Η καχυποψία των σκακιστών απέναντι στους αντιπάλους τους και η πιθανότητα να κλέβουν αγγίζει ουκ ολίγες φορές το επίπεδο της παράνοιας. Κι όταν αυτή η παράνοια εκδηλώνεται σε επίπεδο κορυφαίων γκραν μετρ και πρωταθλητών προκύπτουν περιστατικά που συγκροτούν μια παράδοση σκακιστικής κωμωδίας.
Με ένα κρυπτικό tweet το νούμερο 1 της παγκόσμιας κατάταξης και παγκόσμιος πρωταθλητής, ο Μάγκνους Κάρλσεν, ανακοίνωσε πως αποσύρεται από το τουρνουά του Σαιντ Λιούις, ένα από τα ισχυρότερα της χρονιάς. Είχε προηγηθεί η ήττα του από τον 19χρονο ανερχόμενο αστέρα Χανς Νίμαν, στον προηγούμενο γύρο. Ο Νίμαν βρέθηκε καλά προετοιμασμένος σε μια σπάνια βαριάντα της Νιμτσο-ινδικής Άμυνας, προκαλώντας τον θαυμασμό κοινού και ειδικών. Αμέσως μετά την εγκατάλειψη του Κάρλσεν άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως φήμες ότι ο λόγος της απόσυρσής του υπήρξε η υποψία είτε ότι ο Νίμαν έκλεψε με κάποιον τρόπο κατά τη διάρκεια της παρτίδας, είτε ότι κομμάτια από την προετοιμασία του Κάρλσεν είχαν διαρρεύσει. Παρόλο που καμία επίσημη κατηγορία δεν διατυπώθηκε, η ταχύτητα σχολιασμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκάλεσε σύντομα μεγάλο σκάνδαλο, με τη σκακιστική κοινότητα να είναι διχασμένη ανάμεσα σε αυτούς που ανοικτά υποστήριξαν ότι η άνοδος του Νίμαν τα τελευταία δύο χρόνια είναι «αφύσικη» και όζει ξένης χειρός και στους υποστηρικτές του που έκαναν λόγο για ανθρωποφαγία. Εκτενείς περιγραφές των από κάθε άποψη συγκλονιστικών εξελίξεων είναι εύκολα βρίσκει κανείς. Σημαντικό είναι ότι ακόμα και ο ίδιος ο Γκάρι Κασπάροβ, υποστηρικτής και θαυμαστής του Κάρλσεν, αισθάνθηκε την ανάγκη να τον εγκαλέσει για την αψυχολόγητη ενέργειά του να εγκαταλείψει, ουσιαστικά χωρίς δικαιολόγηση, ένα τόσο σημαντικό τουρνουά – φυσικά οι σχέσεις του Κασπάροβ με τους διόλου σφιχτοχέρηδες διοργανωτές του τουρνουά είναι κάτι παραπάνω από καλές, γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω την αντικειμενικότητα της άποψής του.
