Στις 9 Σεπτεμβρίου πέθανε η Ελισάβετ Ουίνδσορ, βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας, του Τουβάλου, των Νήσων του Σολομώντα, της Παπούα Νέα Γουινέα, της Νέας Ζηλανδίας, της Αυστραλίας, του Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων, του Αγίου Χριστόφορου και Νέβις, της Γρενάδα, του Μπελίζ, των Μπαχάμας, της Τζαμάικα, και την Αντίγουας και Μπαρμπούδα.
Μια νεκρολογία της γραμμένη από έναν λευκό σε χώρα της Ευρώπης, ίσως δεν είναι αυτό που αρμόζει. Θα ταίριαζε περισσότερο να διαβάσουμε με προσοχή τα γραπτά που θα προέλθουν από τις πρώην αποικίες της Βρετανίας ή από χώρες που ναι μεν κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους, αλλά ακόμα και σήμερα, διατηρούν δια της συμμετοχής τους στην Κοινοπολιτεία μνήμες του αποικιακού παρελθόντος. Υπό αυτήν την έννοια, η απουσία τιτάνων όπως ο Τζαμαϊκανός Stuart Hall γίνεται πιο αισθητή, καθώς τονίζει την απουσία της ματιάς του Παγκόσμιου Νότου στα πράγματα της Δύσης. Μπορούμε μόνο να περιοριζόμαστε σε φωνές όπως εκείνες του Ινδού Vijay Prashad που μας θυμίζει διαρκώς τα εγκλήματα στην πατρίδα του τη Βεγγάλη ή του Πακιστανού Tariq Ali που τόλμησε σε φετινό βιβλίο να τα «βάλει» με ένα άλλο βρετανικό σύμβολο, τεκμηριώνοντας την εγκληματική δράση του Oυίνστον Τσόρτσιλ.
Εξάλλου, για την ίδια την Ελισάβετ Ουίνσδορ δεν μπορούν να γραφτούν και πολλά πράγματα. Η ζωή της αποτελεί έναν ιδιότυπο συνδυασμό αποστασιοποίησης από το κοινό και τήρησης του πρωτοκόλλου. Το πέπλο της μυστικότητας που καλύπτει τη βασιλική οικογένεια σκιζόταν μόνο από κουτσομπολιά που δεν αφορούσαν την ίδια, αλλά τον σύζυγό της Φίλιππο, τον γιο της Κάρολο, τις νύφες της Νταϊάνα και Καμίλα, τα εγγόνια της και τις δικές τους συζύγους.
Αυτό το πέπλο μυστικότητας για την ίδια, υποκαταστάθηκε σε σημαντικό βαθμό από τη σειρά The Crown, που μετέτρεψε την Ελισάβετ, για μεγάλο κομμάτι του κοινού της Δύσης, σε Λίλιμπετ.
Αν είχε γεννηθεί εννέα χρόνια νωρίτερα, θα ήταν η Ελισάβετ Σαξ-Κόμπουργκ-Γκότα, αλλά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος εξανάγκασε τον παππού της Γεώργιο Ε’ να αλλάξει τον τίτλο του οίκου επί το αγγλικότερο, ώστε να μην σκανδαλίζεται το αντιγερμανικό αίσθημα του κοινού από την καταγωγή των μοναρχών του. Χρωστάει τη βασιλεία της στον κεραυνοβόλο έρωτα του θείου της, βασιλιά Εδουάρδου Η’ για την διαζευγμένη Γουάλις Σίμσον και στην παραίτησή του από τον θρόνο, χάριν του αδερφού του και πατέρα της Ελισάβετ, πρίγκιπα Αλβέρτου, για να μπορέσει να παντρευτεί την εκλεκτή του. Έτσι, αν και στη στιγμή της γέννησής της ήταν μόλις τρίτη στη σειρά της διαδοχής, αναρριχήθηκε στον θρόνο, αφού πέθανε ο πατέρας της (που πήρε το βασιλικό όνομα Γεώργιος Στ’.)
