Στην αδρή εικόνα τους, οι εκλογές στην Ιταλία έβγαλαν το αποτέλεσμα που όλοι περιμέναμε και γέννησαν το τέρας του νεοφασισμού, δίνοντας την πρωτιά (με 26%) στα «Αδέλφια της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι. Η προδιαγεγραμμένη αυτή επικράτηση, που τη διευκόλυνε η ανικανότητα του ηγέτη των κεντρο-αριστεράς (PD) Ενρίκο Λέτα, πρώτα να συμφωνήσει με το Κίνημα Πέντε Αστέρων και εν συνεχεία με τον νεοκεντρώο Καλέντα, αλλά και οι ανεπίκαιρες και άστοχες δηλώσεις της επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ενίσχυσαν το εκλογικό ρεύμα της Μελόνι, που ξεπέρασε και τις προεκλογικές προσδοκίες. Και ημερολογιακά πλέον, η Μελόνι θα μπορεί να χαίρεται διότι ακριβώς 100 χρόνια μετά τη Μεγάλη Πορεία του Μουσολίνι (28 Οκτωβρίου 1922), περίπου τις ίδιες ημέρες θα πραγματοποιεί τη δική της Μεγάλη Πορεία στο Μέγαρο Κίτζι, ως η πρώτη φασίστρια και γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας. Η νίκη της Μελόνι βάζει τυπικά τίτλους τέλους στο πείραμα της Ιταλικής Δημοκρατίας που ξεκίνησε με τις εκλογές του 1948 κι ένα σύστημα βασισμένο σε δύο κύριους κομματικούς άξονες (Χριστιανοδημοκρατία και ΚΚΙ με Σοσιαλιστές) και ρυθμιστές τα κεντρώα κόμματα.
To κύριο ενδιαφέρον στις τωρινές ιταλικές εκλογές από καιρού είχε μετατοπισθεί στο αποτέλεσμα που θα έβγαζαν οι κάλπες για τα υπόλοιπα κόμματα, εκτός των δύο πρώτων. Ιδίως για τις επιδόσεις του λεγόμενου «Τρίτου Πόλου» στο Κέντρο (Italia Viva του Ματέο Ρέντσι και κόμμα Azione του Κάρλο Καλέντα), που με 7,8% έπιασε ένα αξιοπρόσεκτο ποσοστό – ιδίως για τις πιθανές μετεκλογικές εξελίξεις. Σε συνδυασμό με την καλή επίδοση της Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (8,06%), ο κεντροδεξιός πόλος, μπορεί να αποβεί ρυθμιστικός. Τη στιγμή που η ξενοφοβική Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι κατέρρευσε εκλογικά ακόμη και στα δικά της «προπύργια» στον Βορρά (8,88% από 17,3% στις προηγούμενες εκλογές, με παραιτήσεις να θρυλούνται ακόμη και μέσα στις επόμενες ώρες) και το Κίνημα Πέντε Αστέρων κρατήθηκε σε υψηλά επίπεδα (15,34%), ιδιαίτερα στον Νότο, διαμορφώνονται συνθήκες ασφαλείας εάν υπάρξουν μετεκλογικοί κλυδωνισμοί. Φυσικά, με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένονται και τα αποτελέσματα για τις μονοεδρικές περιφέρειες, καθώς, με βάση τον εκλογικό νόμο (το περιώνυμο Rosatellum) που ευνοεί το πρώτο κόμμα, αυτά θα κρίνουν τη σύνθεση του νέου, μειωμένου σε αριθμό μελών κοινοβουλίου (400 βουλευτές και 200 γερουσιαστές).