Σε κάθε περίπτωση, το περιστατικό αυτό, που έρχεται λίγο καιρό μετά την άρνηση του Κάλσρεν να υπερασπιστεί εκ νέου τον τίτλο του απέναντι στον νικητή του τουρνουά διεκδικητών Γιαν Νιπόμνιατσι, επαναφέρει στο προσκήνιο τη συχνή ιδιοτροπία που επιδεικνύουν κατά καιρούς οι κορυφαίοι σκακιστές. Για τα καμώματα του Φίσερ, σε τουρνουά και παγκόσμιο πρωτάθλημα, μπορούν να γραφούν σελίδες επί σελίδων, φερ’ ειπείν. Έχουμε εξάλλου ήδη δει τα ευτράπελα στο ματς Κάρποβ-Κορτσνόι, στις Φιλιππίνες το 1978: τα γιαουρτάκια, τους παραψυχολόγους, τους γιόγκι, τα περιβόητα γυαλιά-καθρέπτες. Φαίνεται ότι η καχυποψία περιλαμβάνεται στις εργοστασιακές ρυθμίσεις για τους περισσότερους σκακιστές, καθώς το γεγονός ότι η αναμέτρηση πάνω στη σκακιέρα εμπλέκει το σύνολο της προσωπικότητας, που πρέπει να επωμιστεί χωρίς δικαιολογίες το τελικό αποτέλεσμα, καθιστά την προσφυγή στην καχυποψία για την ειλικρίνεια του άλλου ένα ψυχολογικό δεκανίκι που απαλύνει το σοκ της ήττας. Κι όσο ισχυρότερη είναι η προσωπικότητα, όσο πιο διαλυτική για τη συνοχή της εμφανίζεται η πιθανότητα του λάθους, τόσο ευκολότερο είναι να μεταμορφωθεί η καχυποψία σε παράνοια. Κι όσο η τεχνολογία της εξαπάτησης αναπτύσσεται και εκλεπτύνεται, με τα μικρόφωνα, τις κάμερες, τα συστήματα να γίνονται όλο και πιο δύσκολα εντοπίσιμα, τα τετραγωνίδια της σκακιέρας μοιάζουν στον παρανοϊκό πρωταθλητή με ναρκοπέδια, όπου ο διαβολικός αντίπαλος τον προσκαλεί να πέσει ώστε να διασκεδάσει με την αποτυχία του.
Μια από τις πιο νόστιμες και σχετικά πρόσφατες εκδηλώσεις αυτής της σκακιστικής παράνοιας έλαβε χώρα στην Ελίστα της Ρωσίας το 2006. Το ματς ήταν κομβικής σημασίας για την ιστορία του σκακιού, καθώς το διασπασμένο παγκόσμιο πρωτάθλημα μετά τη φυγή των Κασπάροβ και Σορτ το 1993 επρόκειτο να επανενωθεί. Η 13χρονη εμπειρία χωρισμού δεν πήγε καλά για κανένα από τα δύο μέρη. Η ΦΙΝΤΕ με τα περίεργα συστήματα νοκ άουτ παρήγαγε πρωταθλητές που στερούνταν νομιμοποίησης. Οι «αντάρτες» από την άλλη κατάλαβαν νωρίς ότι η παραγοντική αυτοδιαχείριση των σκακιστών είναι αυτοκτονικό εγχείρημα: φύσει μοναχικός λύκος ο σκακιστής, πώς να εμπιστευτεί τους αντιπάλους του σε κάτι τόσο σημαντικό όσο το οικονομικό συμφέρον του;
Το 2005 η ΦΙΝΤΕ διοργάνωσε ένα ισχυρό τουρνουά στο Σαν Λουίς της Αργεντινής που θα αναδείκνυε τον επόμενο πρωταθλητή της. Το τουρνουά ήταν εντυπωσιακό: συμμετείχαν ονόματα της κλάσης της Γιούντιτ Πόλγκαρ, του Πέτερ Λέκο, που την προηγούμενη χρονιά είχε αναδειχθεί ισόπαλος στο ματς για το αντίπαλο πρωτάθλημα με τον Κράμνικ, του Μάικλ Άνταμς, του Αλεξάντερ Μορόζεβιτς, του Πίτερ Σβίντλερ, του Ρουστάμ Κασιμτζάνοφ, του Βισβανάθαν Ανάντ και του Βεζέλιν Τοπάλοβ. Ο Τοπάλοβ κατέκτησε την πρώτη θέση, επιδεικνύοντας ανωτερότητα σε όλα τα επίπεδα. Ήταν σωστά προετοιμασμένος στα ανοίγματα, έβρισκε λύσεις στη σκακιέρα, είχε αντοχή σε μακρές παρτίδες. Η ποιότητα των αντιπάλων και η διαδικασία του τουρνουά εξασφάλιζαν στη ΦΙΝΤΕ έναν επιτέλους νομιμοποιημένο πρωταθλητή.