Η ιστορία της βασιλείας της είναι η ιστορία της παρακμής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που ξηλώθηκε από τα αντι-αποικιακα κινήματα. Σε αυτήν τη διαδικασία, η ίδια δεν έπαιξε κάποιον ρόλο. Εξάλλου, ο θεσμός της βασιλείας στην Μεγάλη Βρετανία περισσότερο υπηρετεί τον ρόλο της συμβολικής ενότητας της κυριαρχίας της Αγγλίας πάνω στα υπόλοιπα έθνη των Βρετανικών Νήσων, παρά οτιδήποτε άλλο. Μπορεί κάποτε να αποτελούσε το σύμβολο της «αυτοκρατορίας όπου ο ήλιος δεν δύει ποτέ», όμως η σταδιακή διάλυσή της, παρέσυρε μαζί και τη σημασία του θεσμού που την εκπροσωπούσε.
Ούτως ή άλλως, μετά την Ένδοξη Επανάσταση του 1688, ο θεσμός της βασιλείας παίζει πολύ συγκεκριμένο ρόλο: λειτουργεί ως εγγυητής της προτεραιότητας του ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού επί του μονάρχη. Εξάλλου, για αυτό πιθανότατα επιστρατεύτηκε ο οίκος του Ανόβερου για να πληρώσει τη θέση της τελευταίας Στιούαρτ, όταν αυτή πέθανε το 1714. Ένας Προτεστάντης βασιλιάς διασφάλιζε την ανεξαρτησία της χώρας (και την πολιτική κυριαρχία που κατέκτησε η αναδυόμενη αστική ελίτ με τον εμφύλιο) απέναντι στις υπόλοιπες (Καθολικές κατά βάση) βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης, τσιμένταρε την Ένωση με την Πρεσβυτεριανή Σκωτία και ως «ξένος» εγγυόταν ότι η δοτή εξουσία του δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για αμφισβήτηση από την αριστοκρατία του ρόλου των εμπόρων και της καπιταλιστικής γαιοκτησίας εντός του άρχοντος συγκροτήματος.
Προφανώς αυτή η ανάγκη εκλείπει από τα τέλη του 18ου αιώνα και η βασιλεία παραμένει στο εσωτερικό της χώρας η ομιλούσα κεφαλή ενός ακραία αντιδημοκρατικού συστήματος. Η απροθυμία των ελίτ για οποιασδήποτε ρεπουμπλικανική μεταπολίτευση συνδέεται με την καταστατική συνθήκη του πρώτου αστικού έθνους-κράτους. Ως τέτοιο, ήταν και το πρώτο που αντιμετώπισε σοβαρή και οργανωμένη πολιτική αμφισβήτηση από τους από κάτω, με όρους που ξεπερνούσαν την απλή εξέγερση και στόχευαν στην πολιτειακή μεταβολή. Ο «παλιός καλός σκοπός» ηττήθηκε από τους «μετριοπαθείς» ρεπουμπλικάνους του Κρόμγουελ μετά τους διαλόγους του Πάτνι εν μέσω του Εμφυλίου τον 17ο αιώνα, κατεστάλη αγρίως τον 19ο αιώνα όταν προσπάθησε αναβιώσει με τους Χαρτιστές και κυνηγήθηκε ανηλεώς, όποτε προσπάθησε να τρυπώσει μέσα από τις χαραμάδες του Εργατικού Κόμματος. Ένα βαρύ στέμμα αποτελεί την καλύτερη ταφόπλακα για να μην μπορέσει να αναστηθεί ποτέ ξανά. Όχι μόνο συμβολικά: η απουσία Συντάγματος περιορίζει δομικά τα όρια που μπορούν να θέσουν οι λαϊκές τάξεις στην πολιτική και οικονομική ισχύ του κεφαλαίου. Όπως με υπέροχο τρόπο αποτυπώθηκε στο σατιρικό «άρρητο Σύνταγμα» του 1972, αν υπήρχε πολιτειακός χάρτης του σημερινού βρετανικού πολιτεύματος θα μπορούσε να ξεκινάει κάπως έτσι: «Εμείς η Ελιτ, δεν πιστεύουμε στους τύπους των Συνταγμάτων που έχουν τα περισσότερα από τα προχωρημένα έθνη, αυτά που πιστεύουν στην λαϊκή κυριαρχία, με εμφατικές διακηρύξεις όπως “εμείς ο λαός”, και τα οποία τείνουν να περιέχουν κανόνες για το πώς πρέπει να δρα η κυβέρνηση».
