Θανάσης Γαλανάκης: «Είναι δυνατόν μια επιδημία γρίπης, οσοδήποτε σοβαρή, να αλλάξει το παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικὸ καθεστώς ‒ όσο δεν το άλλαξαν φοβερές θεομηνίες, όπως η πανώλη και η χολέρα στο παρελθόν και εξακολουθητικές μάστιγες, όπως η ελονοσία και η φυματίωση, για τις οποίες η ανθρωπότητα πληρώνει ακόμα τίμημα εκατομμυρίων θυμάτων κάθε χρόνο; Αυτό είναι το ερώτημα που θα έπρεπε πριν απ’ οτιδήποτε άλλο να θέσουμε τούτη τη στιγμή· και όμως η κοινή λογική μοιάζει να έχει αδιανόητα παγώσει… Αν το θέταμε, εν πάση περιπτώσει, θα γινόταν αμέσως αντιληπτή μια παράλογη αναντιστοιχία της πολιτικής αντιμετώπισης με τα «σκληρά» επιδημιολογικά δεδομένα· και τότε μόνο μία εξήγηση θα έμενε: ότι οι αλλαγές αυτές έχουν άλλα αίτια, ότι ήταν ενδεχομένως δρομολογημένες νωρίτερα και ότι η εμφάνιση μιας επιδημίας (συμπτωματικά τού λεγόμενου Sars-CoV-2, όπως οιασδήποτε άλλης ίωσης αυτής της τάξεως, του είδους που επανειλημμένα είχαμε τα πρόσφατα χρόνια) ήταν η αναμενόμενη πρόφαση για να εφαρμοστούν ή να επιταχυνθούν».
Έτσι ξεκινά το «Εισαγωγικό σημείωμά» σου στο βιβλίο του David Cayley, Ερωτήματα για την τρέχουσα πανδημία υπό τη θεώρηση του Ιβάν Ίλιτς. Πανδημικές Αποκαλύψεις (Αλήστου Μνήμης: Αθήνα 2021). Έχοντας πλέον αποδεχθεί (εκ του αποτελέσματος) ότι πολλές επιπτώσεις του κορονοϊού σε κοινωνικό επίπεδο εντάσσονται σε ένα ευρύτερο modus operandi τού μεγαλύτερου τμήματος του πολιτικού κόσμου, πού θα τοποθετούσες σήμερα το κέντρο της συζήτησης;
Φώτης Τερζάκης: Είναι δύσκολο να βρει κάποιος λόγια να περιγράψει τον πολιτικό εφιάλτη που ζήσαμε τούτη τη διετία, Θανάση, επειδή δεν μοιάζει με τίποτε απ’ όσα γνωρίσαμε στο πρόσφατο παρελθόν· αλλά και για τον επιπλέον λόγο ότι ποτέ δεν είχαμε φτάσει σε τέτοιον βαθμό διαστροφής των εννοιών, καταστροφής των σημασιών και σφαγής των νοημάτων, που αχρηστεύει εκ προοιμίου κάθε απόπειρα επιχειρηματολογίας και ωθεί απευθείας στην παράκρουση. Ας επιχειρήσουμε κατ’ αρχάς να συνοψίσουμε όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμα, βήμα-βήμα, τους κρίκους της αλυσίδας που μας έφερε στο τοπίο καταστροφής όπου στεκόμαστε τώρα. Σε πρώτη φάση οργανώθηκε από κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς μια εκστρατεία υγειονομικής τρομοκράτησης του παγκόσμιου πληθυσμού: Μαζικά Μέσα, αρμόδιοι φορείς και δοτές «επιτροπές επιστημόνων» προσπάθησαν να μας κάνουν να πιστέψουμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε μία από τις πιο θανατηφόρες επιδημίες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Και για να γίνει αυτό χρειάζονταν νεκροί. Ως ένα σημείο σκηνοθετήθηκαν (όπως στην περίπτωση που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα στην Ιταλία, όταν κινηματογραφημένη πομπή με φέρετρα πνιγμένων μεταναστών από τη Λαμπεντούζα προβλήθηκαν ως εικόνα «θυμάτων τού κορονοϊού»)· πέραν αυτού όμως έπρεπε να υπάρξουν αληθινοί νεκροί, για να εμπεδωθεί ο τρόμος, και γρήγορα το ιατρικό σύστημα βοήθησε σε αυτό: καθώς ο πανικός έκανε τους ανθρώπους να συρρέουν μαζικά στα νοσοκομεία με τα πρώτα συμπτώματα κοινής γρίπης, τα νοσοκομεία, αποδυναμωμένα ήδη από δεκαετίες νεοφιλελεύθερων περικοπών στις «δαπάνες υγείας», κατέρρευσαν. Το εξαντλημένο προσωπικό, πανικόβλητο και το ίδιο, ούτε έφτανε για να χειριστεί τις περιπτώσεις ανάλογα με τη σοβαρότητά τους ούτε είχε την ψυχραιμία ή τις γνώσεις για να τις αντιμετωπίσει ορθολογικά. Επιπλέον, δεν είχε ούτε την άδεια να το κάνει: υπήρξαν από την πρώτη στιγμή «άνωθεν πρωτόκολλα» για την αντιμετώπιση των διαγνωσμένων με Covid ασθενών, και αυτά αποδείχθηκαν αληθινά πρωτόκολλα θανάτου. Οι άνθρωποι έμπαιναν στα νοσοκομεία με μια γρίπη που στη χειρότερη περίπτωση είχε εξελιχθεί σε πνευμονία, κρατιούνταν εκεί σε συνθήκες αυστηρής απομόνωσης και εγκατάλειψης και είτε εξαντλούνταν μέχρι θανάτου από την κακουχία και την ασιτία είτε, στις περισσότερες περιπτώσεις, θεραπεύονταν μεν με μια στοιχειώδη αντιβίωση είτε από μόνοι τους, αλλά εν συνεχεία, στην κατάσταση της επιβεβλημένης αποδυνάμωσης, τους θέριζαν οι νοσοκομειακές λοιμώξεις. Εναλλακτικά, εισάγονταν άρον-άρον στις εντατικές και διασωληνώνονταν, συχνά από αναρμόδιο προσωπικό, με ελάχιστες πιθανότητες να βγουν ζωντανοί. Και, τονίζω, όποιος υγειονομικός ήθελε να χρησιμοποιήσει μια διαφορετική στρατηγική αντιμετώπισης απειλούνταν ευθέως με ποινικές κυρώσεις.
Το θανατικό άρχισε να γίνεται έτσι αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Όλο αυτό συνοδεύτηκε από στρατηγικές βιασμού της πραγματικότητας και των εννοιών μέσω των οποίων είχαμε μάθει ως τώρα να την κατανοούμε. Αναπόσπαστο μέρος της κρατικής τρομοκρατίας ήταν η καθημερινή αναγγελία αριθμών «κρουσμάτων». Για να ακούγονται όμως αυτοί οι αριθμοί υπέρογκοι έπρεπε προηγουμένως να τροποποιηθεί η έννοια του «κρούσματος». Κρούσμα ως τώρα λέγαμε το περιστατικό μιας νόσου εκδηλωμένης με αναγνωρίσιμα συμπτώματα· για την περίσταση, όμως, χαλκεύθηκε η οξύμωρη έννοια του «ασυμπτωματικού κρούσματος»: περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν βρεθεί απλώς «θετικοί» στον συγκεκριμένο ιό βάσει ενός διαγνωστικού τεστ. Με αυτή την έννοια, βέβαια, είμαστε όλοι «ασυμπτωματικά κρούσματα» σε χιλιάδες ιούς με τους οποίους φυσιολογικά συμβιώνουμε – αρκεί να φτιάξουμε ένα αρμόδιο τεστ για να τους ανιχνεύσει! Για να αποδώσει αυτό το στρατήγημα, σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ένα τεστ που να λειτουργεί σαν διαγνωστικό μαντείο, και τον ρόλο αυτό εκλήθη να παίξει το λεγόμενο PCR test (το οποίο, σύμφωνα με τον ίδιο τον κατασκευαστή του, δεν είχε φτιαχτεί για αυτόν τον σκοπό). Το συγκεκριμένο τεστ είχε (και έχει)- δύο κυρίως ελαττώματα: πρώτον, ότι ανιχνεύει αδιακρίτως και άλλους ιούς, πέραν του εμμονικά ζητούμενου Sars-CoV-2· και δεύτερον, ότι έχει περιορισμένη αξιοπιστία, που κυμαίνεται τεραστίως ανάλογα με τους κύκλους στους οποίους εκτελείται: αν στους 25 κύκλους η αξιοπιστία του υπολογίζεται στο περίπου 70%, στους 35 κύκλους πέφτει μόλις στο 5% – και συνήθιζαν να το κάνουν στους 40 και πλέον κύκλους! Το επόμενο βήμα σε αυτή τη μεθόδευση ήταν να καταγράφουν ως «θάνατο από Covid» οποιονδήποτε πέθαινε από οιαδήποτε αιτία, εφόσον κάποια στιγμή είχε παρουσιάσει ένα θετικό τέτοιο «διαγνωστικό» τεστ. Και εφόσον αυτά τα τεστ λειτουργούσαν με τους τρόπους που είπα ως μηχανές παραγωγής «κρουσμάτων», είναι ευνόητο ότι, αυξάνοντας τον αριθμό των τεστ, αύξαναν κατά βούλησιν τους αριθμούς των ανακοινώσιμων «κρουσμάτων».
Τέλος, σε αυτή τη μεθόδευση προστέθηκε ένα επιπλέον στρατήγημα: η δημιουργία στατιστικών μοντέλων που προέβλεπαν γεωμετρική αύξηση των «κρουσμάτων» και των δυνητικών θανάτων σε προσεχή χρόνο – τα οποία εν συνεχεία εκλάμβαναν ως εμπειρικά δεδομένα για τη χάραξη προληπτικών πολιτικών.
Θ.Γ.: Στην ουσία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένα υγειονομικό εν προκειμένω ζήτημα ενδύθηκε με έξωθεν σκοπιμότητες με στόχο αφενός τη συγκάλυψη των συστημικών ανεπαρκειών (στην υγεία και αλλού) και αφετέρου την κατατρομοκράτηση του λαού μέσω πρακτικών που εκ του αποτελέσματος κρίθηκαν περιττές έως αναποτελεσματικές;
Φ.Τ.: Κάτι παραπάνω… Το τερατώδες αυτής όλης της σκηνοθεσίας ήταν από την πρώτη στιγμή εμφανές σε όποιον κοίταζε με απροκατάληπτο μάτι, και ήταν αδύνατον να μην προκαλέσει τεράστια ερωτηματικά για την πολιτική σκοπιμότητα μιας τέτοιας μεθόδευσης. Πολλοί έντιμοι επιστήμονες μάλιστα αντέδρασαν κι εξέφρασαν δημοσίως τις επιφυλάξεις τους για τη διαδιδόμενη εικόνα (ένας απ’ αυτούς ήταν επί παραδείγματι ο Γιάννης Ιωαννίδης στην Ελλάδα). Η διαφωνία όμως φιμώθηκε βάναυσα και στήθηκε ένας εξίσου πρωτοφανής μηχανισμός εξόντωσης του οποιουδήποτε αμφισβητούσε την υπηρεσιακή «αλήθεια».
