Το μεγάλο παράδοξο στις τωρινές εκλογές στην Ιταλία είναι πως σε αυτήν την υποτονική προεκλογική εκστρατεία, η αντιπαράθεση δεν εστιάζεται στη νίκη ανάμεσα στην κεντροσοσιαλδημοκρατία και την κεντρο-ακροδεξιά. Σ’ αυτές τις εκλογές, όπου λίγο πολύ το αποτέλεσμα είναι ήδη προδιαγεγραμμένο, ο μη κεντρο-ακροδεξιός πόλος έχει αποδεχθεί ήδη την ήττα του. Έτσι, η αναμέτρηση έχει περιορισθεί στην προσπάθεια των υποψηφίων από αμφότερες τις παρατάξεις και κυρίως στο να νουθετήσει την προς επικράτηση ακροδεξιά της Τζόρτζα Μελόνι να αποδεχθεί πλήρως την ευρωατλαντική οικονομικο-πολιτική, αλλά και στρατιωτική ατζέντα που τους κληροδοτεί ο απερχόμενος, δοτός, πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι, εν είδει μετεκλογικού vademecum και να ορκισθεί πίστη στην ευρωπαϊκή θεσμική νομοτέλεια.
Η πρόσφατη «άτυπη» αναμέτρηση ανάμεσα στους ηγέτες των δύο παρατάξεων (Ενρίκο Λέτα και Τζόρτζα Μελόνι) στο κανάλι της εφημερίδας Corriere della Sera και η πανθομολογούμενη πλέον και μετά από αυτήν τη …»συνάντηση» μάλλον, προσπάθεια αλληλο-νομιμοποίησης στο πλαίσιο της «ατζέντας» και κατευνασμού (εκ μέρους του Λέτα) κατέδειξε πόσο τα προγράμματα των δύο κομμάτων, με μικρές μόνο χρωματικές διαβαθμίσεις, συμφωνούν στα κρίσιμα θέματα. Τόσο οι προτάσεις του Λέτα, όσο και τις Μελόνι – με εξαίρεση τον ακροδεξιό πέλεκυ στο μεταναστευτικό – έμοιαζαν σχεδόν ομόθυμες σε ό,τι αφορά το ενεργειακό, αύξηση αμυντικών δαπανών, βοήθεια στην Ουκρανία, διανομή των ευρωπαϊκών πόρων σε στοχευμένες «επενδύσεις», αδιαφορία για τα μεσαία και χαμηλά στρώματα και κατάργηση του κατώτατου εγγυημένου εισοδήματος.
Η Μελόνι, τηρώντας μία έξυπνη πολιτική στρατηγική και επικαλούμενη διαρκώς τον ευρωπαϊκό κατά βάθος προσανατολισμό του κόμματός της («άλλο πράγμα η κριτική στην Ε.Ε.») πείθει όλο και περισσότερο τις ελίτ της χώρας – όχι μόνον τις οικονομικές, αλλά και τις ιδιαίτερα κρίσιμες για όλες τις εκλογές εκκλησιαστικές ελίτ – ότι το μοντέλο που επιδιώκουν για τη χώρα δεν κινδυνεύει από μία δεξιά-ακροδεξιά κυβέρνηση. Η μόνη ελπίδα του Λέτα είναι μόνον μία μετεκλογική ρήξη της δεξιάς/ακροδεξιάς παράταξης λόγω διαφωνιών, όπως η πρόσφατη απροθυμία του κόμματός της «Αδέλφια της Ιταλίας» να καταδικάσει την Ουγγαρία στο Ευρωκοινοβούλιο, υποστηρίζοντας μάλιστα τη «δημοκρατικότητα» της κυβέρνησης της χώρας αυτής. Γεγονός, που προκάλεσε την αντίδραση και προειδοποίηση του Μπερλουσκόνι ότι θα φύγει από την κυβέρνηση σε περίπτωση που αυτή επιδείξει αντι-ευρωπαϊκό πνεύμα.
Οι εκλογές στην Ιταλία, απότοκο του θιγμένου Βοναπαρτισμού του Ντράγκι, της κενόδοξης μεγαλομανίας της Μελόνι, όσο και της πολιτικής ανυποληψίας του Κινήματος 5 Αστέρων του Τζουζέπε Κόντε, παγιώνουν τα αδιέξοδα του ιταλικού λαού. Βλέπουν στην τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία τους αρχηγούς κομμάτων να ξιφουλκούν για δευτερεύοντα ζητήματα -ποιοι κι εάν δεν χρηματοδοτούνται από τη Ρωσία, ή ποιος είναι υπέρ του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης ή όχι – και αφήνουν τα μεγάλα προβλήματα (ενέργεια, ακρίβεια, μισθοί, υγεία) εκτός του προγράμματος. Η νομοθετούμενη στρατηγική της λιτότητας και της διανομής των κονδυλίων στις μεγάλες επιχειρήσεις, με πενιχρές βοήθειες 6 δισεκ. ευρώ (μαζί για την ενέργεια και τα επιδόματα φτώχειας) που θα αντικαταστήσουν το πραγματικά ευεργετικό για πολλούς αδύναμους (ένα εκατ. Ιταλοί γλίτωσαν την απόλυτη φτώχεια, σύμφωνα με την Istat) κατώτατο εισόδημα, μάλλον απελπίζουν, παρά καθησυχάζουν την κοινωνία. Όταν ήδη το πακέτο βοήθειας Ντράγκι κρίνεται ανεπαρκές λόγω των κλιμακούμενων αυξήσεων σχεδόν σε όλα τα είδη, που καθιστά δύσκολη τη ζωή στα νοικοκυριά, ενώ επίσης απειλεί τη δημόσια εκπαίδευση και την υγεία.