Σε αυτό το πλαίσιο, αν η Ελισάβετ κατάφερνε να αφήσει πολιτικό στίγμα, θα μιλούσαμε για μια παραδοξότητα. Μόνο η συνταγματική κρίση της Αυστραλίας το 1975, με την αποπομπή του Εργατικού πρωθυπουργού από τον Γενικό Κυβερνήτη (που διορίζεται από την βασίλισσα) μπορεί να αποτελέσει όψη άμεσης παρέμβασης του Μπάκιγχαμ στα πολιτικά πράγματα. Δεν είναι βέβαια τυχαίο το γεγονός ότι αποτελεί συμβάν που εκτυλίσσεται σε χώρα της Κοινοπολιτείας και όχι στη Μεγάλη Βρετανία, ούτε ότι το άρωμα της ανάμειξης της CIA είναι πολύ έντονο.
Δεν μπορούν να της αποδοθούν προσωπικά τα εγκλήματα που διέπραξε η Βρετανική Αυτοκρατορία, ούτε στην Κύπρο (ακόμα και όσον αφορά τις περιπτώσεις μη απόδοσης χάρης στους καταδικασθέντες σε θάνατο Παλλικαρίδη, Καραολή, Δημητρίου η ευθύνη της είναι μόνο τυπική καθώς την απόφαση την λαμβάνει o υπουργός Εσωτερικών, ενώ στις αποικίες αυτόν τον ρόλο τον είχε ο Γενικός Κυβερνήτης), ούτε στην Κένυα για την καταστολή των Μάο Μάο την δεκαετία του ’50 (ακόμα και εάν έκανε ιππότη τον τότε Γενικό Κυβερνήτη που υλοποίησε την σφαγή των Μάο Μάο).
Όμως, η ίδια δεν παύει να είναι η προσωποποίηση της ιμπεριαλιστικής μηχανής που διέπραξε αυτές τις αποικιοκρατικές αγριότητες. Και στην πραγματικότητα, η εξαγωγή της εικόνας της αποτελούσε κομμάτι της προσπάθειας να ξεχαστούν όχι μόνο αυτά τα εγκλήματα, αλλά και όσα διαπράχθηκαν πριν τη βασιλεία της.
Για αυτά, δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στα βάθη των αιώνων και το εμπόριο σκλάβων του Ατλαντικού. Ο χωρισμός της ινδικής υπο-ηπείρου σε Ινδία και Πακιστάν, βάσει θρησκεύματος, η Βρετανική Εντολή επί της Παλαιστίνης που προετοίμασε το σιωνιστικό εγχείρημα βάσει της Διακήρυξης Μπαλφούρ, η Συμφωνία Σάικς-Πικό που χάραξε ευθείες γραμμές στην Μέση Ανατολή για να μοιράσει εδάφη και πετρέλαια, αποτελούν τις βάσεις συγκρούσεων, πολέμων και εκμετάλλευσης λαών που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και απασχολούν την καθημερινή ειδησεογραφία.
Ακόμα και τα εκατοντάχρονα της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιμπεριαλιστική και αποικιοκρατική δράση της Μεγάλης Βρετανίας. Ο ελληνικός στρατός δεν θα μπορούσε να βρεθεί ούτε στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, ούτε στα βάθη της Ανατολίας, αν δεν του είχε εκχωρηθεί από τη Μεγάλη Βρετανία ένας μικρός ρόλο στον κατακερματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην χάραξη σφαιρών επιρροής προς όφελος των Μεγάλων Δυνάμεων. Η τυχοδιωκτική Ελλάδα του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, η Ελλάδα της Μεγάλης Ιδέας, χρησίμευσε για την Αγγλία τόσο για να μπει σφήνα στα αυτοκρατορικά σχέδια της Ιταλίας και άρα να αποτελέσει το αγγλικό προγεφύρωμα για τον δρόμο προς την Ινδία, όσο και για να διαλυθεί, με την εκστρατεία προς την Άγκυρα, η επαναστατική κυβέρνηση του Κεμάλ και να εμπεδωθεί ο αποικιακός έλεγχος ολόκληρης της Μέσης Ανατολής .