Από την άλλη όμως βρισκόταν ο Βλαντιμίρ Κράμνικ. Ο άνθρωπος που εκθρόνισε τον Γκάρι Κασπάροβ δεν μπορούσε να προσπεραστεί έτσι απλά. Κι αν συνέχισε να κατέχει τον τίτλο απλώς αποσπώντας ισοπαλία από τον Πέτερ Λέκο το 2004, το παιχνίδι του, μετά από κάποια περίοδο ανομβρίας ανακτούσε την υψηλή του ποιότητα. Οι δύο παίκτες ήταν μοιραίο να μονομαχήσουν για το ποιος από τους δύο θα έμενε κυρίαρχος στο σκακιστικό χωριό. Ο Κράμνικ αντιλαμβανόταν ότι ο τίτλος του ήταν λιγάκι στον αέρα, καθότι ανεπίσημος και χωρίς εχέγγυα, κι ότι όσο περνούσε ο χρόνος τόσο περισσότερο θα δυσκολευόταν να τον εξαργυρώσει. Αν και αντιλαμβανόταν από την υφιστάμενη κατάσταση της δυναμικότητας αυτού και του Τοπάλοβ ότι θα ήταν το αουτσάιντερ του ματς, ήλπιζε τουλάχιστον σε ένα καλό έπαθλο.
Ο Τοπάλοβ δεν ήταν μόνος του. Πίσω του βρισκόταν ο διαβόητος Σίλβιο Νταναΐλοβ. Ο Νταναΐλοβ, αυτοπροσδιοριζόμενος ως ο μεγαλύτερος σκακιστικός μάνατζερ όλων των εποχών, ασκούσε πλήρη έλεγχο στον παίκτη του. Χάρη στις υψηλές διασυνδέσεις του στην ομοσπονδία, έλπιζε ότι η αναμέτρηση θα του εξασφάλιζε την απόλυτη πρωτοκαθεδρία. Έχοντας την εμφάνιση καθαρόαιμου βαλκάνιου μαφιόζου, ο Νταναΐλοβ ήξερε ότι αυτή η αναμέτρηση θα ήταν η απόλυτη ευκαιρία να αναδείξει τον Τοπάλοβ ως τον αδιαμφισβήτητα κορυφαίο.
Οι «παίκτες» που επένδυαν στο ματς όμως δεν ήταν μόνο αυτοί. Κεντρικός πρωταγωνιστής των γεγονότων υπήρξε και ο πρόεδρος της ΦΙΝΤΕ Κιρσάν Ιλιουμζίνοφ. Το 2006 ο Ιλιουμζίνοφ προσπαθούσε να πετύχει την επανεκλογή του. Πόνταρε έτσι πολλά στη διεξαγωγή του ματς για να ενδυναμώσει το κύρος του. Παράλληλα, ήταν διοικητής της επαρχίας της Καλμουχίας στις βορειοδυτικές όχθες της Κασπίας. Η πρωτεύουσα Ελίστα είχε προμοταριστεί κι άλλες φορές από τον Ιλιουμζίνοφ, που ονειρευόταν να την κάνει παγκόσμια πρωτεύουσα του σκακιού, επομένως η διοργάνωση ενός ματς για τον παγκόσμιο τίτλο θα έδινε νέα ώθηση στα σχέδιά του. Απορροφημένος ωστόσο με την πολιτική του καριέρα, είχε αφήσει την ουσιαστική διοίκηση της ομοσπονδίας στους δύο αντιπροέδρους της, τον Έλληνα Γεώργιο Μακρόπουλο και τον Γεωργιανό Ζουράμπ Αμζαϊπαρασβίλι – και οι δύο προσδοκούσαν το δικό τους μερίδιο από τα κέρδη.