Η σοβαρότητα μιας επιδημίας κρίνεται από το ποσοστό νοσηρότητας (δείκτη που αφορά το πόσα άτομα ενός πληθυσμού έχουν νοσήσει) και το ποσοστό θνητότητας (δηλ. πόσοι από εκείνους που νόσησαν πεθαίνουν). Η νοσηρότητα του αρχικού στελέχους τού ιού ήταν χαμηλή και αφορούσε κυρίως ηλικιωμένους και ευπαθείς ομάδες. Η θνητότητα του Sars-CoV-2 υπολογίστηκε από νωρίς κάπου μεταξύ 0,02% (για νεαρές ηλικίες) και 0,25% (για μεγάλες ηλικίες ή/και οργανισμούς επιβαρυμένους από άλλα νοσήματα)· επιπλέον, ο μέσος ηλικιακός όρος των καταληκτικών περιπτώσεων (με όλη την κολοσσιαία υπερκαταγραφή) ήταν γύρω στα 78 έτη, με προσδόκιμο ζωής στις κοινωνίες μας τα 80 έτη: δηλαδή, θα μπορούσε να πει κάποιος, πέθαιναν λίγο-πολύ εκείνοι που ήταν αναμενόμενο να πεθάνουν από οιαδήποτε άλλη αιτία. Ουδέποτε μέχρι σήμερα αμφισβητήθηκαν ή αναθεωρήθηκαν αυτά τα στοιχεία. Ήταν από όλες τις απόψεις μια μέτριας σοβαρότητας γρίπη – και η σοβαρότητα αυτή μειωνόταν κατακόρυφα όσο ο ιός διαδιδόταν και μεταλλασσόταν (πράγμα που έχει γίνει κατάφωρο σήμερα). Προς τι λοιπόν αυτός ο πανικός;
Το προς τι φάνηκε εμπράκτως από τα μέτρα που σύστησε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και που έσπευσαν να εφαρμόσουν με ζήλο οι περισσότερες χώρες τού ανεπτυγμένου λεγόμενου κόσμου (και οι ελάχιστες εξαιρέσεις, χωρών όπως η Σουηδία και η Ιαπωνία ή ηπείρων όπως η Αφρική, μπορούν να χρησιμοποιηθούν αναδρομικά ως πολύτιμοι συγκριτικοί δείκτες). Εν μία νυκτί επιβλήθηκε ένα αποτρόπαιο καθεστώς εγκλεισμού και αστυνομικού ελέγχου της ζωής, της μετακίνησης και των διαπροσωπικών σχέσεων των ανθρώπων, που πάγωσε την κοινωνική και την οικονομική ζωή, με ολέθριες συνέπειες στη διαβίωση των πιο ασθενών κοινωνικών στρωμάτων, την εξόντωση των φτωχότερων και τη καταρράκωση της ψυχικής υγείας ολόκληρου του πληθυσμού. Επιβλήθηκε το σαδιστικό και παράλογο βασανιστήριο της καταναγκαστικής μασκοφορίας, που επιδείνωσε τεραστίως τη συλλογική υγεία, καθώς οι άνθρωποι υποχρεώθηκαν να εισπνέουν επί μακρά διαστήματα επικίνδυνο διοξείδιο του άνθρακα με αποτέλεσμα την πρόσθετη αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού τους μηχανισμού1 – ήδη επιβαρυμένου από τον εγκλεισμό και τη συνακόλουθη έλλειψη βιταμίνης D, από τη στέρηση της ανακουφιστικής σωματικής επαφής, από την ψυχική και πνευματική κατάρρευση που επέφερε η παρατεταμένη αδράνεια, η ανεργία και η αυξανόμενη οικονομική πίεση, αλλά και από τον διαρκώς ανανεούμενο τρόμο… Όλα αυτά εμφανώς αύξησαν τους δείκτες νοσηρότητας από κάθε αιτία και έκαναν τους ανθρώπους όλο και πιο ευάλωτους στο ίδιο αυτό που υποτίθεται ότι προσπαθούσαν να αποτρέψουν. Ταυτόχρονα, η «κοβιντοποίηση» του νοσοκομειακού συστήματος απέκλεισε από τις συνήθεις ιατρικές υπηρεσίες ανθρώπους με συνεχή ανάγκη παρακολούθησης, με αποτέλεσμα της ραγδαία επιδείνωση των υπαρχουσών νοσηροτήτων και, βέβαια, της γενικής θνησιμότητας — πράγμα που μέχρι μια ορισμένη στιγμή προσπαθούσαν να φορτώσουν επιπροσθέτως στον «Covid».
Τέτοια σαδιστική μεταχείριση του κοινωνικού σώματος από το κράτος δεν είχαν γνωρίσει οι δυτικές κοινωνίες από την περίοδο της ναζιστικής Γερμανίας. Ήταν σαν να έσπρωχναν εσκεμμένα τον κόσμο στην απόγνωση, μόνο και μόνο για να του προτείνουν, σαν επιστέγασμα όλης αυτής της ολέθριας στρατηγικής, τη θαυματουργή λύση-«διαβατήριο για την ελευθερία»: μια σειρά πειραματικών εμβολίων, γενετικής τεχνολογίας, που παρασκευάστηκαν «στο πόδι» από λίγες φαρμακευτικές εταιρείες-γίγαντες σε λαχανιασμένο αγώνα να προλάβουν τη διαφαινόμενη ευκαιρία κερδοφορίας πρωτοφανών διαστάσεων. Ας μη συζητήσω για την ώρα τί σημαίνει «γενετικής τεχνολογίας»· ας μείνω μονάχα στο απλό και πασίδηλο γεγονός ότι ένα εμβόλιο μπορεί να θεωρηθεί κατά τεκμήριο ασφαλές σε ορίζοντα δεκαετίας, και ότι τα δεδομένα «εμβόλια», έχοντας παρασκευαστεί με συνοπτικές και αδιαφανείς διαδικασίες, αδειοδοτήθηκαν από τους αμερικανικούς κι ευρωπαϊκούς Οργανισμούς Φαρμάκων κατά παράβασιν της καθιερωμένης δεοντολογίας και μόνο «conditionally» (δοκιμαστικά και υπό όρους). Ποτέ δεν μάθαμε τί ακριβώς περιέχουν (το «εμπορικό απόρρητο» βλέπεις!) ούτε τι συμβόλαια υπέγραψαν οι κυβερνήσεις με τις φαρμακευτικές εταιρείες που τα παράγουν – τι δεσμεύσεις ανέλαβαν δηλαδή απέναντί τους. Οι εταιρείες απέκρυψαν ακόμη και τα δεδομένα των πειραματικών δοκιμών τους που θα προειδοποιούσαν το κοινό για τους ενδεχόμενους κινδύνους2. Φρόντισαν όμως να κατοχυρώσουν το ακαταδίωκτο, μετακυλίοντας τυχόν ποινικές ευθύνες στα κράτη-πελάτες.
Θ.Γ.: Φυσικά, μέσω μιας αποκλειστικής λογικής κατά την οποίαν οι εμβολιασμένοι συνέχιζαν τη ζωή τους (όποια ζωή τους εντός του καθεστώτος τού εγκλεισμού), ενώ οι ανεμβολίαστοι υποβιβάστηκαν σε πολίτες β΄ κατηγορίας, αποκλειόμενοι από εργασία, κοινωνική ζωή, ψυχαγωγία και διασκέδαση, πάντοτε φέροντας την ταμπέλα τού “ψεκασμένου”, μια κρατική επινόηση που συμπεριληπτικά περιελάμβανε υπό τη σκέπη της τόσο εκείνους που ζητούσαν αυτοδιάθεση του σώματός τους, όσο και εκείνους που θεωρούσαν ότι το εμβόλιο είναι ένα ακόμα λιθαράκι στον εκφυλισμό τού εκλεκτού ελληνικού γονιδιώματος… Επιπλέον, σε όλα αυτά θα πρέπει να επισημανθεί και η βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητα των εμβολίων (αν και βάσει τόσο εμπειρικών όσο και επιστημονικών δεδομένων, ενδέχεται ο εμβολιασμός να προστατεύει πράγματι από ισχυρή νόσηση, χωρίς όμως να αποκλείεται η βαριά νόσηση ή ακόμη και ο θάνατος), κατ’ αντιδιαστολήν προς τις παντελώς άγνωστες ακόμα μακροπρόθεσμες παρενέργειες του εμβολίου ‒ παρενέργειες που ουδείς γνωρίζει πώς και σε ποια κλίμακα θα εξελιχθούν, οδηγώντας όσους έχουμε εμβολιαστεί σε ένα στρεσογόνο αδιέξοδο.
Φ.Τ.: Το ότι οι εμβολιασμένοι νοσούν λιγότερο ή ελαφρότερα είναι ένα ακόμη επιστημονικοφανές ιδεολόγημα, εγγενώς μη αποδείξιμο – αφού, όποια κι αν είναι η νοσηρότητα ή θνητότητα των εμβολιασμένων, πάντα θα πει κάποιος ότι «θα ήταν χειρότερα εάν δεν είχαν εμβολιαστεί». Μόνο προσεκτικά σταθμισμένη συγκριτική έρευνα μπορεί να δείξει εδώ κάτι έγκυρο, αλλά αυτό προϋποθέτει ανεμβολίαστο πληθυσμό ως ομάδα ελέγχου: αυτό ακριβώς προσπάθησαν να εξαλείψουν! Σε κάποιον που έχει μια στοιχειώδη κατανόηση του τι είναι και πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος ανοσοποιητικός μηχανισμός, δεν φαίνεται καθόλου παράδοξο το ότι οι εμβολιασμοί, και μάλιστα επαναλαμβανόμενοι (!), καταστρέφουν τη θαυμαστή αυτορρυθμιστική του ικανότητα με αποτέλεσμα αυξημένη ευπάθεια σε κάθε είδους νοσογόνους παράγοντες3 .
