Όπως έχει επισημανθεί παλαιότερα, τέλος και σκοπός του πολέμου είναι η επιβολή της βούλησης της μιας αντιμαχόμενης πλευράς επί της άλλης. Η βούληση συνδέεται με το τίμημα που πρέπει να είναι διατεθειμένες να καταβάλλουν οι εμπόλεμες πλευρές.
Η Ρωσία δεν κατάφερε να επιβάλει στρατιωτικά τη βούλησή της στην Ουκρανία, μέσω της λεγόμενης «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», δηλαδή ενός συγκεκριμένου είδους πολέμου που επέλεξε η πολιτική και στρατιωτική της ηγεσία. Αυτό συνέβη διότι δεν ήταν διατεθειμένη να καταβάλλει το τίμημα που ήταν απαραίτητο γι’ αυτό τον σκοπό.
Η μερική επιστράτευση στο εσωτερικό του ρωσικού κράτους προέρχεται ακριβώς από αυτή τη συνθήκη: αποτελεί αναγνώριση της πραγματικότητας ότι πρέπει να πληρωθεί ένα διαφορετικό/μεγαλύτερο τίμημα, το οποίο προσπάθησε να αποφύγει η Μόσχα μέσω του είδους του πολέμου που επέλεξε, υπό τη μορφή της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», διακηρυγμένοι στόχοι της οποίας ήταν η «αποστρατιωτικοποίηση» και η «αποναζιστικοποίηση» του ουκρανικού κράτους.
Ο μόνος τρόπος να κερδηθεί ένας πόλεμος, εάν εξεταστεί στενά, δηλαδή στο πλαίσιο της νίκης και της ήττας στα πεδία των μαχών, και όχι ως προς την επιβολή της βούλησης του ενός επί του άλλου, που αποτελεί και τη βαθύτερη φύση του πολέμου, όταν δεν υπάρχει συνθηκολόγηση νομικά και παραίτηση ουσιαστικά της μιας πλευράς, είναι με έλεγχο στο έδαφος και ιδιοποίηση γης, επί των οποίων οικοδομείται μια τάξη που έχει ως θεμέλιο έναν νόμο. Αυτά είναι ουσιαστικά και τα θεμέλια της ειρήνης.
Τα δημοψηφίσματα στο εξωτερικό του ρωσικού κράτους, συγκεκριμένα στις αυτοανακηρυχθείσες-αποσχισθείσες Λαϊκές Δημοκρατίες/Περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ και στις Περιφέρειες Ζαπορίζια και Χερσώνα στο εσωτερικό του ουκρανικού κράτους, πηγάζουν από την μεταβολή της κατάστασης και την ανάγκη διαμόρφωσης μιας νέας νομικής πραγματικότητας και πολιτικής τάξης στο έδαφος.
Με διαφορετικά λόγια, εφόσον δεν παραιτείται ή δεν συνθηκολογεί ο αντίπαλος, απαιτείται η προσπάθεια να επιβληθεί μια νέα πραγματικότητα και τάξη επί του εδάφους, την οποία θα πρέπει να είναι σε θέση να προασπιστεί η μια αντιμαχόμενη πλευρά, ανεξάρτητα από τη βούληση της άλλης/αντίπαλης πλευράς. Η επιτυχημένη έκβαση μιας τέτοιας προσπάθειας ονομάζεται νίκη, ενώ η αδυναμία διατήρησης αυτής της στρατιωτικά επιβληθείσας νομικής και πολιτικής πραγματικότητας και τάξης αποτελεί ήττα (βλέπε και αποχώρηση ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν. Όσο τεχνολογικά ανεπτυγμένα όπλα και εάν έχει κάποιος, εάν δεν καταφέρει να επιβάλλει έλεγχο στο έδαφος, μέσω ιδιοποίησης γης, και να οικοδομήσει μια νέα τάξη, την οποία θα διατηρήσει κιόλας, δεν μπορεί να τελειώσει ένας πόλεμος, εκτός εάν ο αντίπαλος παραιτηθεί: π.χ. η Ιαπωνία μετά από δύο πυρηνικές επιθέσεις από τις Η.Π.Α και κήρυξη πολέμου από Ε.Σ.Σ.Δ).