Επομένως, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ισορροπία δυνάμεων που συνδυάζουν σκακιστικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα και επιθυμούν διακαώς να γίνει το ματς επανένωσης. Στην πορεία, μια γερμανική κοινοπραξία ύποπτης προέλευσης ανέλαβε τη χρηματοδότηση, τον Νοέμβρη του 2005, και όλα έμοιαζαν να παίρνουν τον δρόμο τους. Στις 14 όμως ξεσπά το πρώτο σκάνδαλο: ο Νταναΐλοβ βγάζει ανακοίνωση ότι ο Τοπάλοβ δεν θα υπογράψει το συμβόλαιο, γιατί δεν αναγνωρίζει τον Κράμνικ ως ισότιμο αντίπαλο. Ο σκακιστικός κόσμος που είχε ήδη δει προσπάθειες επανένωσης να αποτυγχάνουν στο παρελθόν δεν συγκλονίστηκε. Δεν ξέρουμε τι είχε κατά νου ο Νταναΐλοβ, όμως και ο Ιλιουμζίνοφ τον στήριξε, υποστηρίζοντας ότι η πλευρά Κράμνικ ευθύνεται για κωλυσιεργία όσον αφορά τη διαδικασία χρηματοδότησης. Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα έμοιαζαν να βαλτώνουν. Ωστόσο, έχει και ο Κράμνικ τις άκρες του – μην ξεχνάμε πως πρόκειται και για ρωσική υπόθεση. Ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Αλεξάντερ Ζούκοβ, θαυμαστής του Κράμνικ, αποφάσισε να παρέμβει ασκώντας άμεση πίεση στον Ιλιουμζίνοφ. Το γεγονός ότι οι πρόεδροι των κρατιδίων δεν εκλέγονται αλλά διορίζονται καθιστά σημαντική την ύπαρξη πολιτικών διασυνδέσεων. Η Μόσχα κινεί επίσης τα νήματα και στα σκακιστικά δρώμενα. Καθώς διακυβευόταν η παραμονή του σε δύο αξιώματα, ο Ιλιουμζίνοφ δεν είχε πολλά περιθώρια: τον Απρίλη του 2006 ανακοίνωσε τη διεξαγωγή του ματς μεταξύ 21 Σεπτεμβρίου και 13 Οκτωβρίου στην Ελίστα. Οι όροι του ματς θα είναι εξοντωτικοί για τον ηττημένο, αποκλείοντάς τον από τον επόμενο κύκλο της φάσης διεκδικητών. Προφανώς, η μεριά Τοπάλοβ θεωρεί ότι είναι τόσο δυνατός που θα εκμηδενίσει τον Κράμνικ – κι αν κάτι πάει στραβά, θα έχει τις άκρες στην ομοσπονδία και θα αλλάξει τους κανόνες.
Σ’ αυτό το κλίμα ξεκίνησε το ματς. Η πρώτη παρτίδα επιφύλασσε μια δυσάρεστη έκπληξη για τον Βούλγαρο. Παρότι ισοφάρισε στο άνοιγμα ως μαύρος και τα πήγε καλά στο περίπλοκο μέσον που προέκυψε από την Καταλανική, λάθη στο φινάλε τον οδήγησαν σε οδυνηρή ήττα. Παρόμοια ήταν η πορεία και της δεύτερης παρτίδας –αυτή τη φορά με τα λευκά κομμάτια. Ο Τοπάλοβ φημιζόταν για τις μέτριες εκκινήσεις του στα τουρνουά, που συνοδεύονταν από εξαιρετικές ανανήψεις, οι οποίες προκαλούσαν πονηρά σχόλια που υπαινίσσονταν εξωτερική βοήθεια. Μετά όμως και τις επόμενες δύο παρτίδες που έληξαν ισόπαλες, ανησυχία κατέλαβε το βουλγαρικό στρατόπεδο. Με τον Κράμνικ να προηγείται με διαφορά δύο βαθμών, και οκτώ μόλις παρτίδες να απομένουν, έπρεπε να συμβεί κάτι πραγματικά συγκλονιστικό για να γυρίσει το μομέντουμ του ματς. Και συνέβη.