Θέλω για την ώρα να δει κάποιος τη μεγάλη εικόνα: «εμβόλια» αβέβαιης αποτελεσματικότητας και διακινδύνευσης προτείνονται ως μοναδική διέξοδος από εφιαλτικά και κυριολεκτικώς φονικά μέτρα, που έχουν προταθεί ως μέσον προφύλαξης από μία ελάχιστα επικίνδυνη επιδημία! Και αυτό δεδομένου ότι καμία επιδημία στην ιστορία τής ανθρωπότητας δεν έχει ανακοπεί με εμβολιασμούς, ενώ μέχρι χθες η κοινή ιατρική πείρα έλεγε ότι εμβολιασμοί δεν συνίστανται κατά την έξαρση μιας επιδημίας… Πόσο πιο μακριά μπορεί να πάει η καταστροφή της λογικής; Και όμως μπορεί. Διότι οι κυβερνήσεις δεν «πρότειναν» απλώς τα υποτιθέμενα εμβόλια ως οδό σωτηρίας: τα επέβαλαν! Ανατριχιάζει κανείς και μόνο στη σκέψη ότι μια πολιτική εξουσία μπορεί να υποβάλει ολόκληρο τον πληθυσμό της σε ιατρικό πείραμα. Και όμως αυτό έγινε στις κοινωνίες μας, τη στιγμή που μιλάμε, μπροστά στα μάτια μας, και δεν άνοιξε ρουθούνι…
Τα επέβαλαν με έκτακτες αποφάσεις που ανατινάζουν όλο το συνταγματικό οικοδόμημα για το οποίο ήταν υπερήφανες οι δυτικές «δημοκρατίες»: με «πιστοποιητικά εμβολιασμού» που αποκλείουν τους μη εμβολιασμένους από την πρόσβαση σε κοινωνικούς χώρους και ζωτικές υπηρεσίες, με εργασιακούς εκβιασμούς, με πρόστιμα σε μια ηλικιακή κατηγορία πολιτών και, σαν αποκορύφωμα (στην Ελλάδα τουλάχιστον), θέτοντας σε αναστολή χωρίς αμοιβή (οιονεί απόλυση, δηλαδή) μερικές χιλιάδες γιατρών και υγειονομικών υπαλλήλων, οι οποίοι αρνήθηκαν να γίνουν πειραματόζωα. Τέτοια διαστολή τού κράτους και των καταχρηστικών του εξουσιών δεν γνωρίσαμε στην Ευρώπη, επαναλαμβάνω, από τα χρόνια της ναζιστικής διακυβέρνησης.
Δεν εκπλήσσει το ότι υπό τέτοιες συνθήκες εμβολιάστηκε η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου (με μία, δύο ή τρεις «δόσεις»). Στην Ελλάδα το ποσοστό (του λεγόμενου «πλήρους εμβολιασμού», δηλαδή ανάλογα με τον αριθμό «δόσεων» που αποφασίζει κάθε φορά το ιερατείο των κρατούντων) έφτασε περίπου το 70% τού πληθυσμού. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Σε ό,τι αφορά την προληπτική άμυνα κανένα: οι εμβολιασμένοι νοσούν και ξανανοσούν όσο και οι ανεμβολίαστοι, πιθανώς και περισσότερο, και καταφανώς μεταδίδουν, η επιδημία εξακολουθεί να καλπάζει με επιταχυνόμενους ρυθμούς και, όπως κάποιοι προβλέπαμε από την αρχή, με διαρκώς μειούμενη ένταση και επικινδυνότητα. Ενδιαφέρον είναι όμως το αποτύπωμα του εμβολιασμού στους γενικούς δείκτες νοσηρότητας. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ εδώ στα περιστατικά των ύποπτων ή βεβαιωμένων παρενεργειών που έρχονται καθημερινά στο φως της δημοσιότητας (παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των ελεγχόμενων διαύλων δημοσιότητας να τα θάψουν) ούτε στην επιδημία αιφνίδιων και αναιτιολόγητων θανάτων που μοιάζουν να προτιμούν νεαρά και κατά τεκμήριο υγιή άτομα. Θα περιοριστώ στο πλέον αδιάψευστο και ελέγξιμο δεδομένο των επίσημων στατιστικών, και μόνο στην Ελλάδα. Με βάση τα δεδομένα που δίνει στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία), λοιπόν, τον τελευταίο χρόνο πριν από την κήρυξη της «πανδημίας», από 1η Μαρτίου 2019 ως 1η Μαρτίου 2020, είχαμε στον γενικό πληθυσμό 124.118 θανάτους από κάθε αιτία. Τον πρώτο χρόνο της «πανδημίας», από 1η Μαρτίου 2020 ως 1η Μαρτίου 2021, χωρίς εμβόλια, είχαμε αντίστοιχα στον γενικό πληθυσμό 128.594 θανάτους – δηλαδή, 4.476 παραπάνω θανάτους, και αυτός ο μικρός σχετικά αριθμός μπορεί να θεωρηθεί ως το αποτύπωμα της επιδημίας (ανεξαρτήτως πραγματικής αιτίας). Να παρατηρήσουμε μάλιστα ότι μεταξύ Δεκεμβρίου 2020-Φεβρουαρίου 2021 είχαμε μια πρόσκαιρη πτώση της θνησιμότητας κάτω του μέσου αναμενομένου σύμφωνα με τις στατιστικές της τελευταίας πενταετίας. Τώρα, την τελευταία χρονιά στη διάρκεια της οποίας συντελέστηκε ο μαζικός εμβολιασμός: από 1η Μαρτίου 2021 μέχρι 1η Μαρτίου 2022, ο αριθμός των θανάτων από κάθε αιτία εκτοξεύθηκε στις 149.225 – δηλαδή, 20.631 παραπάνω θανάτους από τη χρονιά μεCovid και δίχως εμβόλια4! Ρωτάω, Θανάση, πώς πρέπει να διαβάζουμε αυτό το δεδομένο; Είναι προφανές ότι εδώ έχει συντελεστεί ένα μαζικό, προσχεδιασμένο και εν ψυχρώ εκτελεσμένο έγκλημα. Διότι πώς αλλιώς εξηγείται όταν, ενώ μια στρατηγική αποτυχαίνει οικτρά, εμείς συνεχίζουμε, κι εντείνουμε μάλιστα, την ίδια αυτή στρατηγική5 ;
Θ.Γ.: Ενδεχομένως η στάση αυτή ανταποκρίνεται στη διάσημη μπεκεττική ρήση «Try Again. Fail better» … Ο (μετα)νεωτερικός δυτικός πολιτισμός άλλωστε έχει αποδείξει ότι ελάχιστα ενδιαφέρεται για οποιοδήποτε στραβοπάτημά του, μιας και ως μεταφυσική πλέον δύναμη, η Αγορά καταφέρνει πάντα να αυτορρυθμίζεται, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται την εξαθλίωση των από τα κάτω ορμώμενων. Εν πάση περιπτώσει όμως, έπειτα από την παραπάνω επισκόπηση θα ρωτούσε εύλογα κανείς: Μα καλά, εφόσον είναι έτσι τα πράγματα, ποια αντίδραση υπήρξε σε όλον αυτόν τον πρωτόγνωρο κυκεώνα εξελίξεων, τόσο διεθνώς όσο και στον εγχώριο κόσμο της επιστήμης, της πολιτικής και της διανόησης;
Φ.Τ.: Οι εξηγήσεις του γιατί συνέβη αυτό, γιατί οι ιθύνοντες δηλαδή λειτούργησαν έτσι, παρά την πολυπλοκότητά τους μπορούν να δοθούν για όποιον κατανοεί κάπως τη δομή του παγκόσμιου συστήματος (αυτού που αποκαλείς «Αγορά»). Εξίσου κατανοήσιμη είναι η «συνεργασία» της πλειονότητας (επ’ ουδενί όλου) τού επιστημονικού κατεστημένου, αν σκεφτεί κάποιος την εξάρτηση των οργανωμένων επιστημονικών θεσμών και της έρευνας από το παγκόσμιο εταιρικό πλέγμα και τις κυβερνήσεις που το υπηρετούν (εξάρτηση της οποίας το μέγεθος δεν φαντάζεται όποιος δεν είχε ποτέ ανάμιξη στην ενεργό επιστημονική κοινότητα). Για το δικαστικό σύστημα δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, είναι παροιμιώδης η συμπλοκή και αλληλεγγύη του με την εκτελεστική εξουσία (που ειδικά στο πεδίο της λεγόμενης «αντιτρομοκρατικής πολιτικής» έχει όχι μόνο λάβει διαστάσεις σκανδάλου, αλλά και προετοιμάσει μεθοδικά για την κατάργηση όλων των θεσμικών διαμεσολαβήσεων που χαρακτηρίζουν την αστική δημοκρατία), μολονότι είναι κάπως πιο περίπλοκη η περίπτωση των «δημοκρατικών» συνταγματολόγων. Εκείνο που είναι προπαντός ακατανόητο, για μένα τουλάχιστον, είναι η αντίδραση, πρώτον, του ίδιου του κόσμου που δέχθηκε αυτή την πρωτόγνωρη επίθεση· και, δεύτερον, των πολιτικών δυνάμεων που ως εκ της ιστορίας και των αρχών τους θα έπρεπε να είναι οι υπερασπιστές αυτού του κόσμου: της λεγόμενης Αριστεράς, σε όλο της το φάσμα (που περιλαμβάνει εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις όσο και τον αυτοπροσδιοριζόμενο ως «αντιεξουσιαστικό» χώρο).
Η ευκολία με την οποία οι άνθρωποι δέχθηκαν ως αληθινό το αφήγημα των κρατικά ελεγχόμενων Μέσων, η ετοιμότητά τους για υπακοή και υποταγή, οι τυφλές αντιδράσεις μισαλλόδοξου μίσους απέναντι σε όποιον δεν ήταν πρόθυμος να συντονίσει το βήμα του με τα ανακλαστικά τής ομοιομορφοποιημένης μάζας, δείχνουν καλύτερα από καθετί άλλο τον βαθμό εξάρθρωσης της υποκειμενικότητας και της κριτικής σκέψης που έχουν πετύχει οι «επιστημονικοί» μηχανισμοί χειραγώγησης στις κοινωνίες μας. Και εδώ θα άξιζε πράγματι να γίνουν ειδικές κοινωνιοψυχολογικές μελέτες, ανάλογες μ’ εκείνες που είχε κάνει το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης στη δεκαετία τού ’30 για να εξηγήσει το ευεπίφορο των λαϊκών στρωμάτων στη ναζιστική προπαγάνδα, με υπόθεση εργασίας το ναρκισσιστικό άγχος (φόβοι υγείας, τρόμος των γηρατειών, της φθοράς και του θανάτου) σε αυτό που ονομάζουμε «ανεπτυγμένο» κόσμο, τη μεθοδευμένη του χειραγώγησή και τις πολιτικές του συνεπαγωγές.