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να θυμόμαστε ότι η βασίλισσα Ελισάβετ κατάφερε να γίνει η μακροβιότερη μονάρχης της Μεγάλης Βρετανίας επειδή είχε πολύ τύχη. Όχι μόνο γιατί ο θείος της ήταν ερωτοχτυπημένος και έτσι άνοιξε ο δρόμος της για τον θρόνο. Αλλά και γιατί ο IRA έφτασε δύο φορές πολύ κοντά στην δολοφονία της: το 1977 στο Πανεπιστήμιο του Όλστερ στην Βόρειο Ιρλανδία, όταν η βόμβα έσκασε πέντε ώρες μετά την επίσκεψη της βασίλισσα και το 1981, στις 9 Μάη, τέσσερις μέρες μετά τον θάνατο του Μπόμπι Σαντς σε απεργία πείνας, όταν σε εγκαίνια τερματικού σταθμού πετρελαίου στην Σκωτία, η Ελισάβετ καθυστέρησε κατά 12 λεπτά σε σχέση με το αρχικό πρόγραμμα, με αποτέλεσμα η βόμβα να σκάσει χωρίς αποτέλεσμα.
Σίγουρα βέβαια δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τον θείο της, λόρδο Λούις Μάουντμπάτεν που δεν είχε την ίδια τύχη απέναντι σε βόμβα του ΙΡΑ το 1979.
Το εθνικό πένθος που θα επιβληθεί στη Βρετανία για τον θάνατο της βασίλισσας έχει έναν ξεκάθαρο στόχο: να συμβάλλει όσο μπορεί στην ύψωση αναχώματος μπροστά στο απεργιακό κύμα και τις διαδηλώσεις για την ακρίβεια. Την ίδια λειτουργία θα προσπαθήσει να παίξει και η τελετή ενθρόνισης του γιου της Καρόλου Γ’, που ίσως στο μέλλον να απασχολήσει περισσότερο την πραγματική πολιτική επικαιρότητα με τη φήμη του «αποψάρα» που τον διακρίνει για μια σειρά από θέματα: από το περιβάλλον και την εξωτερική πολιτική, μέχρι την ιατρική και την πολεοδομία…
Στην υπόλοιπη Δύση δεν θα έχουμε εθνικό πένθος, αλλά κατανάλωση υπό μορφή θεάματος του θανάτου και της κηδείας μιας από τις μεγαλύτερες celebrity της εποχής μας. Τι καλύτερο από το να δείχνεις μια βασιλική κηδεία, από το να σχολιάζεις τις εξόφθαλμες μεθοδεύσεις Μητσοτάκη για να καλυφθεί το σκάνδαλο των υποκλοπών;
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η Λίλιμπετ δεν ήταν απλά μια γυναίκα σε θέση εξουσίας που τράβηξε πολλά για σχεδόν τρία τέταρτα ενός αιώνα, όπως ήθελε να την παρουσιάσει το Crown.
Ήταν βασίλισσα, που δεν πλήρωνε φόρους, που ακόμα και για την προσωπική της περιουσία έκανε τα πάντα για να γλιτώσει από τη φορολογική αρχή (όπως φαίνεται στα Paradise Papers), που έπαιξε τον ρόλο της βιτρίνας μιας πρώην αυτοκρατορίας, η οποία προσπάθησε να γίνει ο καλύτερος υποτακτικός της σύγχρονης Αυτοκρατορίας σε όλες τις πολεμικές της εξορμήσεις.
Μέχρι οι θάνατοι βασιλιάδων να λαμβάνουν χώρα στην υπερoρία, η πρόσκαιρη χαρά από την αποδήμηση ενώ βρίσκονται στον θρόνο τους, δεν θα παρέχει παρά ελάχιστη παρηγοριά για όσους και όσες θέλουν να ζήσουν στο βασίλειο της ελευθερίας.