Στις 16 Σεπτεμβρίου προβλήθηκε δεκάλεπτη συνέντευξη της αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδιας για θέματα αξιών και διαφάνειας, Βέρα Γιούροβα στην Deutsche Welle αναφορικά με τη νομοθετική πρωτοβουλία της Ένωσης για την προάσπιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του τύπου, της διαφάνειας στον χώρο της ενημέρωσης και την αντιμετώπιση της διασποράς ψευδών ειδήσεων.
Με ευθείες αναφορές στην Ουγγαρία του Όρμπαν, η Τσέχα επίτροπος Γιούροβα εξήγησε τους στόχους του νομοθετήματος, μας διασκέδασε με αναφορές από την ανελεύθερη Σοβιετία της παιδικής της ηλικίας, μας αποκάλυψε το προσωπικό της μότο στην πολιτική και τέλος, μας ενημέρωσε πως «είναι στο DNA μας στην Ευρώπη να προστατεύουμε την ελευθερία του λόγου».
Η σημασία των μέσων ενημέρωσης για τη λειτουργικότητα μιας αστικής δημοκρατίας, τη διαμόρφωση του δημοσίου διαλόγου και τον έλεγχο της εξουσίας είναι αυταπόδεικτη. Στην Ελλάδα το γνωρίζουμε καλά, τόσο από τα χρόνια του μνημονίου και την τότε απουσία εναλλακτικής σύμφωνα με τα μέσα, τη μονομέρεια ενημέρωσης το 2015 όσο και τα τελευταία χρόνια, με τον Μωυσή και την υπέρκομψη. Η πλήρης απουσία ελέγχου από τα μεγάλα δημοσιογραφικά μέσα έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου ασυδοσία από την πλευρά της εξουσίας.
Αυτή την ασυδοσία της εξουσίας και τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της με τα ειδησεογραφικά μέσα θέλησε να οριοθετήσει η Κομισιόν, με την τελική πρόταση να προκαλεί πολλά ερωτήματα για τις πραγματικές στοχεύσεις της.
Διαφάνεια, πλουραλισμός απόψεων και πως να τα αποφύγεις
Η Κομισιόν αντιλαμβάνεται πως η πληροφορία που φτάνει σε μας από τα μεγάλα μέσα, δεν μας μεταφέρει απλά μια απεικόνιση της πραγματικότητας, αλλά ως έναν μεγάλο βαθμό τη διαμορφώνει. Αυτόν, τον τόσο κρίσιμο κλάδο, έρχεται λοιπόν να ρυθμίσει, βάζοντας ως προμετωπίδα τη διαφάνεια, υιοθετώντας μερικές από τις προτάσεις των ενώσεων του δημοσιογραφικού χώρου, χωρίς όμως, καμία από τις ασφαλιστικές δικλείδες που αυτές επίσης προτείνουν. Προφανώς, οι προτεινόμενες αλλαγές είναι πολλές και εδώ θα διαλέξουμε μερικές μόνο από αυτές, σε ένα πρακτικό παράδειγμα του πως λειτουργεί (αναγκαστικά) ο χώρος της ενημέρωσης.
Αρχικά, για να διαθέτει τη δυνατότητα δεσμευτικής νομοθετικής ρύθμισης για όλα τα κράτη-μέλη, η Κομισιόν αντιμετωπίζει τον χώρο της ενημέρωσης ως χώρο οικονομικής δραστηριότητας και τον υπάγει πλέον στην εσωτερική κοινή ευρωπαϊκή αγορά. Διακηρυκτικοί στόχοι είναι η διαφάνεια (τόσο ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς, όσο και ως προς τις δημόσιες δαπάνες σε διαφήμιση), ο πλουραλισμός και η ενίσχυση της αξιοπιστίας των παρεχόμενων πληροφοριών.
Σύμφωνα με τον προτεινόμενο νόμο, όλες οι εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον χώρο της ενημέρωσης υποχρεούνται να γνωστοποιούν τόσο τον ιδιοκτήτη, όσο και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Η λογική πίσω από αυτή τη ρύθμιση είναι η διασφάλιση πως δεν θα υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων, οι οποίες θα επηρεάζουν την ποιότητα της παρεχόμενης πληροφορίας ή θα κατευθύνουν την κοινή γνώμη προς υπεράσπιση συγκεκριμένων συμφερόντων.