Σε μία χώρα που βεβαιωμένα ο ένας πολίτης στους τέσσερις βρίσκεται ante portas στη φτώχεια και όπου οι επίσημοι δείκτες για την εργασία και τους μισθούς τεκμαίρουν υπερκέρδη για τις επιχειρήσεις και υποχώρηση των μισθών, όταν οι πολυεθνικές συνεχίζουν τις απολύσεις και την αποχώρησή τους, σε συνδυασμό με τη σταδιακή αποβιομηχάνιση, εξαιτίας των αθρόων ιδιωτικοποιήσεων, οι εκλογές δεν αλλάζουν τίποτε για τη ζοφερή μοίρα των εργαζομένων. Τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι κερδίζουν λιγότερα από 1.000 ευρώ τον μήνα , με αύξηση στο 28,8% από 18,7% και τριπλασιασμένο τον αριθμό των ανθρώπων σε απόλυτη φτώχεια (από 1,9 σε 5,6 εκατ. από το 2005 ίσαμε το 2021), χάρις στην εργασιακή απορρύθμιση του Jobs Act του Ματέο Ρέντσι, των νόμων Φορνέρο στην κυβέρνηση Μόντι και τη λαίλαπα του σωτήρα Ντράγκι. Η στρατηγική της «δημιουργικής καταστροφής» επικρατεί στην Ιταλία όποιος και αν είναι στο τιμόνι.
Τα στοιχεία της Eurostat αμείλικτα φανερώνουν πως όσον αφορά στην ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, οι ιταλικοί μισθοί συγκρίνονται μόνο με τους ισπανικούς ,ενώ είναι κατά 8.181 ευρώ χαμηλότεροι από τους γαλλικούς, κατά 15.226 ευρώ χαμηλότεροι από τους γερμανικούς και ανέρχονται στο 55,4% αυτών των ΗΠΑ. Μόνο το Μεξικό, μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, έχει χειρότερες επιδόσεις από την Ιταλία, όπου οι μισθοί έχουν αυξηθεί μόλις κατά 3,4% σε τριάντα χρόνια: μόλις το ήμισυ της αύξησης που έχει καταγραφεί στην Ισπανία, το ένα δέκατο από ό,τι αυξήθηκαν στη Γερμανία και το ένα ενδέκατο σε σύγκριση με την Ε.Ε.. Και φυσικά, αυτονόητο είναι πως τίποτε δεν έχει γίνει όλα αυτά τα χρόνια για τη γοερή μισθολογική διαφορά ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες, που επιτείνει την προβληματική κατάσταση των νοικοκυριών, την ανάπτυξη και την κατανάλωση, που αυτή περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο προκρίνεται ως μοντέλο ανάπτυξης και στην Ιταλία.
Στο σημείο αυτό ηχεί μόνον ως κυνισμός η δήλωση του επικεφαλής των εργοδοτών της Confidustria Κάρλο Μπονόμι ότι θα εξασφαλίσουν «αξιοπρεπείς μισθούς». Στις δηλώσεις τούτες και μάλιστα ενώπιον του Πάπα, οι βιομήχανοι αναφέρθηκαν στους μισθούς των 9 ευρώ/ώρα, τη στιγμή που τα ιταλικά εργασιακά παρατηρητήρια πιστοποιούν γενικευμένα ημερομίσθια των 2-3/ευρώ την ώρα, ενώ η Eurostat πάντα τεκμαίρει πως η απόδοση κεφαλαίου στις ιταλικές εταιρείες είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη: 42,1%, μισή μονάδα πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., + 3,2% σε σύγκριση με τη Γερμανία και +7,8 σε σύγκριση με τη Γαλλία. Οι εταιρείες της Ιταλίας, με επίσημα στοιχεία, ξοδεύουν όλο και λιγότερα σε εργασιακές αμοιβές, αλλά φαρισαϊκά δηλώνουν «πως η χώρα «χρειάζεται θέσεις εργασίας (εννοείται κακοπληρωμένες) κι όχι επιδόματα»! Βέβαια, οι θέσεις εργασίας όπως τις εννοεί ο Μπονόμι περιλαμβάνουν και τον επονείδιστο εκπαιδευτικό νόμο για την εργασιακή κατάρτιση στα σχολεία (Alternanza Scuola-Lavoro), που εξασφαλίζει απλήρωτη εργασία δίκην «γνωριμίας» με τα επαγγέλματα και τις ανάγκες της αγοράς και πάλι όπως και πέρυσι στοίχισε τη ζωή ακόμη ενός 18χρονου