Το απόγευμα της 28ης Σεπτεμβρίου, μία ημέρα πριν την πέμπτη παρτίδα του ματς, ο Νταναΐλοβ έστειλε επιστολή στη διοργάνωση όπου, αφού επισημαίνει τις ασυνήθιστα πολλές επισκέψεις του Κράμνικ στην τουαλέτα του, στον χώρο ανάπαυσης που διαθέτουν οι παίκτες κατά τη διάρκεια της παρτίδας, απαιτεί να γίνουν αλλαγές και να ενωθούν οι δύο τουαλέτες σε μία. Η επίσκεψη δε σ’ αυτήν θα πρέπει να γίνεται παρουσία σωματοφύλακα. Η ομάδα του Κράμνικ θεώρησε τη διαμαρτυρία αστεία και δεν τον ενημέρωσε, ούτε αντέδρασε με επίσημο τρόπο. Η επιτροπή όμως του ματς αποδέχτηκε τις προτάσεις της πλευράς Τοπάλοβ. Το παράδοξο της απόφασης έγκειται στο ότι δεν συνάγει κάτι ύποπτο από τις επισκέψεις του Κράμνικ στην τουαλέτα, αλλά εντούτοις δεν θέλει και να αρνηθεί στον Νταναΐλοβ την ψυχολογική πρωτοβουλία των κινήσεων.
Την επόμενη μέρα ο Κράμνικ μαθαίνει τις εξελίξεις και ξεσπά. Αν και σε ανάλογη αιτίαση του Κασπάροβ το 2000 είχε αντιδράσει με ψυχραιμία και όλα συνεχίστηκαν κατ’ ευχήν, εδώ εξερράγη. Ο Κράμνικ θεώρησε προσβλητικές –πέρα από ανυπόστατες– τις κατηγορίες, παραβιαστική τη διαρροή βίντεο από τον χώρο ανάπαυσής του στον αντίπαλο, κι απολύτως παράνομη την αλλαγή των συνθηκών διεξαγωγής του ματς. Έτσι ανακοίνωσε ότι δεν θα παρευρεθεί στην επόμενη παρτίδα. Στις 3 το μεσημέρι ο Τοπάλοβ βρισκόταν μόνος στη σκακιέρα. Ο επικεφαλής διαιτητής αποφάσισε να ξεκινήσει το ρολόι. Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο: με τον Ιλιουμζίνοφ να βρίσκεται σε κάποια πολιτική συνεδρίαση και τους αντιπροέδρους να είναι ανίκανοι να διαχειριστούν την κρίση, μια ώρα μετά ο Κράμνικ είχε χάσει την παρτίδα άνευ αγώνος. Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, ο Μακρόπουλος προσπάθησε να εξηγήσει τι συνέβη. Ο Κράμνικ εισήλθε στην αίθουσα και ακολούθησε ένας διάλογος που, όπως συμβαίνει συνήθως, δεν οδήγησε πουθενά, αλλά τουλάχιστον αποφόρτισε την κατάσταση.
Το πραγματικό ματς τώρα άρχιζε. Ο Ιλιουμζίνοφ επιστρέφει άρον άρον στην Ελίστα και προσπαθεί να συμφιλιώσει τα πράγματα. Η ρωσική ομοσπονδία στηρίζει ανοικτά τον Κράμνικ και αξιώνει, όπως και η ομάδα του, να επιστραφεί ο χαμένος βαθμός και να επαναληφθεί η παρτίδα. Η πλευρά Τοπάλοβ είναι αδιάλλακτη. Κι ο πρόεδρος της ομοσπονδίας αναγκάζεται να λάβει μια απόφαση εν μέσω χάους – και αφού είχε ήδη αναβληθεί για μία μέρα η επόμενη, έκτη παρτίδα: το ματς θα συνεχιστεί, αλλά η πέμπτη παρτίδα θα προσμετρηθεί στον Τοπάλοβ. Ο Ιλιουμζίνοφ φοβόταν ότι αν δυσαρεστούσε τον Νταναΐλοβ, θα έφευγε και θα διεκδικούσε αποζημίωση – το γεγονός ότι η πέμπτη παρτίδα είχε επίσημα ξεκινήσει έκανε τα πράγματα απλά από διαδικαστική άποψη. Το μπαλάκι λοιπόν βρίσκεται πια στην πλευρά του Κράμνικ. Βλέποντας πως έχει ταπεινωθεί και πως οι οργανωτικές συνθήκες είναι εναντίον του πρέπει να ξύπνησε μέσα του ένα έντονο πείσμα που διακρίνει μόνο όσους διαθέτουν μέταλλο πρωταθλητή. Και μόνο η ανάμνηση του Φίσερ, που επίσης είχε κερδίσει το παγκόσμια πρωτάθλημα το 1972 χάνοντας μια παρτίδα στα χαρτιά, θα πρέπει να του δημιούργησε μια προσδοκία εισαγωγής του στο πάνθεον. Αποφάσισε λοιπόν να συνεχίσει.
