Πριν προχωρήσουμε σε μια ανάλυση σε αδρές γραμμές για το τι πρεσβεύει εν τω συνόλω η Αριστερά και τι η Δεξιά στην Ιταλία λίγο πριν το νήμα που θα κοπεί την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου, ας δούμε τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις για τον… κάθε δρομέα, ξεχωριστά: (Fratelli d’Italia 28,3 Lega 9,8, Forza Italia 4,5). Ήτοι, η κεντροδεξιά συνολικά συγκεντρώνει 42,6. H κεντροαριστερά, συγκεντρώνει 23,4 (PD 18, Αριστερά και Πράσινοι 3,2, «Περισσότερη Ευρώπη» 2,2). Και μετά, έχουμε : Τον «τρίτο κεντρικό πόλο» (Calenda και Renzi) 9,6 και τα «Τα Πέντε Αστέρια» με 17,7.
Να σημειώσουμε εδώ, αυτές τις μέρες που ο προεκλογικός αγώνας στην Ιταλία διανύει τα τελευταία μέτρα της τελικής ευθείας, την ηχηρή πτώση με γδούπο, της Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι και της Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τις ψήφους των οποίων απομύζησαν «Τα Αδέλφια της Ιταλίας» (Fratelli d’Italia) της Τζόρτζια Μελόνι.
Αν η Αριστερά καταφέρει να συμμαχήσει είτε με τον «Τρίτο Πόλο» είτε με τα «Πέντε Αστέρια» μετά τις εκλογές, το αποτέλεσμα θα είναι αμφίρροπο. Σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι ακόμη βέβαιο ότι θα είναι ένας θρίαμβος της δεξιάς/ακροδεξιάς, που ναι μεν οι δημοσκοπήσεις την ευνοούν αλλά… «μηδένα προ του τέλους… κακάριζε».
Το ξέρουν κι εκείνοι.
Ο Μπερλουσκόνι και ιδιαίτερα ο Σαλβίνι «πληρώνουν» τη φιλία τους με τον Πούτιν.
Από την άλλη πλευρά, «Τα Πέντε Αστέρια» ανεβαίνουν έντονα στις δημοσκοπήσεις, ιδίως στον Νότο, επειδή υπερασπίζονται το εισόδημα των πολιτών που κυρίως δίνεται στους ανέργους, εκεί.
Η Αριστερά στις εκλογές
Ο Ενρίκο Λέτα (Enrico Letta) χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να πλέξει τον ιστό μιας διευρυμένης εκλογικής του πελατείας ακόμη και αν οι συγκρίσεις δεν τον ευνοούν σε σχέση με το «Ulivo» της δεκαετίας του 1990. Ο Ρομάνο Πρόντι τότε είχε τον χρόνο όταν υποδεικνυόταν ως ο «ξένος πάπας» και ήταν ικανός να ενώσει την Κεντροαριστερά, κερδίζοντας έτσι τον ανταγωνισμό με τον Μπερλουσκόνι.
Η βιασύνη, στην προκειμένη περίπτωση αν και υποχρεωτική, δεν είναι καλός σύμβουλος όταν πρόκειται να επιχειρήσουμε μια συγχώνευση μεταξύ πολλών και διαφορετικών τάσεων. Αντιμέτωπος με καταστροφικές δημοσκοπήσεις που έδιναν και συνεχίζουν να δίνουν στη Δεξιά ένα επιβλητικό προβάδισμα, ο Λέτα πήρε το ρίσκο, βασιζόμενος σε ανθρώπους με καλή θέληση ώστε να σταματήσουν το κυρίαρχο ρεύμα, όποιο κι αν ήταν το κόστος, αγνοώντας ακόμη και εμπόδια, με συμμαχίες ενάντια στη φύση του κόμματός του, μπροστά στον επικείμενο κίνδυνο. Ξεχνώντας, ωστόσο, ότι το κόμμα του, το PD του υποτίθεται ότι θα ήταν ο μαγνήτης, ο πόλος έλξης, χάρη σε ένα πρόγραμμα που περιγράφει την ταυτότητά του, με μια ατζέντα, χωρίς «συνταγές Ντράγκι». Αποτυγχάνοντας παράλληλα να υπολογίσει μια πολιτική που συνδέεται πολύ στενά με την εγωπάθεια ηγετών και ηγετίσκων που απέχουν πολύ από μια ευρεία δημοκρατική συναίνεση.