Σε συνέχεια, η Κομισιόν φέρεται να ανησυχεί για την κρατική παρέμβαση και την επιρροή της εξουσίας στους δημοσιογραφικούς ομίλους, κοιτώντας ευθέως την περίπτωση της Ουγγαρίας και δευτερευόντως της Πολωνίας. Για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο αυτό, καθιστά υποχρεωτική τη δημοσιοποίηση των δημόσιων δαπανών για διαφήμιση στα μέσα ενημέρωσης. Ταυτόχρονα, καλεί τα κράτη μέλη να ισομοιράζουν τις δαπάνες αυτές, ώστε να επιτευχθεί ένας πλουραλισμός στην πληροφορία, η οποία θα φτάνει στον πολίτη. Ο πλουραλισμός ως έννοια φαίνεται να απασχολεί πολύ την Κομισιόν, καθώς αναφέρεται συχνά ως βασικός στόχος του κανονισμού τον οποίο εισάγει. Ευγενής ο στόχος, άρα θα ήταν αναμενόμενη η ύπαρξη ενός οργάνου και μηχανισμών, οι οποίοι θα επιβλέπουν και θα δημιουργούν αυτό το πλαίσιο, στο οποίο ο πλουραλισμός απόψεων πράγματι θα ανθούσε. Και προβλέπεται. Ονομάζεται European Board for Media Services.
Και εδώ αρχίζει το ενδιαφέρον κομμάτι, το οποίο αποτελεί, υποπτευόμαστε, και την πραγματική στόχευση του κανονισμού. Το συμβούλιο αυτό θα αποτελείται από τις εθνικές αρχές για τα μέσα ενημέρωσης και θα εκδίδει γνωμοδοτικές αποφάσεις, θα παρέχει πληροφορίες και ειδικούς στα κράτη-μέλη και θα προωθεί τις βέλτιστες πρακτικές. Με λίγα λόγια, μια γνώμη θα εκφέρει. Σχεδόν. Τα μέλη του θα έχουν μια πραγματικά αποφασιστική αρμοδιότητα και αυτή θα είναι ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης για τυχόν παρεμβάσεις και επιρροές από κράτη εκτός του μπλοκ της Ένωσης. Και αν θεωρεί το συμβούλιο πως ένα μέσο ασκεί προπαγάνδα, τότε έχει δυνατότητα να αναστείλει τη λειτουργία του. Διότι καλός ο πλουραλισμός απόψεων, να τον επικαλούμαστε, αλλά μη μας λένε και τις απόψεις τους οι ξένοι. Ή και όχι μόνον οι ξένοι.
Ένα βασικό πρόβλημα είναι το πως ορίζεται η ξένη παρέμβαση. Θα μπορούσε ένα μέσο το οποίο ασκεί συστηματική κριτική στο ΝΑΤΟ ή τις δυτικές δημοκρατίες να θεωρηθεί ως δάχτυλος ξένων δυνάμεων; Δυστυχώς, η απάντηση είναι: πολύ πιθανόν. Επιπλέον, μπαίνει και ένα αξιακό ζήτημα. Με την υιοθέτηση αυτού του κανονισμού, ο ευρωπαϊκός χώρος πια θα λαμβάνει μια πολύ μονόπλευρη ενημέρωση για τα ζητήματα τα οποία αφορούν την εξωτερική πολιτική των χωρών του και τα τεκταινόμενα στον μη δυτικό κόσμο, ζητήματα όμως, τα οποία έχουν άμεσο αντίκτυπο και στην εσωτερική πολιτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της απαγόρευσης των ρωσικών μέσων μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Η ενημέρωση για έναν πόλεμο ο οποίος επηρεάζει και θα επηρεάζει την ζωή μας με σαρωτικούς όρους, είναι μονόπλευρη, το αφήγημα στα μαζικά μέσα περιστρέφεται γύρω από τον κακό και αυταρχικό Πούτιν και δεν υπάρχει καμία αναφορά σε τυχόν ευθύνες των κυβερνήσεων μας για την εξέλιξη της κατάστασης. Το μήνυμα σαφές. Προπαγάνδα στους πολίτες μας θα κάνει μόνο το δικό μας μπλοκ εξουσίας.
Η θεσμοθέτηση της λογοκρισίας από πλευράς Κομισιόν είναι ένα τρομακτικό βήμα αποδημοκρατικοποίησης της Ένωσης, μια διαδικασία, όπως γνωρίζουμε καλά στην Ελλάδα των μνημονίων, η οποία έχει ξεκινήσει από καιρό, αν δεν είναι εν τέλει και στο πολιτικό DNA της. Η πρωτοβουλία της Κομισιόν συνοδεύεται και με εγχώριες πρωτοβουλίες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σχεδιάζει μια «Επιτροπή Δεοντολογίας» για τα μέσα ενημέρωσης, με διετή θητεία, η οποία θα ελέγχει τα μέσα και την ποιότητά τους με βάση ισχύοντες Κώδικες Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας των δημοσιογράφων. Η Επιτροπή αυτή θα έχει την δυνατότητα τόσο να αποκλείει μέσα από προγράμματα δημόσιας χρηματοδότησης, αλλά ακόμη και να διαγράψει επιχειρήσεις από τα μητρώα για δύο χρόνια.