Την αφασία της Αριστεράς όμως τι μπορεί να την εξηγήσει; Και «αφασία» είναι ίσως επιεικής όρος… Γιατί αυτές οι (συντεταγμένες ή «αυθόρμητες») πολιτικές δυνάμεις όχι μόνο σιώπησαν αφήνοντας κυβερνήσεις, πολυεθνικές εταιρείες και διεθνείς οργανισμούς να δρουν ανενόχλητοι, αλλά και συναγωνίστηκαν θεαματικά σε τρομολαγνεία μαζί τους ωθώντας όλο και πιο «δεξιά», δηλαδή, σε κατεύθυνση καταστολής και άρσης δικαιωμάτων, τις ασκούμενες πολιτικές. Και όταν λαοί και τάξεις (ή εν πάση περιπτώσει εκείνο το κομμάτι τους που δεν έχει χάσει μια υγιή διαίσθηση του τι το απειλεί) χάνουν την παραδοσιακή τους πολιτική εκπροσώπηση, ποιος θα εκμεταλλευθεί αυτό το κενό; Να μη μας εκπλήσσει λοιπόν ότι, στις ημέρες μας, εξ αντικειμένου αριστερά αιτήματα και διεκδικήσεις, στα οποία η οργανωμένη Αριστερά έχει προ πολλού στρέψει τα νώτα, τα αναλαμβάνει ένα ορισμένο κομμάτι της ακροδεξιάς, ή «αντισυστημικής δεξιάς», όπως συχνά λέγεται… Είναι ένα από τα πιο ιδιόρρυθμα φαινόμενα του καιρού μας που μαρτυρεί την τεράστια σύγχυση και ρευστοποίηση των παραδοσιακών πολιτικών προσήμων και απαιτεί ασφαλώς πολλή συζήτηση και ανάλυση… Ό,τι περαιτέρω και αν πούμε πάντως για αυτό το θέμα, η αφετηρία του είναι ξεκάθαρη, και είναι η ταξική προδοσία της «Αριστεράς», η χαμερπής της παράδοση στους πολιτικούς της εχθρούς. Είναι κάτι που ζούμε εξακολουθητικά εδώ και λίγες δεκαετίες σε μια σειρά από ζωτικά θέματα – όμως στην περίπτωση της βιοπολιτικής επιβολής ξεπέρασε οτιδήποτε μπορούσαμε να διανοηθούμε! Και θέλω επίσης να δει κάποιος πώς παίζεται το ύπουλο παιχνίδι: η Αριστερά («δικαιωματική» κατ’ επάγγελμα και καθ’ έξιν) εγκαταλείπει τους ανθρώπους στο πιο κρίσιμο δικαίωμά τους, το δικαίωμα της σωματικής τους αυτονομίας και αυτοκαθορισμού, το οποίο αναλαμβάνει να υπερασπίσει μια «διαμαρτυρόμενη» δεξιά· και ύστερα χρησιμοποιεί το ίδιο αυτό γεγονός ως «απόδειξη» της προαποφασισμένης της θέσης ότι η αντίσταση στη βιοϊατρική χειραγώγηση είναι εξ ορισμού «δεξιά υπόθεση» και, άρα, η σύμπλευσή της με τον βιοϊατρικό ολοκληρωτισμό προσεπιβεβαιώνει την «προοδευτική» της ταυτότητα.
Θ.Γ.: Ενδεχομένως, λοιπόν, σε μιαν εποχή όπως η παρούσα, όπου οι παλαιές, παραδοσιακές ταυτότητες φαίνονται να ρευστοποιούνται στον βωμό μιας καταιγιστικής πραγματικότητας, ο εκλεκτικισμός ίσως δεν είναι μια τόσο αβασάνιστη («ασπόνδυλη» την έλεγαν κάποτε) στάση. Ακόμα και αν πρόκειται για έναν συστρατευτικό εκλεκτικισμό απέναντι σε έναν κοινό εχθρό που απειλεί ως προς διαφορετικά χαρακτηριστικά την κάθε πτέρυγα. Όσο αυταπόδεικτη όμως υπήρξε η ανεπάρκεια της Αριστεράς (θεσμικής ή όχι) να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις των καιρών, άλλο τόσο φάνηκε ότι, σε ορισμένες περιστάσεις, και ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός χώρος έμοιασε να πειθαρχεί σε υποχρεωτικότητες, οι οποίες αντιβαίνουν τόσο θεωρητικά όσο και επί του πρακτέου στις θεμελιώδεις του αρχές. Σε αρκετά κείμενά σου έθιξες το ζήτημα αυτό· αναφέρω ενδεικτικά το κείμενό σου «Ο ρόλος του Indymedia και κάποιες περίεργες μεταλλάξεις της “αναρχίας”» και το «Μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι ή από το σφυροδρέπανο και το Ⓐ στον Ερυθρό Σταυρό». Οι οξείες αυτές τοποθετήσεις σου απέναντι στον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο οδήγησαν σε αντιδράσεις, όπως την παρέμβαση στην εκδήλωση του Αυτοδιαχειριζόμενου Κυλικείου Νομικής (και τη συνακόλουθη «απάντηση» από τη συλλογικότητα ΑΚόΝιτο) ή τον δημοσιογραφικό χειρισμό των γνωστών πλέον γεγονότων του Συντάγματος, όπου νεοφασιστική ομάδα επιτέθηκε σε διαδήλωση στο μπλοκ που συμμετείχε η Διεπιστημονική Ένωση Υπεράσπισης της Δημοκρατίας και της Βιοηθικής, γεγονός στο οποίο αναφέρθηκες στο κείμενό σου «Τί συνέβη στο Σύνταγμα», δημοσιευμένο στον Δρόμο τής Αριστεράς. Μάλιστα, η αντιπαράθεση αυτή κλιμακώθηκε με τη δημιουργία μιας σατιρικής σελίδας στο Facebook, όπου πραγματοποιείται επί μακρόν μια συστηματική προσπάθεια διαβολής του προσώπου σου. Μεταξύ άλλων, κατηγορείσαι για συνεργασία με ακροδεξιά στοιχεία, στροφή στον εθνικοπατριωτισμό και στα «απόνερα» των όψιμων «Μακεδονομάχων», ενώ στις καλύτερες περιπτώσεις βάλλεται η θεωρητική/φιλοσοφική/επιστημονική σου τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα. Παραθέτω ενδεικτικά από την ανακοίνωση του ΑΚόΝιτο στο Indymedia: «Από υποστηρικτής λοιπόν του ΣΥΡΙΖΑ και ευρύτερα του εθνικού κορμού ως “προστατευτικού αναχώματος απέναντι στην αδιαμεσολάβητη κυριαρχία τού υπερεθνικού Κεφαλαίου επί της υποτελούς πολιτισμικής κοινότητας” (Φ. Τερζάκης, «Ανοιχτή Επιστολή στον Σ. Λυκουργιώτη», Σκαντζόχοιρος τ.2, 2015), σε συνεργάτη των στελεχών της «Ελλήνων Συνέλευσις» του Σώρρα και του ΕΠΑΜ. Το ΕΠΑΜ, στις εκπομπές τού οποίου ο κύριος Τερζάκης αρέσκεται να παρευρίσκεται ως κεντρικός θεωρητικός εγκέφαλος, ιδρύθηκε το 2012 με διακηρυγμένους στόχους την αντιμνημονιακὴ πολιτική, την έξοδο από την Ε.Ε., τον πατριωτισμό, την εθνική κυριαρχία και την αποδέσμευση από ιδεολογίες – λολ (Ιδρυτική Διακήρυξη ΕΠΑΜ, 2012). Τὸν Μάρτιο του 2021 πέραν των υπολοίπων ανακοίνωσαν και την συνεργασία τους με τοὺς «Ελεύθερους Ανθρώπους» του Γιώργου Τράγκα (ΡΙΠ). Η καθοδική πορεία τού Φώτη Τερζάκη ξεκινάει λοιπόν από τα ΟΧΙ στο Σύνταγμα και καταλήγει στη συστράτευση με διάφορα αντιδραστικά μορφώματα». Αν υποθέσουμε ότι η σελίδα τού Facebook κινείται στο πλαίσιο μιας καλώς εννοουμένης σάτιρας —της οποίας τα όρια και τις προϋποθέσεις γραμματολογικά δεν είναι επί του παρόντος να θέσουμε—, ως προς τα υπόλοιπα θεωρώ ότι, έχοντας διαγράψει ιδεολογικά μια μακρά πορεία σε αυτόν τον χώρο είναι λογικό να αισθάνεσαι μια πικρία σχετικά με τις επιθέσεις πού δέχεσαι. Πού έγκειται η δικαιολογημένη αντίδραση του Χώρου και πού ξεκινά η συλλήβδην κατακρήμνιση της προσωπικότητάς σου τόσο θεωρητικά/ιδεολογικά/φιλοσοφικά όσο και ανθρώπινα;
Φ.Τ.: Για φαντάσου, οι υπεργολάβοι της γραμμής Μητσοτάκη-Πλεύρη να κατηγορούν εμένα για «συνεργασία με ακροδεξιά στοιχεία» και «στροφή στον εθνοπατριωτισμό»! Είναι τόσο τερατώδης ο ισχυρισμός, ώστε μόνο να γελοιοποιηθούν οι ίδιοι μπορούν με μια τόσο απονενοημένη χειρονομία – πέραν του ότι δημιουργούν και άλλες, πολύ πιο οδυνηρές υποψίες… Αλλά το πρώτο που βγάζει μάτι είναι η αγραμματοσύνη τους, διότι για όλα τα καθ’ ύλην ζητήματα που θίγονται σε τέτοιους ισχυρισμούς έχω γράψει εκτενώς και με κάθε λεπτομέρεια, και όποιος ξέρει ανάγνωση (εννοώ ότι μπορεί να ξεκολλήσει από τους σκουπιδοτόπους τού Διαδικτύου και να πιάσει στα χέρια του τυπωμένη σελίδα) είναι καλά ενήμερος για τις απόψεις μου.6
Επειδή όμως έθιξες ένα πολύ ανησυχητικό κοινωνικό φαινόμενο, Θανάση, αξίζει να πω λίγα περισσότερα πράγματα επ’ αυτού (μολονότι δεν ήθελα η συζήτησή μας να πάρει προσωπικό χαρακτήρα). Και, για να ξεκινήσω από το τέλος, τα γεγονότα που αναφέρεις μού έχουν αφήσει ανάμικτα συναισθήματα. Από τη μία πλευρά νιώθω ένα είδος ικανοποίησης, διότι οι τόσο ακατανόητα λυσσασμένες επιθέσεις στο πρόσωπό μου με κάνουν να πιστεύω πως η δημόσια παρουσία και δράση μου αυτή την τρομερή διετία είχε κάποιο αποτέλεσμα – δηλαδή, έπληξε σοβαρά το ιδεολόγημα με το οποίο αυτοί όλοι διάλεξαν να ταυτιστούν. Από την άλλη βέβαια με θλίβει βαθιά, γιατί δείχνει την αμετάκλητη σήψη στην οποία βρίσκεται ο λεγόμενος αναρχικός/αντιεξουσιαστικός χώρος χώρος στην Ελλάδα (και ίσως όχι μόνο σε αυτήν), πράγμα που μόνο δυσοίωνες πολιτικές εξελίξεις προμηνύει.