Τώρα, έχοντας περιορίσει το ευρύ πεδίο, είναι η κατάλληλη στιγμή να καθορίσει μια αυτόνομη πολιτική πρόταση, χάρη σε ορισμένες ευνοϊκές συνθήκες. Έχοντας περιορίσει την άκρα αριστερά στο περιθώριο, το PD του Λέτα παραμένει το μόνο κόμμα που έχει πιθανότητες επιτυχίας, αν το επιλέξει, για την υλοποίηση αριστερών αιτημάτων, που είχε αποκηρύξει. Ξεκινάμε από ορισμένες αδιαμφισβήτητες εκτιμήσεις. Στο πρόσφατο παρελθόν, στη Δύση, η Αριστερά κέρδισε μόνο όταν παρουσιάστηκε με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα: ο Τσίπρας στην Ελλάδα, ο Θαπατέρο και ο Πέδρο Σάντσεθ στην Ισπανία, ο Αντόνιο Κόστα στην Πορτογαλία, όλες, μεσογειακές χώρες. Και διευρύνοντας τους ορίζοντες, ο Ομπάμα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν θέλετε, ακόμη και ο Μελανσόν στη Γαλλία, έκανε το ίδιο κι έφτασε κοντά στο θαύμα.
Ο συνδυασμός της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία ναι μεν διεύρυνε την ψαλίδα πλούτου-φτώχειας, αναπαρήγαγε τη διαίρεση σε τάξεις και επανέφερε την ανάγκη για αναδιανομή του εισοδήματος ενάντια στον επικρατούντα μερκαντιλισμό (εμποροκρατία). Αυτό είναι το ιδανικό έδαφος για να ανακαλύψουμε ξανά τις παραδοσιακές αξίες που δεν έχουν ποτέ βγει από τη μόδα και να αμφισβητήσουμε μια Δεξιά που επιμένει στα δώρα προς τους πλούσιους, προωθώντας, για παράδειγμα, ξεδιάντροπα την ιδέα ενός ενιαίου φόρου.
Αυτή θα ήταν μια αριστερά που επιτέλους θα ξαναμιλούσε στους φυσικούς της ψηφοφόρους, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό έχουν αποδομήσει τις μάταιες υποσχέσεις της δεξιάς της «ευημερίας» για όλους. Θα ήταν ένας καλός τρόπος στο μεταξύ να παρουσιαστεί με ανανεωμένο πρόσωπο στις επερχόμενες εκλογές. Και ακόμη και αν πάει στραβά στις 25 Σεπτεμβρίου, όπως σχεδόν ομόφωνα προβλέπεται, θα είναι η αρχή μιας σποράς που προορίζεται να αποδώσει καρπούς στο μέλλον χάρη σε μια συνεπή διάκριση από τις άλλες πολιτικές προτάσεις, οι οποίες είναι όλες παρόμοιες όσον αφορά την οικονομία: τον τομέα στον οποίο συνήθως παίζεται η συναίνεση στην κάλπη. Σε κανέναν δεν αρέσει να χάνει με τις δικές του ιδέες, το να χάνει με τις ιδέες των άλλων είναι ακόμη χειρότερο. Και με ένα ολοένα και πιο ασταθές εκλογικό σώμα, δεν χάνεται απαραίτητα ούτως ή άλλως.