Χωρίς χειραψίες, χωρίς κοινή συνέντευξη Τύπου, με το βάραθρο της καθαρής εχθρότητας να κρατά τους δύο σκακιστές σε απόσταση, η συνέχεια ήταν γεμάτη εκατέρωθεν κατηγορίες. Μια μάχη ψυχολογίας για γερά νεύρα. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Κράμνικ έδειξε πρώτος τα σημάδια της κούρασης. Έχασε την όγδοη και την ένατη παρτίδα, για να βρεθεί απροσδόκητα πίσω στο σκορ. Κατάφερε όμως να αντιδράσει άμεσα και να ισοφαρίσει εκ νέου στην επόμενη παρτίδα. Δυο ισοπαλίες στο τέλος του ματς, από τους κουρασμένους πια αντιπάλους, έφεραν το ματς στα τάι μπρέικ. Ο Κράμνικ τα κατάφερε και πάλι.
Στέκομαι σχετικά λίγο στο αποτέλεσμα γιατί εν πολλοίς είναι τυχαίο. Σ’ αυτό το επίπεδο μια παρτίδα γρήγορου σκακιού μπορεί να έχει οποιαδήποτε έκβαση. Ωστόσο, από την πλευρά της ιστορικής δικαίωσης η κατάληξη με ευχαριστεί – και συγχωρήστε μου τη μεροληψία. Ο 14ος αδιαμφισβήτητος παγκόσμιος πρωταθλητής δικαίως ήταν αυτός που κατάφερε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, υπερβαίνοντας την ψυχολογική πίεση και υπερνικώντας έναν –τη στιγμή εκείνη– αντικειμενικά καλύτερο παίκτη. Από την άλλη, ο Τοπάλοβ εκχώρησε την προσωπικότητα του στον μάνατζέρ του – κίνηση αδιαμφισβήτητα λάθος για έναν πρωταθλητή. Το πρόβλημα του Τοπάλοβ στο ματς, η αδυναμία του να αναγνωρίζει τις κρίσιμες θέσεις, εκεί που αλλάζει η ροή της παρτίδας, πόσο άσχετο είναι με το ότι άφησε άλλον να παίρνει τις κρίσιμες αποφάσεις στα εξωαγωνιστικά;
«Κατουρώ συχνά και πυκνά, δείγμα καλής διανοητικής κατάστασης», γράφει κάπου στη Μαύρη άνοιξη ο Χένρι Μίλερ (παραθέτω από μνήμης). Κι ίσως οι συχνές επισκέψεις του Κράμνικ στην τουαλέτα να συνηγορούν, αν κρίνει κανείς από το αποτέλεσμα, σ’ αυτό. Για τους πιο κυνικούς, μπορούμε να θυμηθούμε τον Χέγκελ, που στη διάσημη επίθεσή του στη φυσιογνωμική, όπως καταγράφεται στη Φαινομενολογία του νου, τελειώνει επισημαίνοντας ότι στο αντρικό σώμα το όργανο της αναπαραγωγής ταυτίζεται με το όργανο της ούρησης. Ο Νταναΐλοβ, υπό αυτή την έννοια, έμεινε με το πουλί στο χέρι, κατά τη λαϊκή ρήση.