Σωστά παρέθεσες την ανάρτηση του ΑΚόΝιτο (της 6ης Ιουνίου 2022) και τη χυδαία σελίδα στο Facebook («Ο Φώτης ο Τε-ρ-ζάκης») ως σημεία κορύφωσης της επίθεσης στο πρόσωπό μου από έναν, υποτιθέμενα, συγγενή μου πολιτικά χώρο. Να τονίσω πάντως το γεγονός ότι, εκτός από τις λεκτικές, στη διάρκεια των κινητοποιήσεων και των δράσεων αυτής της διετίας έχω δεχθεί και δύο φυσικές επιθέσεις: τη μία από original φασίστες, την άλλη από αναρχοφασίστες. Η πρώτη ήταν στο Σύνταγμα, όπως ανέφερες, στη διαμαρτυρία της 14ης Ιουλίου 2021, την πρώτη μαζική κινητοποίηση με ρητό στόχο τα υγειονομικά μέτρα, την παραμονή τής θέσπισης των υποχρεωτικών εμβολιασμών για τους υγειονομικούς. Πέντε ομάδες που είχαμε συσταθεί για την αποτροπή των υποχρεωτικοτήτων και την αντίσταση στην υγειονομική πειθάρχηση κατεβήκαμε με κοινή προκήρυξη και πανώ, τονίζοντας τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα τής πολιτικής που είχαμε απέναντί μας. Τότε, η νεοφασιστική οργάνωση ProPatria, που εμφανίστηκε εκεί σαν μέρος της ίδιας διαμαρτυρίας, διάλεξε να επιτεθεί σε εμάς λόγω των αντιφασιστικών μας συνθημάτων – ό,τι ακριβώς έκανε και η αστυνομία που ήταν παραταγμένη απέναντι! Και αυτή τη σύγκρουση κάποιοι «αντιφασίστες» τής πολυθρόνας έσπευσαν να αποκαλέσουν (και συνεχίζουν εμμονικά να αποκαλούν) συνεργασία με τους φασίστες… Το σύνθημα είχε δοθεί.
Η επόμενη επίθεση έγινε τον Φεβρουάριο του 2022, στο κατειλημμένο Κυλικείο της Νομικής, στη διάρκεια μιας εκδήλωσης για την παρουσίαση του προσφάτως εκδοθέντος βιβλίου μου Ιατρική/Πολιτική. Καμιά εικοσαριά πιτσιρικάδες-χούλιγκαν από τον Κορυδαλλό, με όμοια ακριβώς περιβολή και επιχειρησιακούς τρόπους που θύμισαν σε όλους μας την ProPatria, μασκοφορεμένοι φυσικά, εισέβαλαν με σκοπό να διαλύσουν την εκδήλωση, ψέλλισαν ένα κείμενο καταγγελίας μας ως «ψεκασμένων» και «ταξικών εχθρών», υπογράφοντας «Αναρχικοί/αναρχικές», και ύστερα, δεδομένου ότι αποφύγαμε την παγίδα να έρθουμε στα χέρια μαζί τους, αποχώρησαν απρόθυμα προπηλακίζοντας τους συγκεντρωμένους και εμένα προσωπικά. Την επομένη, η παιδαριώδης καταγγελία τους αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της ομάδας «Ταξική Αντεπίθεση», μέλη της οποία ενέχονται, κατά δική τους ομολογία, στη δημιουργία και τη διαχείριση της κατάπτυστης ιστοσελίδας που αναφέραμε.
Από το φθινόπωρο του 2021, στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο της Νομικής έχει συσπειρωθεί ένας μικρός αριθμός αριστερών-αντιεξουσιαστικών ομάδων ενάντια στα υγειονομικά μέτρα και τη βιοπολιτική καταστολή (που σχηματίστηκαν όλες μετά τα γεγονότα τής 14ης Ιουλίου) με το γενικό όνομα «Πρωτοβουλία Ενάντια στο Υγειονομικό Απαρτχάντ»7 .Η χρήση αυτή τούς παραχωρείται από κάποιες άλλες ομάδες που απαρτίζουν τη Διαχειριστική Επιτροπή τού ΑΚΝ – μεταξύ των οποίων και η συλλογικότητα ΑΚόΝιτο. Μια τραμπούκικη επίθεση σε κατειλημμένο χώρο, και με την ανήκουστη, ναζιστικού χαρακτήρα πρόθεση της απαγόρευσης βιβλίων8, από κάποιους μάλιστα που αυτοχαρακτηρίζονται ως «αναρχικοί/αναρχικές», θα έπρεπε να ξεσηκώσει πρωτοφανή κατακραυγή στους κινηματικούς χώρους. Υπήρξαν πράγματι λίγες χαμηλότονες καταγγελίες από κάποιες συλλογικότητες της «Πρωτοβουλίας»· όταν όμως η ΑΚόΝιτο εδέησε ύστερα από ένα τρίμηνο να κοινοποιήσει τη δική της αντίδραση, αφιέρωνε τρεις αράδες περίπου στην αποκήρυξη τέτοιων «μάτσο συμπεριφορών», και ένα μακροσκελές κατηγορητήριο εναντίον μου, αυτό τού οποίου ένα μέρος παρέθεσες, δικαιολογώντας έτσι εμμέσως την επίθεση που υποτίθεται ότι αποκήρυσσε.
Το κείμενο αυτής της «καταγγελίας» δεν είναι απλώς συγχυσμένο και συγχυστικό· έχει όλα τα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίον σχηματίζονται οι δικογραφίες στις «αντιτρομοκρατικές» δίκες, όπου οι διωκτικές αρχές αξιοποιούν κάθε δευτερεύον, τριτεύον, ευλογοφανές ή και εντελώς άσχετο στοιχείο, προκειμένου να διογκώσουν το κατηγορητήριο στα όρια του δυνατού και να υποβάλλουν, έστω και συγκινησιακώ τω τρόπω, στο δικαστήριο την προαποφασισμένη καταδίκη. Η ωραία διατύπωση «συνεργάτης των στελεχών τής «Ελλήνων Συνέλευσις» του Σώρρα καὶ του ΕΠΑΜ», ας πούμε, στηρίζεται αποκλειστικά σε αστυνομική έρευνα που οι ίδιοι έκαναν πάνω στο παρελθόν κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι πέρασαν κάποια στιγμή από τη Διεπιστημονική Ένωση για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας και της Βιοηθικής· η παρεύρεσή μου «ως «κεντρικός θεωρητικός εγκέφαλος» στις εκπομπές τού ΕΠΑΜ συνίσταται σε λίγες συνεντεύξεις που έχω δώσει σε δύο ανεξάρτητες (και όχι κομματικές) εκπομπές που φιλοξενεί το διαδικτυακό κανάλι του ΕΠΑΜ – από τις οποίες, σημειωθήτω, έχει περάσει ένα μεγάλο φάσμα διανοουμένων τής Αριστεράς όλων των αποχρώσεων (μεταξύ των οποίων και δικηγόροι που έχουν υπάρξει στο παρελθόν συνήγοροι κάποιων εκ των «κατηγόρων» μου σε διάφορες εμπλοκές τους με τον νόμο), τους οποίους κανείς δεν σκέφτηκε να κατηγορήσει ως «εγκεφάλους τού ΕΠΑΜ»… Αλλά επίσης, με όλα τα έτη φωτός που με χωρίζουν από την αισθητική και τη ρητορική τού ΕΠΑΜ (και θα έπρεπε να είναι αυτόδηλη σε όποιον διαβάζει τα κείμενά μου), το ΕΠΑΜ δεν είναι (ακρο)δεξιός πολιτικός χώρος, όπως υποβάλλει η ύπουλη ταύτισή του με την «Ελλήνων Συνέλευσις» του Σώρρα (ο οποίος επίσης δεν ήταν «ακροδεξιός» με την τυπική έννοια του όρου, αλλά μάλλον κοινός απατεώνας). Για τον «μακεδονομαχικό εθνοπατριωτισμό», τί να πω… Εκτός από λυσσαλέα κακεντρεχείς είναι και απελπιστικά απληροφόρητοι! Από τις αρχές τής δεκαετίας τού ’90 όταν τέθηκε για πρώτη φορά ζήτημα «Μακεδονίας» (όταν οι περισσότεροι από τους σημερινούς μου τιμητές έπαιζαν ακόμα με αρκουδάκια) ασκώ σφοδρή κριτική στον ελληνικό εθνικισμό και τις ιδεοληψίες του9, και προσφάτως, αμέσως μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, δημοσίευσα τη δική μου απερίφραστη τοποθέτηση στον Δρόμο της Αριστεράς (σε αντίθεση με την επίσημη γραμμή της εφημερίδας)10. Στον απεγνωσμένο τους αγώνα να κολλήσουν κάπως τη ρετσινιά τού «εθνοπατριωτισμού» έβαλαν στον φάκελο ακόμη και μία αντιμνημονιακή διαμαρτυρία, την οποία δέχθηκα να συνυπογράψω με άλλους αριστερούς διανοούμενους, με «πειστήριο» το ότι στην ίδια υπέγραφε και ο… Μίκης Θεοδωράκης (ο οποίος… κ.λπ. κ.λπ.)11 .Τέλος, στο μόνο σημείο όπου φαίνεται να παραθέτουν δικό μου γραπτό, είναι αλλοιωμένο φραστικά, ώστε να δημιουργεί, βοηθούσης και της αποκοπής του από τα συμφραζόμενα, την εντύπωση που θέλουν. Απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί του εκπρόσωποι γνωρίζουν καλύτερα, υπήρξα σε όλη μου τη ζωή κριτικός και όχι υποστηρικτής ή συνεργάτης του (όπως ατύπως υπήρξαν πολλοί από τον «αυτόνομο» κινηματικό χώρο, και όχι χωρίς ανταλλάγματα). Εκείνο που όντως υποστήριξα μεταξύ 2012-15, όταν το λαϊκό αντιμνημονιακό κίνημα είχε συντριβεί στους δρόμους, ήταν ότι η ενδεχόμενη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν εργαλείο που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ενάντια στην επίθεση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου που δεχόταν η χώρα – διατυπώνοντας προκαταρκτικά, μάλιστα, όλες τις επιφυλάξεις… Και αυτό βέβαια ασκώντας παράλληλη κριτική, την οποία επαναλαμβάνω ακόμα, στον φετιχιστικό «αντικρατισμό» που έχει κάνει ένα κομμάτι τού α/α χώρου ανίκανο να αντιληφθεί τις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται μέσα στο παγκόσμιο σύστημα12 . Αν όμως η διαφωνία τους είναι με την ίδια την αντιμνημονιακή πολιτική και την κριτική της εξάρτησης από υπερεθνικές «ολοκληρώσεις», τότε ας το πουν καθαρά, ώστε να το συζητήσουμε σε αυτή τη βάση, αντί να προσφεύγουν σε χτυπήματα κάτω από τη ζώνη.