Βέβαια, νίκη δεν σημαίνει τέλος του πολέμου. Εάν η μια αντιμαχόμενη πλευρά ηττηθεί, αλλά δεν ενδώσει και συνεχίσει να αντιστέκεται (όπως π.χ συνέβη μεταξύ Σαβαφιδών και Οθωμανών), τότε δεν υπάρχει τέλος στον πόλεμο, όχι απλώς γιατί ένας πόλεμος τελειώνει μόνο με συνθηκολόγηση ονομαστικά και παραίτηση στην πράξη, δηλαδή με την επιβολή της βούλησης του ενός επί του άλλου και την αποδοχή της βούλησης του νικητή από τον ηττημένο (κάτι που δεν έκαναν οι Σαβαφίδες, οι οποίοι παρόλο που ηττήθηκαν π.χ. στη μάχη του Τσαλντιράν και καταλήφθηκε η πρωτεύουσά τους από τους Οθωμανούς, απλώς δεν παραιτήθηκαν και συνέχιζαν να αντιστέκονται), αλλά επιπλέον διότι μια στρατιωτική νίκη μπορεί να συνοδευτεί από μια πολιτική ήττα.
Η μεταβολή μέσω της μερικής επιστράτευσης στη δομή και τη σύνθεση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων που πολεμούνστο μέτωπο και στη «γραμμή σύγκρουσης, η οποία ξεπερνά τα χίλια χιλιόμετρα, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο νεοναζιστικούς σχηματισμούς, αλλά στην πραγματικότητα ολόκληρη τη στρατιωτική μηχανή της συλλογικής Δύσης», όπως διαβάζουμε στο πρόσφατο διάγγελμα του Βλαντίμιρ Πούτιν, συνοδεύεται και από μεταβολή στους στόχους: ναι μεν συνεχίζεται η επιδίωξη της «απελευθέρωσης ολόκληρης της επικράτειας του Ντονμπάς», αλλά προστίθεται επιπλέον ως κύριος ενεργητικός/θετικός στόχος «η προστασία της κυριαρχίας, της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ρωσίας», καθώς «είναι στην ιστορική μας παράδοση, στο πεπρωμένο του λαού μας, να σταματήσουμε αυτούς που επιδιώκουν την παγκόσμια κυριαρχία, που απειλούν να διαμελίσουν και να υποδουλώσουν την πατρίδα μας». Επιπρόσθετα, ως παθητικός/αρνητικός στόχος ορίζεται «η αποτροπή της αποδυνάμωσης, του διχασμού και τελικά της καταστροφής της χώρας», που αποτελεί στόχο της Δύσης με βάση το διάγγελμα, καθώς «η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες πιέζουν άμεσα το Κίεβο να μεταφέρει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο έδαφός μας. Δηλώνουν ανοιχτά ότι η Ρωσία πρέπει να ηττηθεί με όλα τα μέσα στο πεδίο της μάχης, στερούμενη της πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής και κάθε είδους κυριαρχίας, και να λεηλατηθεί».
Και οι δύο αυτές μεταβολές, στη δομή και τη σύνθεση όσων πολεμούν και στους στόχους που επιδιώκονται, οδηγούν και σε μεταβολή στο είδος του πολέμου.
Εάν επιχειρούσαμε να συμπυκνώσουμε σε μια πρόταση το ουσιαστικά νέο στοιχείο που προσφέρει το διάγγελμα του Βλαντίμιρ Πούτιν της 21ης Σεπτεμβρίου 2022, θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως εξής: αναγνώριση του γεγονότος ότι προκειμένου να υπάρξει αν όχι τέλος (δηλαδή επιβολή της βούλησης του ρωσικού επί του ουκρανικού κράτους) τουλάχιστον νίκη στον πόλεμο (δηλαδή αλλαγή της νομικής και πολιτικής πραγματικότητας υπό μια νέα τάξη στο διαφιλονικούμενο έδαφος), θα πρέπει να καταβληθεί ένα διαφορετικό/μεγαλύτερο τίμημα (μέσω της μερικής επιστράτευσης) και να υπάρξει διαφοροποίηση στο είδος του πολέμου, που θα συνοδεύεται, επιπλέον, από πυρηνική αποτροπή.