Και τούτο γιατί η κυβέρνηση της Μελόνι που θα προκύψει είναι «υπό επιτήρηση», τουλάχιστον από τις Βρυξέλλες, όσον αφορά την φιλο-ευρωατλαντική της στάση. Γιατί, από τη στιγμή που ο αμερικανικός παράγοντας έλαβε τις έγκαιρες διαβεβαιώσεις από τη Μελόνι ότι οι δυτικοί φίλοι δεν θα πρέπει να ανησυχούν για «την αμέριστη βοήθεια της Ιταλίας στο Κίεβο και τον εξοπλισμό της στα πλαίσιο το ΝΑΤΟ, η Ουάσιγκτον έχει ησυχάσει ως προς το θέμα αυτό. Μάλιστα ο αμερικανικός Τύπος και το σύστημα της πολιτικής στην Ουάσιγκτον (βλέπε Χίλαρι Κλίντον) έσπευδε να «ξεπλύνει» τη Μελόνι και να τη σύρει στο μέρος της. Εξ άλλου ο φιλο-ατλαντισμός του κόμματος της Μελόνι δεν αποτελούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα, καθώς την προηγούμενη φορά που το κόμμα της (ως Alleanza Nazionale) βρισκόταν στην κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, τότε, υπουργός Άμυνας ήταν ο Iνιάτσιο Λα Ρούσα, διαπρύσιος υποστηρικτής της αμερικανικής επιχείρησης για τη διάλυση της Συρίας και μετά και της Λιβύης, αντίθετα από τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι. Έχοντας λύσει το δικό τους πρόβλημα, οι Αμερικανοί άφησαν τους Ευρωπαίους να ανησυχούν για λογαριασμό τους. Γιατί, μολονότι, έως ότου αναλάβει μετά το πέρας των σχετικών διαδικασιών (σύσταση της Βουλής σε σώμα, διερευνητικές κτλ.) σε περίπου ένα μήνα την πρωθυπουργία η Μελόνι, ο Μάριο Ντράγκι θα έχει «θωρακίσει» την αναγκαστική εφαρμογή του προϋπολογισμού λιτότητας και τα συνοδευτικά μέτρα για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, ο «εθνικιστικός» και εν μέρει κρατικιστικός τόνος της Μελόνι σε μία σειρά από θέματα (μεταναστευτικό, ενέργεια) ενδέχεται να δημιουργήσει απρόβλεπτα προσκόμματα στις νεοφιλελεύθερου συνήθως προσανατολισμού αποφάσεις των Βρυξελλών. Αλλά και στη γενικότερη εικόνα της Ε.Ε., που εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε πολιτικό και οικονομικό τέλμα όταν μία από τις κύριες συνιστώσες της διαφωνεί και μάλιστα συντάσσεται με άλλες φυγόκεντρες δυνάμεις (Ουγγαρία, Πολωνία), ακόμη και σε δικαιωματικά θέματα (π.χ. αμβλώσεις, μεταναστευτικό).
Ο δεδηλωμένος αντιευρωπαϊσμός της Μελόνι ανησυχεί τις Βρυξέλλες, ιδίως δε η αβεβαιότητα για την τήρηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης κι Ανθεκτικότητας, που η δεύτερη δόση του ήδη έχει εκταμιευθεί και απαιτεί 55 μέτρα συμμόρφωσης. Το πρόγραμμα, που αξιώνει εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και εκχώρηση ιταλικών επιχειρήσεων σε πολυεθνικές, έρχεται σε αντίθεση με πολλές υποσχέσεις της νεοφασίστριας πολιτικού, ιδίως για την ιταλική Telecom, τον αερομεταφορέα Ita, τα χαλυβουργία της Ilva, που επιμένει να παραμείνουν σε κρατικά ή τουλάχιστον ιταλικά χέρια. Παράλληλα, η Μελόνι έχει ασκήσει κριτική (ma non troppo, καθώς συμφωνεί στο «ταβάνι» στις τιμές πετρελαίου) στην ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. που αντί να δίνει λύσεις, «προτείνει πώς να μαγειρεύουμε έντομα». Οι Βρυξέλλες κυρίως ανησυχούν για τον εγγενώς «κρατιστικό» χαρακτήρα που έχουν κόμματα σαν της Μελόνι και μπορεί (όπως δείχνει και το παράδειγμα της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας) να ανασχέσουν τα σχέδιά της, ιδίως στο πληθωριστικό περιβάλλον που δημιουργεί η κρίση. Είναι γεγoνός ότι η Μελόνι κεφαλαιοποίησε τον αντιευρωπαϊσμό του απογοητευμένου τμήματος της ιταλικής κοινωνίας από την ΕΕ, αλλά και την κληρονομιά της λιτοδίαιτης Ατζέντας Ντράγκι, που στοίχισε σε όσους την ψήφισαν (Λέγκα, Μπερλουσκόνι, Pd). Αλλά και το Παρίσι ανησυχεί, τόσο λόγω της προσωπικής αντιπάθειας Μακρόν-Μελόνι, αλλά και για την πορεία των μονόδρομων γαλλικών επενδύσεων στην Ιταλία (βάσει και του συμφώνου συνεργασίας Μακρόν-Ντράγκι).