Θ.Γ.: Πέραν του βιοϊατρικού ζητήματος που τίθεται επί τάπητος, δεν νομίζεις ότι αυτή η στάση από πλευράς μερίδας αναρχικών συλλογικοτήτων προς το πρόσωπό σου έχει ως έναν βαθμό να κάνει με τη στάση απέναντι στα κοινωνικά κινήματα, τον δικαιωματισμό και τις μεταλλάξεις που έχουν υποστεί στην παρούσα συγχρονία; Βλέπουμε, λ.χ. στην ανακοίνωση της συλλογικότητας ΑΚόΝιτο να γίνεται αναφορά σε έναν «εσωτερικευμένο [σ]ου συντηρητισμό (…) [που] προσπαθεί[ς] να τον λειάνει[ς] με ένα ριζοσπαστικό περιτύλιγμα», με αφορμή τη δημοσίευση του άρθρου σου «Δικαιωματισμός, η γεροντικά αρρώστια των κοινωνικών κινημάτων» στην εφημερίδα Δρόμος τής Αριστεράς. Θεωρείς ότι οι αιτιάσεις αυτές προκύπτουν πολυπαραγοντικά (βλ. τα παραπάνω), ή έτσι κι αλλιώς θα υπήρχαν αν λ.χ. έγραφες το κείμενο αυτό πριν, ας πούμε, δέκα χρόνια;
Φ.Τ.: Μαζεύουν απλώς ό,τι μπορούν να στριμώξουν στον φάκελο, ώστε να επικυρωθεί η εξίσωση «αντιεμβολιασμός = ακροδεξιά»: αυτό είναι το κεντρικό (στην ουσία, το μόνο τους) στρατήγημα. Κατά τα άλλα, ισχύει και εδώ ό,τι είπα παραπάνω: από τα τέλη της δεκαετίας τού ’70 (πολύ πριν γεννηθούν όλοι αυτοί) είμαι στρατευμένος στην υπόθεση των πολύμορφων εξω-ταξικών κοινωνικών κινημάτων που τότε τα βλέπαμε ως μοχλό διεύρυνσης των απολιθωμένων κατηγοριών με τις οποίες σκεφτόταν η παραδοσιακή Αριστερά· το 1990 δημοσίευσα στο περιοδικό Λεβιάθαν 5 (1989-90) ένα εκτενές άρθρο με τίτλο «Κοινωνικά κινήματα»13 στο οποίο επιχειρούσα να επεξεργαστώ μια συστηματική θεωρία αυτών των κινημάτων (που η προβληματική τους διαπερνάει ούτως ή άλλως όλη τη σκέψη μου)· το πρόσφατο κείμενό μου «Δικαιωματισμός, η γεροντική αρρώστια των κοινωνικών κινημάτων»14 πρέπει να διαβάζεται σαν συνέχεια εκείνου, και είναι μια απόπειρά να σκεφτώ τί έχει αλλάξει στην κινηματική κουλτούρα μέσα στα τριάντα-σαράντα χρόνια που μεσολάβησαν από την επώαση αυτής της προβληματικής. Η απογοητευτική μου διαπίστωση είναι ότι, μετά την οριστική ανάσχεση του επαναστατικού κύματος της δεκαετίας τού ’60, οι κληρονόμοι εκείνων των κινημάτων μοιάζουν να υποστρέφουν όλο και πιο άκριτα σε έναν φιλελεύθερο δικαιωματισμό. «Φιλελεύθερος δικαιωματισμός» σημαίνει ότι οι απελευθερωσιακές τους βλέψεις έχουν πάψει να εννοούνται ολιστικά, δηλαδή στην προοπτική ενός συνολικού αντικαπιταλιστικού μετασχηματισμού τής κοινωνίας, και εκπίπτουν σε μερικιστικές, κλαδικού τύπου για να το πω έτσι, διεκδικήσεις. Και πρόκειται βέβαια για έναν δικαιωματισμό à la carte: για να πάρω έναπρόσφατο και οδυνηρό παράδειγμα,οι γυναίκες κάλλιστα διεκδικούν το δικαίωμα στην άμβλωση κραδαίνοντας το εύλογο σύνθημα My body, my choice! (που μπορεί να επεκταθεί σε ένα μεγάλο φάσμα έμφυλων συμπεριφορών και μορφών πορισμού σεξουαλικής απόλαυσης) χωρίς να θεωρούν αυτονόητο πως το ίδιο πρέπει να ισχύει και για το είδος της ιατρικής που διαλέγει κάποιος ή το πώς γενικότερα θα χειριστεί το σώμα του σε θέματα υγείας και αρρώστιας. Θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα, αλλά δεν χρειάζεται· οιοσδήποτε νοήμων καταλαβαίνει τί λέω. Εν κατακλείδι, αν στις δεκαετίες τού ’60 και του ’70 αγωνιζόμαστε να διευρύνουμε το πεδίο των μορφών καταπίεσης και αντίστασης που γεννάει ο σύγχρονος καπιταλισμός, πολλαπλασιάζοντας τους άξονες της κυριαρχίας, σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στο αντίστροφο καθήκον, να ενοποιήσουμε τις διάσπαρτες και εξατομικευμένες διεκδικήσεις σε έναν κεντρικό και κυρίαρχο άξονα εξουσίας, που έχει μάθει να χρησιμοποιεί την αποκέντρωση των αναγκών και των επιθυμιών ως όρο για τη διαιώνισή του. Αν αυτή η απαίτηση μπορεί να λεχθεί «συντηρητική», τότε μάλλον διαβάζουμε διαφορετικά λεξικά (και όχι μόνο σε ό,τι αφορά την κακοποίηση του γραμματικού γένους).
Θ.Γ.: Ωστόσο, όπως και να ’χει δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει αυτό που εμμέσως προσάπτεται στη δράση σου: ότι δηλαδή πολλά από τα πρόσωπα της Διεπιστημονικής Ένωσης Υπεράσπισης της Δημοκρατίας και της Βιοηθικής προέρχονται από χώρους αντιδραστικούς, καλύπτοντας ομολογουμένως ένα ευρύ φάσμα (από τη λαϊκή συντηρητική Δεξιά έως ακροδεξιά στοιχεία). Δεν είναι εύλογη, επομένως, η συμπερίληψή σου με αυτούς, όταν εσύ προσωπικά έχεις διακηρυγμένη πολεμική εδώ και δεκαετίες εναντίον αυτού τού χώρου;
Φ.Τ.: Αν έχω διακηρυγμένη πολεμική εδώ και δεκαετίες εναντίον αυτού τού χώρου, προφανώς και δεν είναι εύλογη η συμπερίληψή μου με «αυτούς»! Αλλά είναι αξιοθρήνητοι: το μόνο που κάνουν είναι να επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά, εν είδει ψυχαναγκαστικού τικ, στοιχεία που αλιεύουν από το παρελθόν κάποιων μελών της Διεπιστημονικής – λες κι έχω κοινό βίο με τον καθένα ή την καθεμία που πέρασε κάποια στιγμή από τη Διεπιστημονική! Θα προσπαθήσω για τελευταία φορά να εξηγήσω τί ήταν και τί δεν ήταν η Διεπιστημονική και κάθε προσποίηση άγνοιας στο εξής θα είναι ασυγχώρητη. Το καλοκαίρι τού 2020, ύστερα από την πρώτη καραντίνα, οι λίγοι που είχαμε νιώσει τη φρίκη αυτού που συμβαίνει ξέραμε ότι ήμασταν μόνοι και αβοήθητοι: όχι μόνο τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, όχι μόνο η Αριστερά εν γένει, αλλ’ ακόμη και οι περιθωριακοί κινηματικοί χώροι, με τους οποίους ήμασταν περισσότερο ή λιγότερο συνδεδεμένοι, ήταν φανερό πως είχαν συμπράξει με το πολιτικώς αδιανόητο. Ένα πρώτος, μικρός φάρος στη δημόσια πραγματικότητά μας ήταν το συνέδριο «Επιστήμη και Κοινωνία στον Καιρό τής Πανδημίας» που οργανώθηκε στον Σεπτέμβρη του 2020, με εντυπωσιακή διεθνή συμμετοχή, από λίγους περιθωριοποιημένους γιατρούς και επιστήμονες από διάφορους κλάδους.15 Ύστερα από αυτό άρχισαν να σημειώνονται κάποιες κινήσεις συσπείρωσης ανθρώπων ενάντια στην υγειονομική τρομοκρατία, ως επί το πλείστον γιατρών, στην πλειοψηφία τους μάλιστα προερχόμενων από συντηρητικούς πολιτικούς χώρους. Αντίστοιχες διεργασίες στον αριστερό-κινηματικό χώρο, που φαινόταν, με μικρές εξαιρέσεις, πλήρως ναρκωμένος, δεν ωρίμασαν πραγματικά πριν από το επόμενο καλοκαίρι (του 2021).
Τον χειμώνα τού 2021, ασφυκτιώντας από την καταστολή και νιώθοντας την απειλή των υποχρεωτικών εμβολιασμών να ζυγώνει αδυσώπητα, αισθανθήκαμε ότι, αν δεν δρούσαμε άμεσα, σύντομα δεν θα είχαμε κλαρί να σταθούμε. Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα δημιουργήθηκε η Διεπιστημονική, κυρίως από επιστήμονες του ιατροβιολογικού κλάδου και νομικούς (εξ ου και το όνομά της) με σκοπό να μπλοκάρει τα υγειονομικά μέτρα με νομικούς τρόπους δράσης, δεδομένης της κατάφωρης συνταγματικής εκτροπής· δευτερευόντως βέβαια να διασπείρει την αντιπληροφόρηση και να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας με αντίστοιχες κινήσεις σε όλη την Ελλάδα. (Οι ελπίδες για κάποια ρωγμή στο σύμπλεγμα εκτελεστικής-δικαστικής εξουσίας ματαιώθηκαν σύντομα, δεν χρειάζεται να το πω, αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία…). Έτσι έκανε ανοιχτή έκκληση σε όποιον ήθελε να συμμετάσχει στην προσπάθεια, και κυρίως σε δικηγόρους τούς οποίους χρειαζόταν επειγόντως, χωρίς άλλο περιοριστικό όρο πέραν των ιδρυτικών της αρχών. Πέρασε τότε αρκετός κόσμος (περισσότεροι απ’ όσους εμφανίστηκαν ως ιδρυτικά μέλη, πολλά από τα οποία έφυγαν άλλωστε ώς τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς) και φυσικά κόσμος ανομοιογενής: άνθρωποι σοβαροί και άνθρωποι γραφικοί, άνθρωποι με παρελθόν σε αριστερές οργανώσεις και κόμματα και άνθρωποι με παρελθόν σε δεξιές οργανώσεις και κόμματα (σε καμία περίπτωση πάντως από τη «φασιστική ακροδεξιά», και στον χαρακτηρισμό αυτόν θα επανέλθω). Πρέπει να γίνει σαφές πως η Διεπιστημονική δεν ήταν ούτε επαναστατική οργάνωση ούτε πολιτικό κόμμα: ήταν μια κίνηση πολιτών για έναν συγκεκριμένο σκοπό, και με ορίζοντα ζωής την εκπλήρωση των συγκεκριμένων στόχων της. Φυσικά, η συνύπαρξη τόσο ανομοιογενούς κόσμου δεν ήταν εύκολη, αλλά οι εσωτερικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις δεν αφορούν κανέναν εκτός από εμάς. Εκείνο από το οποίο μπορεί και πρέπει να κριθεί είναι από τις δράσεις και ιδίως από τα κείμενά της. Τον Αύγουστο του 2021 δημοσιεύσαμε ένα φυλλάδιο που επιγράφεται «Οι θέσεις μας για την τρέχουσα επιδημία και την πολιτική της διαχείριση»16 και αυτό είναι η ταυτότητα της Διεπιστημονικής. Όποιος θέλει να ασκήσει κριτική μόνο εκεί δικαιούται να το κάνει – αλλά κανένας από τους «αγανακτισμένους» διώκτες μου δεν ανέφερε ποτέ ούτε μία γραμμή.