Η Δεξιά στις εκλογές
Η Αριστερά, έχει το αιώνιο και παροιμιώδες πρόβλημα να κρατήσει ενωμένες όλες τις διαφορετικές «ψυχές» της. Φυσικό, είναι ως ένα βαθμό και το ξέρουμε όλοι ότι είναι στο DNA της. Αλλά η Δεξιά… θέλει να δώσει την εντύπωση ότι βαδίζει ενωμένη ως φάλαγγα μέχρι να κατακτήσει την εξουσία που αναμφίβολα της αποδίδουν οι δημοσκοπήσεις, λανσάρει ένα πρόγραμμα δεκαπέντε σημείων που είναι αρκετά ασαφές και διφορούμενο ώστε να καλύψει τις μακροσκοπικές διαφορές που δημιουργούνται από το DNA των σχηματισμών που το απαρτίζουν κάτω από ένα χαλί υποτιθέμενης αρμονίας. Το σύνθημα φαίνεται να είναι: ας νικήσουμε μαζί και μετά θα δούμε. Και είναι εύκολο να προβλέψει κανείς ένα βραχύβιο «ερωτικό» ταίριασμα. Στον βαθμό, που κάποιος αρνείται τον εαυτό του, το παρελθόν του. Και να κυβερνήσει, εν ολίγοις, με τις ιδέες των άλλων, λαμβάνοντας υπόψη το βάρος που θα έχουν τα διάφορα κόμματα μετά την καταμέτρηση των ψήφων.
Διαφωνούν, πρώτα απ’ όλα, ως προς τις βασικές αρχές, στους κανόνες του παιχνιδιού και στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Η ακροδεξιά «Fratelli d’Italia», ισχυρή στην κρατικιστική της παράδοση, στοχεύει στην ενίσχυση της Ρώμης με έναν προεδρικό σύστημα, «γαλλικού» τύπου. Η Λέγκα, επαναπροτείνει δυναμικά μια διαφοροποιημένη αυτονομία προς όφελος των βόρειων περιοχών. Δύο μοντέλα που ίσως είναι συμβατά στη θεωρία, πολύ λιγότερο στην πράξη, και αρκεί για αυτό, να εξετάσουμε τα ξένα μοντέλα διακυβέρνησης που υιοθέτησαν το προεδρικό σύστημα με αποτέλεσμα μια ισχυρή συγκέντρωση εξουσιών. Η συνταγματική μηχανική θα ήταν ακόμη πιο δύσκολη στην Ιταλία λόγω των σημαντικών διαφορών μεταξύ Βορρά και Νότου. Μένει να καταλάβουμε κι εμείς, πώς η Τζόρτζια Μελόνι θα μπορούσε να εξηγήσει σε μια την παραδοσιακή της περιοχή όπως ο Νότος, την επιλογή της να υποστηρίξει μια πολιτική που εν τω γίγνεσθαι, θα καταλήξει σε έναν φεντεραλισμό, υπέρ των πλουσίων.
Όμως η Τζόρτζια Μελόνι έχει κάτι άλλο, ακόμη πιο σοβαρό, να εξηγήσει. Έχει υπογράψει ένα κοινό έγγραφο όπου το πρώτο σημείο αναφέρει «πλήρη προσχώρηση στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Κάτι που μοιάζει ασύμβατο με ένα νομοσχέδιο που συνέταξε η ίδια το 2018 και δεν απέσυρε ποτέ, το οποίο στην πράξη αποτελεί διεκδίκηση της υπεροχής των εθνικών νόμων έναντι των νόμων της Ε.Ε.. Μια βόμβα ικανή να ξεκάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι λεγόμενοι μετριοπαθείς κεντροδεξιοί έχουν να πουν κάτι για αυτό το δυσοίωνο νομοσχέδιο;
Αν περάσουμε στην οικονομία, η αγαπημένη υποψήφια πρωθυπουργός θα έχει τον πόνο της να λύσει τον γρίφο, σε μια Ιταλία που μαστίζεται από ένα γιγαντιαίο δημόσιο χρέος, μεταξύ ενιαίου φόρου στο 15% (Σαλβίνι), ή στο 23% (Μπερλουσκόνι), αύξηση των συντάξεων, αύξηση του ενιαίου επιδόματος, αύξηση των ορίων χρήσης μετρητών (ευχαριστίες ακούστηκαν από τους φοροφυγάδες), κατάργηση των μικροφορολογιών, στήριξη των γεννήσεων και μείωση των συντελεστών ΦΠΑ.