Κομισιόν και εθνικές αρχές φαίνονται έτοιμες να φορέσουν σιδερένιο κοστούμι στα μέσα ενημέρωσης και να οριοθετήσουν τις δυνατότητες σφαιρικής ενημέρωσης για τα πεπραγμένα τους, προβάλλοντας ως καρότο τη διαφάνεια. Η κυρία Γιούροβα χαρακτήρισε τον προτεινόμενο κανονισμό ως «νομοθεσία για την εποχή μας» και έχει απόλυτο δίκιο. Διότι η εποχή μας είναι η εποχή του Τραμπ και του σοκ. Τίποτα δεν μπορεί στην πραγματικότητα να σοκάρει ένα ήδη μουδιασμένο κοινό, το οποίο τελεί υπό διαρκές σοκ. Με αυτή την έννοια, το μαζικό ακροατήριο δεν ενδιαφέρεται ή, ακόμη πιο σημαντικό, δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει και να διαχειριστεί την πληροφορία ότι ο τάδε ενημερωτικός όμιλος ανήκει σε συγκεκριμένο επιχειρηματία ή ότι ο δείνα τηλεοπτικός σταθμός έχει λάβει δυσανάλογο μερίδιο δημόσιας διαφημιστικής δαπάνης. Άλλωστε, χωρίς τους κατάλληλους ελεγκτικούς μηχανισμούς, είναι πολύ εύκολη η οικονομική ενίσχυση συγκεκριμένων μέσων ενημέρωσης φιλικών στο μπλοκ εξουσίας δια της πλαγίας οδού. Και το πιο σημαντικό από όλα, αν κάποιος ελέγχει τα μέσα, είναι σε θέση να διαχειριστεί και τον αντίκτυπο των ατασθαλιών, όταν αυτές φτάσουν στο φως της δημοσιότητας. Η «λίστα Πέτσα» και ο αναλογικά ανύπαρκτος αντίκτυπός της στη δημόσια ζωή, ως πρόσφατο παράδειγμα στη χώρα μας, αποτελεί μάρτυρα αυτής της πραγματικότητας.
«Δείξε μου τον εχθρό σου, να σου πω ποιος είσαι»
Αυτό είναι και το πολιτικό μότο της επιτρόπου Γιούροβα, όπως αποκάλυψε η ίδια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της στην DW. Η αναφορά έγινε ως προς την σχέση της με τον Ούγγρο πρωθυπουργό, Βίκτορ Όρμπαν, και την κριτική την οποία της έχει ασκήσει. Η κ. Γιούροβα, με ένα πολύ ζεστό χαμόγελο, δήλωσε περήφανη που την έχει στοχοποιήσει ένας άνθρωπος, ο οποίος χρησιμοποιεί τα μέσα ενημέρωσης για να εδραιώσει και να αναπαράγει την εξουσία του, σε ένα καθεστώς το οποίο πρόσφατα το Ευρωκοινοβούλιο έπαψε να θεωρεί δημοκρατικό.
Υπάρχει μια δελεαστική σκέψη γύρω από την πρόσφατη στοχοποίηση του Όρμπαν εκ μέρους της Ε.Ε. Είναι αρκετά πιθανό, η σκλήρυνση της στάσης της Ένωσης απέναντι στην, ομολογουμένως αυταρχική κυβέρνηση της Βουδαπέστης να σχετίζεται περισσότερο με την στάση της Ουγγαρίας απέναντι στην Ρωσία παρά με το επίπεδο της δημοκρατίας στη χώρα των Μαγυάρων. Η Βουδαπέστη προκαλεί προβλήματα στη συνοχή της Ένωσης απέναντι στο Κρεμλίνο, διαρρηγνύει την κοινή στάση των κρατών-μελών και συνεχίζει να αντιμετωπίζει την Ρωσία ως εμπορικό εταίρο. Έτσι, η Ε.Ε. ανακαλύπτει εκ νέου την, γνωστή εδώ και χρόνια, κατάσταση στην Ουγγαρία και με αυτό ως πρόσχημα προσπαθεί να στριμώξει την κυβέρνησή της, την ίδια στιγμή που καταπίνει τις αντίστοιχες ενστάσεις της για την Πολωνία.