μαθητή σε μεταλλουργείο στην επαρχία της Βενετίας. Και όπως καταγγέλλουν τα συνδικάτα σε κοινή επιστολή τους για να σταματήσει η «σφαγή» στους χώρους εργασίας, σχεδόν 600 εργαζόμενοι (μέσος όρος τρεις την ημέρα) έχουν χάσει τη ζωή τους, με τις καταγγελίες για ατυχήματα να έχουν εκτοξευθεί στις 400.000, στο +7% έχουν αυξηθεί οι ασθένειες λόγω και στη διάρκεια της εργασίας, ενώ οι εργασιακές παραβάσεις έχουν αυξηθεί κατά 69% και ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, οι οποίες έχουν αυξηθεί κατά 77%. Ναι, (και) η Ιταλία χρειάζεται θέσεις εργασίας, αλλά τι είδους;
Την ώρα που ο Μπονόμι επικαλείται το μαυλιστικό θεώρημα της σταγόνας – εάν κερδίζει η επιχείρηση, τότε μέρος από τα κέρδη καρπώνεται κι ο εργαζόμενος – τα στατιστικά στοιχεία για τις επιχειρήσεις καταδεικνύουν πως οι μισθοί αντιπροσωπεύουν μόλις το 18,6% στο κόστος εργασίας στην Ιταλία. Όταν τα αντίστοιχα στη Γαλλία είναι 26,8%, στη Γερμανία το 25,7% και στην Ισπανία το 24,9%. Επιπλέον, διάφορες άλλες έρευνες καταγράφουν την Ιταλία (όπως και την Ελλάδα και τις άλλες περιφερειακές χώρες του Νότου) ως το επιφανέστερο παράδειγμα της αποτυχίας του μοντέλου εκείνου που επιδιώκει την ανταγωνιστικότητα με μοχλό τα χαμηλά ημερομίσθια και το κόστος της επιχείρησης. Οι έρευνες λένε ότι στην ουσία αυτό το μοντέλο γεννά χαμηλή ανάπτυξη, οι χαμηλοί μισθοί τείνουν προς μεγαλύτερη κοινωνική αποσύνθεση με αδυσώπητες συνέπειες ακόμη και στην κατανάλωση και τα κέρδη.
Παράλληλα, οι επιχειρηματίες συνεχίζουν να ελεεινολογούν τους εργαζόμενους και τους φτωχούς – όπως ο «αντουανετικός» Μπριατόρε, που ξεσήκωσε σάλο με τις δηλώσεις του πως οι φτωχοί δεν παράγουν πλούτο. Οι επιχειρηματίες συνεχίζουν να καταδιώκουν ή και να απολύουν τους εργαζομένους , όπως συνέβη στη Μπολόνια, που τολμούν να μετριάζουν την πείνα τους τρώγοντας τις φλούδες από τη μορταδέλα , που περισσεύουν κατά τη διάρκεια της συσκευασίας, με το σκεπτικό πως και εκείνα προορίζονται για την κατανάλωση! Ο Μπριατόρε έχει άδικο: οι φτωχοί παράγουν πλούτο, γιατί ακριβώς οι χαμηλοί μισθοί τους αυξάνουν τα κέρδη των επιχειρήσεων, που καρπώνονται και την εργασία και την υπεραξία τους, ενώ παράλληλα απομυζούν μέσω της κατανάλωσης τα ψιχία που τους επιτρέπουν να μαζεύουν από το τραπέζι στο φαγοπότι τους.
Η Μελόνι είναι εξίσου καλή γι’ αυτούς, το απέδειξε πρόσφατα στη Λομβαρδία, όπου σχεδόν αναπαρήγαγε, αλλά με πατριωτικό, ενωτικό, τόνο τα επιχειρήματα των αυτονομιστών. Απέδειξε επίσης πόσο καλή είναι για τις ελίτ, που ευελπιστούν ότι και μετεκλογικά θα βάλουν «χαλινό» σε μία δεξιο-ακροδεξιά κυβέρνηση. Χαρακτηριστικά είναι και τα προσηνή πορτραίτα της Μελόνι ακόμη και στα συστημικά μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού, όπως οι New York Times (όπου έφθασε να απαντήσει με ένα απλό «ναι» στην ερώτηση «εάν ο Μουσολίνι ήταν ταυτόχρονα ένα καλό κι ένα κακό για την Ιταλία») ή στη Washington Post, όπου αγανακτισμένη διακήρυξε πως «δεν είναι ένα τέρας» που απειλεί την Ευρώπη. Όχι οι ελέγχοντες την Ευρώπη – θεσμικά ή οικονομικά – δεν πρέπει να φοβούνται τη Μελόνι και την κυβέρνησή της. Άλλωστε το άλμα της προς την εξουσία απότοκο της πολιτικής τους είναι.