Για τον λόγο αυτό, σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, οι Βρυξέλλες προπαντός πάσχισαν να δυσφημίσουν με κάθε τρόπο την εικόνα της Μελόνι. Και όταν έβλεπαν πως δεν μπορούνε να αντιστρέψουν το ρεύμα, κατεύθυναν τα βέλη τους και στις άλλες συνιστώσες της δεξιο-ακροδεξιάς παράταξης. Το μη-σκάνδαλο της χρηματοδότησης ιταλικών κομμάτων από τη Μόσχα (γιατί οι ΗΠΑ έσπευσαν να διευκρινίσουν πως δεν προκύπτει για ιταλικά κόμματα) έμεινε να αιωρείται έως το τέλος στον προεκλογικό αιθέρα, αλλά και οι δηλώσεις των Μπερλουσκόνι και Σαλβίνι, σε κάποιο βαθμό έβλαψαν τα κόμματά τους (ιδίως τη Λέγκα, μέγα μέρος των ψήφων της οποίας καρπώθηκαν τα «Αδέλφια της Ιταλίας»). Βέβαια κανείς στην Ιταλία δεν σκέφθηκε πόσο ηχεί ειρωνικό να επικαλείται κανείς τυχόν παρεμβάσεις της Μόσχας στις ιταλικές εκλογές, όταν καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν πλήθος οι λογείς παρεμβάσεις, νουθεσίες, έμμεσοι εκβιασμοί από την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ για να αποτραπεί η ψήφος προς τους υπόπτους για αντιευρω-ατλαντισμό (Μελόνι και κυρίως Σαλβίνι). Από την αρχή της προεκλογικής περιόδου οι Ε.Ε. και οι ΗΠΑ χωρίς περιστροφές είχαν ξεκαθαρίσει πως στην Ιταλία κυβερνούν αυτοί και πως είναι έτοιμοι για παρεμβάσεις κάθε είδους.
Παρεμβάσεις που ακούν κυρίως στο όνομα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που παρά την «ύποπτη» πάντα φιλία του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, είναι δεδηλωμένος ευρωπαϊστής και έχει ξεκαθαρίσει πως «εάν αντιληφθεί αντιευρωπαϊκή τάση θα φύγει από την κυβέρνηση». Εξ ου και το ενδιαφέρον για τον κεντρώο πόλο, ο οποίος μετά μία αποστασία του Μπερλουσκόνι και μία σύμπραξη Πέντε Αστέρων και Pd, θα μπορούσε με μία νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία να οδηγήσει σε μία νέα κυβέρνηση τύπου Ντράγκι ή και (γιατί όχι) μία κυβέρνηση «Ντράγκι 2». Οι Βρυξέλλες και ο Ενρίκο Λέττα εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην αντιφατική φύση του δεξιού-κεντρώου ψηφοφόρου (που θέλει σταθερότητα, αλλά και αλλαγές, είναι εθνικιστής, αλλά και ευρωπαϊστής, φεντεραλιστής, αλλά και ιταλοκεντρικός, νεοφιλελεύθερος και κρατικιστής, φιλοατλαντιστής, αλλά και αντιαμερικανός, «καθωσπρέπει» με πίστη στην οικογένεια και την εκκλησία, αλλά και ατομιστής, λάτρης του θεαματικού), που η απογοήτευσή του από τη Μελόνι θα σπρώξει το κόμμα του ή τις καιροσκοπικές παρατάξεις, να αλλάξουν «ρούχα» και πορεία, όπως συχνά συμβαίνει στην Ιταλία, ανατρέποντας τους κυβερνητικούς συσχετισμούς.
Βέβαια, σε όλα τούτα τα σενάρια σημαντικό ρόλο θα παίξει το «αναγεννημένο» Κίνημα Πέντε Αστέρων, που με σημαία του τη διατήρηση του εγγυημένου κοινωνικού επιδόματος, που όλα τα υπόλοιπα κόμματα θέλουν να καταργήσουν, φαντάζει πλέον ως η μόνη εναλλακτική εξ αριστερών πρόταση. Αντίθετα με τον Λέτα, που πολιορκούσε όλη την προεκλογική περίοδο τους πιθανούς ψηφοφόρους της Αριστεράς, προβάλλοντας τη λογική της «χρήσιμης ψήφου» απέναντι στην ακροδεξιά, ουσιαστικά παγιδεύοντας τους εκλογείς ανάμεσα στη Σκύλλα της Μελόνι και τη Χάρυβδη της «ατζέντας Ντράγκι», υπαγορευμένης από ΗΠΑ και Ε.Ε.