Ίσως αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο διάλεξε να αντιστρέψει το γνωστό ρητό η Βέρα Γιούροβα. Διότι αν μίλαγε για τους φίλους τους, με έκπληξη ο τηλεθεατής μπορεί να έβρισκε πολλές ομοιότητες με τον Βίκτορ Όρμπαν…
Αφού αθωώθηκε από μια κατηγορία χρηματισμού το 2008, η Αντιπρόεδρος Αξιών και Διαφάνειας, έγινε μέλος του κόμματος «Δράση Δυσαρεστημένων Πολιτών» (ΑΝΟ) το 2012. Το κόμμα ιδρύθηκε το 2011, από τον Αντρέι Μπάμπις, τον δεύτερο πλουσιότερο Τσέχο και η πολιτική τοποθέτηση του ήταν στο ακραίο κέντρο με νεοφιλελεύθερη οικονομική ατζέντα. Η προβολή του ήταν αντισυστημική, ως ενός κόμματος για όλους τους Τσέχους οι οποίοι ένιωθαν πως ζουν σε διεφθαρμένη χώρα. Χαρακτηριστικό του λαϊκίστικου προσήμου που έφερε το κόμμα αυτό, ήταν η θέση του για κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας. Το κόμμα, στο οποίο χρωστά την πολιτική καριέρα της η κ. Γιούροβα, κυριάρχησε γρήγορα στις εκλογικές μάχες, συμμετείχε σε κυβερνήσεις συνεργασίας και οδήγησε τον ιδρυτή του στον πρωθυπουργικό θώκο, από τον οποίο και παραιτήθηκε προσωρινά λόγω ενός σκανδάλου παράνομων επιδοτήσεων των επιχειρηματικών του ομίλων από την Ε.Ε.
Η περίοδος ανόδου του ΑΝΟ στην Τσεχία συμπίπτει με την δημιουργία ανάλογων «κινημάτων πολιτών» σε όλη την Ευρώπη, ως απότοκο και της οικονομικής κρίσης. Η επιτυχία του ΑΝΟ όμως ήταν αξιοσημείωτη. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή, μάλλον έπαιξε η στήριξη που έλαβε από φιλικά μέσα ενημέρωσης εντός της Τσεχίας. Η λέξη «φιλικά» δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στην πραγματικότητα. Το 2013, ο Αντρέι Μπάμπις μέσω του ομίλου του Agrofert, αγόρασε δύο εφημερίδες, έναν τηλεοπτικό σταθμό και από το 2014, το Radio Impuls, το δημοφιλέστερο ραδιοφωνικό σταθμό της χώρας. Με λίγα λόγια, όπως και ο Όρμπαν στην Ουγγαρία, ο Μπάμπις οριακά αγόρασε την άνοδό του στην εξουσία. Παρά τα σκάνδαλα φοροδιαφυγής, επιδοτήσεων κ.α., με την κατάλληλη κάλυψη των υπαλλήλων του ο Αντρέι Μπάμπις παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους πολιτικούς της χώρας του.
Η δημοσιογράφος της DW δεν έφερε σε δύσκολη θέση την καλεσμένη της. Αντιθέτως, με φιλοφρονήσεις και συμπάθεια, σκαρφαλωμένες σε ένα φιλελεύθερο βάθρο καταδίκαζαν, από κοινού, τον κακό και ανελεύθερο Όρμπαν, κρατούσαν αποστάσεις από τη δυσωδία της διαπλοκής και την καταδίκασαν χωρίς να κοιτάξουν λεπτό τον εαυτό τους στον καθρέφτη. «Κυρία Γιούροβα, θέλετε να τερματίσετε τη διαπλοκή μέσων ενημέρωσης και εξουσίας, αλλά πού θα ήσασταν εσείς χωρίς αυτήν;» είναι το ερώτημα το οποίο δεν έθεσε ποτέ η αντικειμενική, ψύχραιμη και σφαιρικών απόψεων DW.
Αυτή η δημοσιογραφική προσέγγιση είναι η νέα πραγματικότητα της ηπείρου μας, εναρμονισμένη με το πραγματικό πολιτικό DNA της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δυνατότητα ενημέρωσης την εποχή της πληροφορίας γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, η επιτακτικότητά της όμως ολοένα και μεγαλύτερη. Η αξιοπιστία των μεγάλων μέσων ενημέρωσης φθίνει και το μέλλον της δημοσιογραφίας είναι εξαιρετικά δυσοίωνο. Θετική εξέλιξη είναι τα ολοένα και περισσότερα εγχειρήματα ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, με απευθείας χρηματοδότηση από το κοινό τους, τα οποία παράγουν σημαντικό ερευνητικό έργο και αναδεικνύουν σοβαρά ζητήματα. Χωρίς όμως την κατάλληλη στήριξη από μαζικό ακροατήριο, τα εγχειρήματα αυτά είναι καταδικασμένα να αποτύχουν, μια αποτυχία η οποία θα έχει μεγάλες επιπτώσεις στην ποιότητα της δημοκρατίας μας.