Προσωπικά, εκείνο που με ενδιέφερε στη διάρκεια της εμπλοκής μου, εκείνο που μ’ ενδιέφερε σε όλες τις δράσεις και τις δημόσιες παρεμβάσεις μου αυτή τη διετία, ήταν να δώσω την κατά την εκτίμησή μου ορθή ερμηνεία και προοπτική στους αγώνες ενάντια στον υγειονομικό ολοκληρωτισμό. Και δεν συνεργάστηκα μόνο με τη Διεπιστημονική, αλλά και περιστασιακά, στην πράξη, με όλες σχεδόν τις ομάδες (Contra Dystopia, Avant-garde, «Λέσχη των Ανειδίκευτων». «Συνέλευση Ενάντια στη Βιοεξουσία και την Κλεισούρα», «Κίνηση για την Ελευθερία», κ.ά.) που με κοινωνικά ριζοσπαστικό πρόσημο αγωνίστηκαν ενάντια στους διαχωρισμούς και τις υποχρεωτικότητες.17 Σε όλα τα μέτωπα είχαμε να ανταγωνιστούμε δεξιές, με τη ακριβή πολιτική έννοια του όρου, είτε πραγματικά συγχυσμένες και τερατολογικές (αυτό που οι πολέμιοί μας αποκαλούν «ψεκασμένες») απόψεις μέσα στις ίδιες τις γραμμές μας, αλλ’ αυτός ο αγώνας έπρεπε να δοθεί παντού και ανυποχώρητα: δηλαδή, επαναλαμβάνω, να μην περάσει το ύπουλο ιδεολόγημα της ταύτισης του αγώνα ενάντια στην υγειονομική δικτατορία με τη «δεξιά». Έδωσα αυτόν τον αγώνα και μέσα στη Διεπιστημονική, και είναι μια μικρή νίκη το ότι ο ας πούμε «δεξιός πυρήνας» της αποχώρησε στο πρώτο εξάμηνο, ούτε αποτύπωσε πολιτικά επιλήψιμες θέσεις στα κείμενά της. Παρά τις αγεφύρωτες διαφορές μας, τιμώ αυτούς τους ανθρώπους για την ειλικρινή στράτευσή τους σε έναν σκοπό που με τα δικά μου κριτήρια εντάσσεται στη ελευθεριακή/ριζοσπαστική πλευρά τού πολιτικού φάσματος, αλλά προφανώς η συστράτευση δεν μπορούσε να προχωρήσει πέραν ενός ορισμένου σημείου. Πρέπει ωστόσο να πω επίσης πως ο χαρακτηρισμός τους ως «φασιστική ακροδεξιά» δεν είναι απλώς μια ρητορική υπερβολή που αδικεί ανθρώπους, οι οποίοι έστω από συντηρητική ή αυτό που λέμε «εθνοπατριωτική» σκοπιά, με όλους τους πολιτικούς της κινδύνους, διατηρούν παρά ταύτα μιαν αφελή πίστη στη συνταγματική νομιμότητα. Eίναι κυρίως μια εσκεμμένη αντιστροφή, που οδηγεί σε μία ακόμη πιο επικίνδυνη σύγχυση των πολιτικών προσήμων. Οι όροι «δεξιά» και «αριστερά» δεν είναι φανέλες που τις φοράμε κατά το δοκούν, συνδέονται με συγκεκριμένα κοινωνικά (ταξικά εν τη ευρεία έννοια) περιεχόμενα και με αντίστοιχες αξίες που οδηγούν την κοινωνική δράση. Υπάρχει, όπως είπα και στην αρχή, σε κάθε συγκεκριμένη συνθήκη μια εξ αντικειμένου δεξιά ή αριστερή θέση, εν μέρει ανεξαρτήτως τού πώς αυτοκατανοούνται εκείνοι οι οποίοι την υιοθετούν ή την αντιμάχονται. Η επιβολή ιατρικών πράξεων στο κοινωνικό σώμα είναι όχι μόνο απάνθρωπη, αποκρουστική, «δεξιά» με την πολιτική έννοια του όρου, αλλά και κυριολεκτικώς ναζιστική πρακτική, οπότε «αριστερή» μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο μια οπτική και στάση η οποία την αντιμάχεται, στο όνομα της ελευθερίας και του αυτοκαθορισμού των ανθρώπων. Η αντιδιαστολή άλλωστε «ατομικής ελευθερίας» και «συλλογικής ευθύνης» απηχεί το πιο κλασικό φιλελεύθερο ιδεολόγημα, διότι το συλλογικό αγαθό δεν μπορεί παρά να είναι συνάρτηση της ελευθερίας και της ευτυχίας όλων των μεμονωμένων ατόμων. Εν κατακλείδι, «φασιστική ακροδεξιά» στην Ελλάδα σήμερα είναι ακριβώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη, και όσοι ευθυγραμμίζονται με τις πολιτικές της είναι μάλλον εκείνοι που θα πρέπει να επωμιστούν και τον χαρακτηρισμό18 .
Οι «κατήγοροί» μου εντάσσονται πανηγυρικά, και δυστυχώς για τους ίδιους, σε αυτή τη ομοταξία. Η χρήση και μόνο γκαιμπελσιανών τακτικών («Συκοφάντησε, συκοφάντησε, κάτι μένει»· «Κατηγόρησέ τους ακόμη και αν δεν είναι ένοχοι») θα αρκούσε για να τους χαρακτηρίσει πολιτικά. Έχουν ενεργήσει με χυδαιότητα που ξέρουν και οι ίδιοι πως επισύρει έως και ποινικές ευθύνες. Βασίστηκαν όμως προφανώς στην εκτίμηση ότι εγώ, σε αντίθεση με αυτούς, έχω έναν ηθικό κώδικα που δεν είμαι διατεθειμένος να τον κάνω τσιχλόφουσκα – αλλ’ ακόμη περισσότερο, ίσως, στο γεγονός ότι για πρώτη φορά στη ζωή τους βρίσκονται στην ίδια πλευρά με τον κρατικό μηχανισμό. Διάλεξαν εμένα για στόχο τους επειδή μάλλον αντιπροσωπεύω παραδειγματικά, στα δικά τους μάτια τουλάχιστον, την αντιεξουσιαστική και αντικαπιταλιστική διάσταση του αγώνα ενάντια στον ιατρικό καταναγκασμό και στη βιοπολιτική χειραγώγηση – και αυτό είναι ακριβώς το αγκάθι που κατατρυπά το ιδεολόγημά τους. Είναι το αγκάθι όλου του κόσμου της Αριστεράς και της αναρχίας, όσου τουλάχιστον δεν έχει επενδυμένα συμφέροντα στη στήριξη της υπάρχουσας τάξης, που κατάπιε αμάσητο το κρατικό ψέμα και, μη έχοντας το θάρρος να κάνει μια έντιμη αυτοκριτική, επιτίθεται υπεραναπληρωτικά σε ό,τι τού θυμίζει την πολιτική του ταπείνωση. Στους συγκεκριμένους ανθρώπους ειδικότερα θα μπορούσε ν’ αποδώσει κανείς πρόδηλα ψυχοπαθολογικά κίνητρα – αλλά δεν είναι αυτό δική μου αρμοδιότητα. Πρέπει όμως να ξέρουν ότι το φαινόμενο «αναρχικών», οι οποίοι γίνονται το μακρύ χέρι των διωκτικών αρχών για τη συντριβή των υγειονομικών αντιφρονούντων, εισδύοντας σε χώρους που οι ίδιες οι διωκτικές αρχές δεν μπορούν εύκολα να φτάσουν, έχει γεννήσει στο μυαλό πολλών υποψίες τις οποίες δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι.