Σε αυτό καθοριστικό ρόλο θα παίξουν οι τωρινές πλειοψηφίες στη Βουλή, μιας και κύριος στόχος της Μελόνι είναι να καταργηθεί η έμμεση ανάδειξη του προέδρου της Δημοκρατίας (που έχει τη δυνατότητα να διαλύσει τη Βουλή ή να λύσει την κυβέρνηση και να αναθέσει την πρωθυπουργία) και η εκλογή του απ’ ευθείας από τον λαό. Μία τέτοια εξέλιξη μπορεί να σημάνει τη μείωση του παρεμβατισμού του Ιταλού προέδρου, που ιδίως με τους Ναπολιτάνο και Ματαρέλα, απέβη καθοριστικός για τον διορισμό κυβερνήσεων τεχνοκρατών ή ευρείας συνεργασίας.
Μπροστά στην επιτυχία της Μελόνι και την αποτυχία των άλλων κομμάτων, που συνυπέγραψαν την Ατζέντα Ντράγκι και με την κεντροδεξιά να υπόσχεται κατάργηση του εγγυημένου εισοδήματος και ενιαίο φόρο με κατάργηση φοροελαφρύνσεων (που ανακουφίζει μόνο τους πλουσίους), η μόνη λύση της ιταλικής κοινωνίας είναι η αντίδραση από τα κάτω. Τα συνδικάτα βάσης έχουν προκηρύξει πανεθνική γενική απεργία στις 2 Δεκεμβρίου, διεκδικώντας κλαδικές συμβάσεις, αυξήσεις ημερομισθίων, συγκράτηση τιμών και λογαριασμών, εργασιακή ασφάλεια και υγεία, να σταματήσει η δολοφονική «πρακτική των μαθητών σε εργασίες». Τα μεγάλα συνδικάτα από την πλευρά τους βρίσκονται επί ποδός πολέμου, προειδοποιώντας για τα προβλήματα στην εργασία, που πρέπει να λάβει άμεσα υπ’ όψη η επόμενη κυβέρνηση: τελμάτωση των μισθών, αύξηση της προσωρινής εργασίας, ανεπερκείς συνθήκες ασφαλείας, παραπαίων τομέας της Υγείας, που χρειάζεται άμεσα ενίσχυση, καθώς το σύστημα είναι έτοιμο να καταρρεύσει. Επιπλέον, η υπόσχεση της Μελόνι ότι θα εφαρμόσει την Ατζέντα Ντράγκι, ώστε να εξασφαλίσει την ανοχή του ιταλικού City και των βιομηχάνων της Confidustria, δεν επιτρέπει στους εργαζομένους να ευελπιστούν ότι κάτι πρόκειται να αλλάξει σύντομα υπέρ τους.
Η επιτυχία της Μελόνι είναι το τελικό στάδιο της πολιτικής λαθροχειρίας που ξεκίνησε στην Ιταλία το ‘92 με το σκάνδαλο Tangentopoli και την υποτιθέμενη κάθαρση δια της επιχείρησης «Καθαρά Χέρια» (Mani Pulite): Την εκπορευθείσα από τους δυτικούς κύκλους απαξίωση του κοινοβουλευτισμού και της παλιάς πολιτικής πράξης, που οδήγησε στη μετάλλαξη του αριστερού κινήματος, στο απολίτικο πνεύμα και την απομάκρυνση από τα κόμματα και επέβαλε τον λαϊκισμό στην πολιτική ζωή της χώρας. Ενός λαϊκισμού, που ξεκίνησε από τον Μπερλουσκόνι και τη Λέγκα των Μπόσι και Σαλβίνι, πέρασε από τον Μπέπε Γκρίλο και τον Ματέο Ρέντσι και σήμερα βρίσκει διέξοδο στον ψευδοπατριωτισμό και «αντιευρωπαϊσμό» της Μελόνι.
Μία απαξίωση που οδήγησε σε κόμματα «προσωποπαγή», με ad hominem αντιπαραθέσεις και όχι αναμετρήσεις στον στίβο των ιδεών ή της αμιγούς πολιτικής, που άγεται και φέρεται πλέον από τα ευρωατλαντικά κέντρα. Χωρίς ένα αριστερό κίνημα που να δίνει την ελπίδα μίας εναλλακτικής πολιτικής, με το κοινοβουλευτικό σύστημα να έχει αλλοτριωθεί και γελοιοποιηθεί από τυχάρπαστους και αλλοπρόσαλλους χαρακτήρες και με τον κομφορμισμό ή την απογοήτευση του εκλογικού σώματος να εκτοπίζει τη δράση στους δρόμους και τους χώρους δουλειάς, είναι μοιραίο η λαϊκή αντίδραση να διοχετευθεί προς έναν φαινομενικά «ακίνδυνο» για τη δημοκρατία και light φασισμό, όπως αυτόν της Μελόνι ή του ισπανικού Vox, που υποστηρίζει την πατρίδα και τον «μέσο πολίτη».