της από τα εγχώρια «τζάκια» με τον προσφιλή τους τρόπο: ό, τι αρπάξουμε.
Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο επαρχιωτισμός μπορεί και να επιμένει, πολλά χρόνια μετά την παραμονή στην πρωτεύουσα. Μπορεί επίσης να «ανακτηθεί», να επανέλθει ως τρόπος θέασης και συνειδησιακή κατάσταση, όταν εμφανιστούν στο προσκήνιο περίεργες και απότομες αλλαγές στο αστικό τοπίο, κυρίως στην ανθρωπογεωγραφία της πόλης.
Έτσι λοιπόν και ο γράφων, παρόλη την οκτάχρονη πλέον -αισίως!- παραμονή του στην Αθήνα, τον τελευταίο αρκετό καιρό έχει αρχίσει να νιώθει επαρχιώτης. Λίγο το σοκ της καραντίνας και της συνολικής διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, που συνεχίζει να επικαθορίζει την αστική καθημερινότητα, λίγο οι μεγάλες αναμορφώσεις-«αναπλάσεις» που έχει βάλει μπρος η δημοτική αρχή, αρχίσαμε να νιώθουμε ξένοι.
Είναι για καλό. Όταν συνειδητοποιείς ότι είσαι ξένος ή/και ανεπιθύμητος κάπου, μπορείς να ξεκινήσεις να δρας για να αλλάξεις την κατάσταση, πριν σού ‘ρθει κατακέφαλα η πραγματική εκδίωξη.
Εντός αυτού του πλαισίου, και μέσα σε ένα αρκετά περίεργο συνολικά αστικό καλοκαίρι, είδαμε και τους πρώτους τουρίστες στον Άγιο Παντελεήμονα!
Η Αθήνα, βέβαια, είναι η πόλη που αυτή τη στιγμή αποτελεί τον τρίτο κατά σειρά αστικό προορισμό παγκόσμια. Είναι επίσης μια πόλη που δεν έχει τουρισμό μόνο το καλοκαίρι, με ανθρώπους που κάνουν μια στάση πριν τα νησιά και τις παραλίες. Δέχεται τουρίστες όλο τον χρόνο, καθώς εδώ «γεννήθηκε η δημοκρατία» και υπάρχει ακόμα το εντυπωσιακό διαχρονικό σύμβολό της, και -εσχάτως τσιμεντοποιημένο- μνημείο της UNESCO.
Φέτος το καλοκαίρι όμως τους τουρίστες δεν τους βλέπαμε στα στενά της Πλάκας, ούτε στο Κουκάκι, ούτε βέβαια μόνο στα Εξάρχεια. Τους είδαμε στο «βαθύ κέντρο», στις γειτονιές των μεταναστών, στο ευρύτερο αστικό πεδίο που πριν μια δεκαετία οι ναζί της Χρυσής Αυγής έκαναν πογκρόμ και δολοφονούσαν τους κατοίκους που δεν ήταν Έλληνες. Κάτι έχει σίγουρα αλλάξει στην πόλη για να βλέπεις τουρίστες στον Άγιο Παντελεήμονα.
Ως επί το πλείστον ευρωπαϊκή νεολαία των μεσαίων τάξεων, αρκούντως «εναλλακτική» αλλά όχι μόνο, απολαμβάνουν με χαμόγελα και βορειοευρωπαϊκό αέρα το ανατολίτικο και φωνακλάδικο λεφούσι που συνυπάρχει στην τεράστια λαϊκή της γειτονιάς μας σε όλο το μήκος της Μιχαήλ Βόδα. Συνταξιούχοι Βρετανοί και Βρετανίδες ψάχνουν με τα smartphones ανά χείρας να προσανατολιστούν στα στενά της Περγάμου και της Πιπίνου. Αστικά αξιοθέατα δεν υπάρχουν εδώ, μόνο πυκνές πολυκατοικίες, μηδέν πράσινο και πολύ καυσαέριο. Επιπλέον, και υπ’ ευθύνη του Δήμου, η καθαριότητα της γειτονιάς είναι πολλά επίπεδα προς τα κάτω σε σχέση με τις πόλεις του Βορρά στις οποίες μεγαλώσανε και ζούνε.
Η ποιότητα ζωής σε αυτές τις γειτονιές σίγουρα δεν έχει αλλάξει. Για να αλλάξει θα πρέπει να αλλάξει ο Δήμαρχος και να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου οι κάτοικοί τους, στην πλειοψηφία τους πρώτης και δεύτερης γενιάς μετανάστες από τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη. Αυτό που πράγματι έχει αλλάξει, εκ των άνω, είναι οι αξίες και οι χρήσεις της γης στο σύνολο πλέον του Δήμου Αθηναίων, ακόμα και σε περιοχές που πριν μερικά χρόνια θεωρούνταν «καμένες», για πολλές δεκαετίες παρατημένες από τους πρώην κατοίκους τους που έφυγαν για τα προάστια.
«Ο γίγαντας ξύπνησε», όπως πανηγυρίζουν οι εγχώριοι χρηματιστές. «Για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια υπάρχει τέτοια αρωγή επενδυτικών κεφαλαίων προς το real estate. Ισχυρά διεθνή και εγχώρια κεφάλαια στήνουν εδώ και αρκετούς μήνες ένα σκηνικό επενδυτικής εκτίναξης». Πρόκειται για τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής κρίσης και της διαχείρισής της. Την «ανάπτυξη» πάνω στα ερείπια του κοινωνικού.
Ο τομέας των αστικών ακινήτων υπήρξε πάντοτε προνομιούχος σε περιόδους κρίσης, καθώς και η παραγωγή και η κερδοσκοπία πάνω στα ακίνητα καταπολεμά –όχι για πολύ βέβαια- την εγγενή και αναπότρεπτη σε αυτό το σύστημα παραγωγής τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους. Μέσω της γενικευμένης μεσιτείας, επανεμφανίζεται με άλλο μανδύα η γνωστή απάντηση στη, δομική, καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης: το χρήμα γεννάει χρήμα. Έτσι, παρατημένα δίπατα στον Άγιο Παντελεήμονα ανακαινίζονται ολοκληρωτικά για να γίνουνε πολυτελή και μοδάτα hostels που θα φιλοξενήσουν τους τουρίστες-σωτήρες της «ανάπτυξης» του εγχώριου και ξένου κεφαλαίου.
Ο υποβαθμισμένος χώρος του αθηναϊκού κέντρου, μέχρι πρότινος περιοχή πυκνής, φθηνής, κατοίκησης και μικρής εμπορικής επιχειρηματικότητας, αρχίζει να καθορίζεται προνομιακά από την τουριστικοποίηση. Οι χωροχρόνοι της καθημερινότητας αλλάζουν και τον τόνο σιγά-σιγά δίνουν αυτοί που έρχονται από αλλού και παραμένουν για λίγο. Η καθημερινή πραγματικότητα των κυρίως κατοίκων πιέζεται προς το θεαματικό περιθώριο, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή γίνεται θέαμα για το οριενταλιστικό βλέμμα των επισκεπτών από το Βορρά.
Δεν χρειάζεται και πολλή φαντασία για να προβλέψουμε το πώς θα ζούμε αν το κτηματομεσιτικό κεφάλαιο που κερδοσκοπεί ήδη από την πόλη, κερδίσει τελικά ολόκληρη την πόλη. Το βλέπουμε ήδη σε αδρές γραμμές, όσοι επιμένουμε να κοιτάμε κριτικά, σαν επαρχιώτες. Οι μισοί από μας θα δουλεύουν σε 12ωρες βάρδιες στον ευρύτερο επισιτισμό και τις διάφορες υπηρεσίες και οι άλλοι μισοί θα επιβιώνουν στην ανεργία μέσω ελάχιστων επιδομάτων. Η ελίτ θα καρπώνεται τα κέρδη από την ολοκληρωμένη τουριστικοποίηση της αστικής ζωής και αυτή η τελευταία θα παρακμάσει πλέον ολοκληρωτικά.
Είναι γι’ αυτό ακριβώς που οι αγώνες υπεράσπισης του αστικού χώρου πρέπει σήμερα να στηριχθούν από όλους, πιο πολύ από ποτέ. Η στοχευμένη στρατηγική του Δημάρχου Αθηναίων είναι μακράς πνοής και σχετίζεται άμεσα με την υπέρβαση της κρίσης που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες και ξένοι κεφαλαιούχοι. Λαϊκές κινητοποιήσεις όπως αυτή της υπεράσπισης της γειτονιάς των Εξαρχείων από την πλήρη τουριστικοποίηση δεν αφορούν μόνο την αποτροπή ενός καταστροφικού έργου που μεσοβραχυπρόθεσμο στόχο έχει μόνο την καταστολή των κοινωνικών κινημάτων. Αφορούν στην ίδια τη σωτηρία και τη συνέχιση της κερδοφορίας ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού κεφαλαίου. Το μπλοκάρισμα αυτής της τελευταίας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την υπεράσπιση και αναβάθμιση της καθημερινής ζωής της πλειοψηφίας.