Θ.Γ.: Παρομοίως. Ας μείνουν τέτοια σενάρια στα συρτάρια σεναριογράφων τού Hollywood… Δεν ξέρω βέβαια πόσο απέχει πλέον η τρέχουσα γεωπολιτική συνθήκη του meta απ’ όλα όσα πριν πολλά χρόνια θα απορρίπταμε ως φαντασιώσεις τηλεβιβλιοπωλών ‒ άλλωστε πλέον κάποιους εξ αυτών τους έχουμε μέσα στο Κοινοβούλιό μας. Και απ’ αυτό, αν μου επιτρέπεις, θα ήθελα λίγο να εκδιπλώσω έναν συλλογισμό, ζητώντας εκ προοιμίου συγχώρεση αν είναι μακροσκελής και λίγο αλματώδης κάπου-κάπου. Πάντοτε η ανθρωπότητα θελγόταν από το «μυστικό», το «άλλο». Αναφέρομαι κυρίως σε ό,τι εντάσσεται κάτω από την ευρεία ομπρέλα του παραφυσικού, αποκλείοντας την κατηγορία του μεταφυσικού, η οποία προσωπικά θεωρώ ότι είναι εγγεγραμμένη στον άνθρωπο από τα χρόνια που ζούσε στα δέντρα για να προστατευθεί από τα άγρια θηρία. Τo παραφυσικό, λοιπόν, ερχόταν ανέκαθεν να καλύψει την ανάγκη τής ερμηνείας εκείνων των συσχετισμών, οι οποίοι ενδεχομένως (τονίζω το «ενδεχομένως») βρίσκονται πέρα από την αντιληπτική διάσταση που δημιουργεί το φαινομενικό επίπεδο της βιοτής. Έτσι, για να κόψω δρόμο, δημιουργήθηκαν δοξασίες που αργότερα απέκτησαν άμεση συνάφεια με το μοτίβο εξουσίας που διαχειρίζεται πράγματα και καταστάσεις «κάτω από το τραπέζι». Ό,τι δηλαδή ονομάζουμε «συνωμοσία». Από τα άγια δισκοπότηρα του κύκλου τού Αρθούρου και του Chrétien de Troyes, έως τους «ψεκασμούς» που έχουν δήθεν στόχο να νωθροποιήσουν τον πληθυσμό (σάμπως και γι’ αυτό δεν αρκεί λ.χ. η τηλεόραση) δημιουργήθηκε ένας τεράστιος πληθυσμός ανθρώπων που απέσυραν την εμπιστοσύνη τους σε οτιδήποτε φανερό, προφανές ή εμπειρικά κατακτημένο, περνώντας πλέον σε μια ισοπεδωτική τάση δυσπιστίας προς οτιδήποτε. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, πολύ σύντομα στην περίπτωση της πανδημίας, η ταμπέλα που αποδόθηκε σε οιουδήποτε είχε αμφιβολίες για την πολιτική διαχείριση ήταν «ψεκασμένος». Σκέφτομαι επομένως, και θα ήθελα τη γνώμη σου σε σχέση με αυτό: μήπως όλη αυτή η «ταμπελοποίηση» ενός μέρους τού παγκόσμιου πληθυσμού (μικρού ή μεγάλου, αδιάφορο) λειτουργεί τελικά υπέρ τού οικονομικού συστήματος μέσα στο οποίο κινείται το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας; Μήπως, δηλαδή, εδραιώνει μια τεχνοκαπιταλιστική «μεταφυσική», η οποία με τη σειρά της αποκλείει όποιον δεν την ασπάζεται με τρόπο τέτοιον που τελικά αφομοιώνει την ιατρική στο άρμα της πολιτικής και όχι της κοινωνικής επιστήμης, έχοντας ήδη καταφέρει να την αδρανοποιήσει ως θεραπευτική τέχνη/τεχνική;
Φ.Τ.: Αν καταλαβαίνω καλά τον κάπως σύνθετο συλλογισμό σου, Θανάση, λες ότι η ανθρωπότητα πάντα συμπληρώνει τα κενά εκείνου που δεν μπορεί να γνωρίσει με φανταστικές υποθέσεις, τις οποίες αυτοεξαπατάται να προσλάβει εν συνεχεία ως βεβαιότητες – και αυτό είναι κάτι που λέμε «συνωμοσιολογία». Πράγματι· και έχω υποδείξει τη συγγένεια αυτής της στρατηγικής με τον μηχανισμό της παράνοιας. Αλλά θα συμφωνήσουμε, υποθέτω, πως αυτή είναι μια στρατηγική της απόγνωσης. Ωθείται κανείς να προσφύγει σε αυτήν όταν το πραγματικό γίνεται απελπιστικά αδιαπέραστο, αδιαφανές και ταυτόχρονα απειλητικό για το υποκείμενο που νιώθει απέναντί του τελείως ανυπεράσπιστο. Και τέτοια έχει γίνει η πολιτική πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα. Ποιος αποφασίζει για ό,τι μάς αφορά; Δεν είναι βέβαια οι εθνικές κυβερνήσεις (όλοι το καταλαβαίνουν αυτό) ούτε κανένας άλλος ορατός ή εύκολα προσωποποιήσιμος παράγοντας που ο καθημερινός άνθρωπος μπορεί να εντοπίσει. Από την άλλη πλευρά, ο «καπιταλισμός», ο «ιμπεριαλισμός», το «κεφάλαιο», η «τεχνική», η «παγκοσμιοποίηση» είναι έννοιες υπερβολικά αφηρημένες που απαιτούν κοπιώδη νοητική εργασία για να συλληφθούν, οπότε οι άνθρωποι «κόβουν δρόμο» υποκαθιστώντας στη θέση τους πραγματικά ή μεταφορικά τέρατα και δράκους. Παρ΄ όλ’ αυτά (και αυτό έχει τη μεγαλύτερη σημασία για μένα) ξεκινούν από μια σωστή διαίσθηση ότι ένα δαιμονικό παιχνίδι παίζεται εις βάρος τους. Το να επικεντρωνόμαστε στην παραμορφωτική ερμηνεία, αντί στην εξήγηση του ίδιου του παιχνιδιού ισοδυναμεί με το να κοιτάζουμε το δάχτυλο, όταν αυτό δείχνει το φεγγάρι.
Υπάρχουν πολλές ορθολογικές ερμηνείες τού γιατί έγινε αυτό το παγκόσμιο πείραμα τρομοκράτησης και χειραγώγησης του πληθυσμού, όχι αμοιβαία αποκλειστικές μάλιστα. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω εδώ πράγματα που συζητώ εκτενώς στα βιβλία μου (μπορούμε πάντως αν θέλεις να τις συζητήσουμε και λεπτομερέστερα, σε αυτήν ή σε άλλη κουβέντα). Για την ώρα, ας μείνω σε ένα απλό γεγονός: τις προάλλες ο πρόεδρος Μπάιντεν κήρυξε επισήμως τη «λήξη της πανδημίας». Πολιτική ήταν η κήρυξη της «έναρξης», πολιτική και η κήρυξη της «λήξης». Στη θέση της τώρα κηρύσσονται νέε απειλές: η «κλιματική αλλαγή», η «ενεργειακή κρίση», η «διακοπή των εφοδιαστικών αλυσίδων»… Στη θέση του τρομοκρατικού «ιού» μπαίνουν νέοι δαίμονες (το «διοξείδιο του άνθρακα», ο «πρόεδρος Πούτιν», κτλ.) και στο όνομα της προστασίας μας επιβάλλονται νέες μπίζνες, νέοι διαχωρισμοί, νέοι ασφυκτικοί έλεγχοι, ενώ η συσσώρευση του κεφαλαίου επιταχύνεται στην κορυφή τής κοινωνικής πυραμίδας και η καλπάζουσα ένδεια, που είναι το άμεσο αποτέλεσμά της, αντιμετωπίζεται σαν φυσικό φαινόμενο. Υπάρχει εδώ μια κυριολεκτική προσπάθεια μυθοποίησης, και αυτό είναι που εγώ κατανοώ ως «τεχνοκαπιταλιστική μεταφυσική»: ακριβώς, τη φυσικοποίηση των κοινωνικών γεγονότων, που τους αποδίδει μια πλασματική έννοια «μοιραίου».
Είναι αναμφίβολα η κυρίαρχη ιδεολογία του σύγχρονου τεχνοκαπιταλισμού. Και όπως κάθε ιδεολογία, για να αποβεί δραστική προϋποθέτει μια πίστη. Τον έργο να την παραγάγει και να την εμφυτεύσει έχει αναλάβει η τεχνοεπιστήμη, ως διάδοχος της φθαρμένης θρησκευτικής μεταφυσικής για τις μάζες. Μέσα στην εφιαλτική αβεβαιότητα που γεννούν οι σημερινοί όροι ζωής, οι άνθρωποι χρειάζονται απελπιστικά μια σανίδα βεβαιότητας, έχουν ανάγκη να πιστεύουν ότι κάποιος «ξέρει». Αυτό που «ξέρει» η επιστήμη όμως δεν έχει άλλο εχέγγυο βεβαιότητας από την πολιτική επικύρωση των αποφάνσεών της – που η πολιτική εξουσία εν συνεχεία χρησιμοποιεί προς επικύρωση των δικών της αποφάσεων! Έτσι ολοκληρώνεται το βραχυκύκλωμα μέσα στο οποίο οι άνθρωποι παγιδεύονται θανάσιμα – και οι πιο «καλλιεργημένοι» περισσότερο από τους εντελώς άξεστους, τους οποίους παραδόξως προστατεύει κάπως η παρανοϊκή τους δυσπιστία…
Δεν χρειάζεται υποθέτω να τονίσω τον ρόλο που έχει παίξει η ιατρική σε αυτή τη διαδικασία: είναι ακριβώς η πίστη στην αυθεντία της κατεστημένης ιατρικής που έκανε όλους αυτούς για τους οποίους μιλήσαμε θύματα της πανδημικής σκηνοθεσίας και έρμαια της βιοπολιτικής χειραγώγησης. Αλλά να κατηγορήσουμε την ιατρική των κυβερνήσεων και των διεθνών οργανισμών ως «ψευδή επιστήμη» είναι η μισή αλήθεια. Θέλω να πω ότι μια επιστήμη, ως τέτοια, είναι εξ ορισμού χειραγωγική. «Επιστήμη» είναι το θεωρητικό παρακολούθημα της τεχνικής, και «τεχνική» σημαίνει υποκείμενο εναντίον αντικειμένου. Αν η ιατρική είναι επιστήμη με τη θετική έννοια του όρου, προορίζεται εκ προοιμίου να κάνει αντικείμενο τον πάσχοντα άνθρωπο, πράγμα στο οποίο ακριβώς πρέπει να αντισταθούμε. Ούτε το πράγμα μετριάζεται αν την πούμε «κοινωνική», αντί «φυσική» επιστήμη (ο όρος «κοινωνικές επιστήμες», πέρ’ από την ευρετική του χρήση, μου φαίνεται κατά βάθος αντίφαση εν τοις όροις). Μια θεραπευτική τέχνη έχει νόημα και αξία εφόσον συμβάλλει στην αύξηση της αυτονομίας, της δημιουργικότητας και του αισθήματος ικανοποίησης των ανθρώπων – οπότε είναι ήδη πολιτική και δεν μπορεί να διαχωριστεί από ευρύτερους πολιτικούς στόχους. Το ζήτημα ως εκ τούτου δεν είναι η αποσύνδεση της ιατρικής από την πολιτική αλλά το ποια πολιτική θα υπηρετήσει – της απελευθέρωσης ή της χειραγώγησης. Ή, για να το πω παραφράζοντας μια γνωστή ρήση τού Μπένγιαμιν περί αισθητικής και πολιτικής, η δεξιά ιατρικοποιεί την πολιτική· εμείς απαντάμε πολιτικοποιώντας την ιατρική.
Θ.Γ.: Θα μπορούσε να τραβήξει επί μακρόν αυτή η συζήτηση με τόσα ζητήματα που καταιγιστικά προκύπτουν από κάθε απάντηση, όμως νομίζω ότι θα μπορούσαμε να αφήσουμε και κάποια ερωτήματα αναπάντητα για μιαν επόμενη φορά. Άλλωστε, η πραγματικότητα φαίνεται ότι μας επιφυλάσσει αρκετό υλικό προς σχολιασμό· αν κάτι μπορούμε να το καταλογίσουμε στα θετικά τού νεοφιλελεύθερου τραπεζοπιστωτικού τεχνοκαπιταλισμού είναι ότι δεν μας αφήνει να βαριόμαστε ούτε λεπτό! Όσο να ’ναι, είναι και αυτό μια συμβολή, δεν νομίζεις; Εν πάση περιπτώσει όμως, θα ήθελα να κλείσουμε με τον τελευταίο λόγο να ανήκει σε σένα. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, όμως σίγουρα το ερώτημα αυτό στριφογυρίζει στο μυαλό εκατομμυρίων ανθρώπων. Quo vadimus?
Φ.Τ.: Ο τοίχος που πάνω του οι προφήτες έγραφαν σήμερα κείται συντρίμμια. Δεν είμαστε προφήτες και πρέπει να φυλαχτούμε νομίζω από αυτόν τον πειρασμό. Το μέλλον είναι πάντα αδιαφανές και αναποκρυπτογράφητο, αλλ’ αυτό δεν πρέπει να μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι γνωρίζουμε καλύτερα το παρελθόν. Σε ό,τι με αφορά, το ερώτημα είναι η αποκρυπτογράφηση του παρόντος και του παρελθόντος μας, γιατί εκεί κρύβονται οι σπόροι του μέλλοντος· και η αποτυχία να καταλάβουμε αυτό που έχει συμβεί και εξακολουθεί να συμβαίνει ακόμα, η τυφλότητα και η σύγχυση που μαστίζει όχι μόνο τον απλό κόσμο, αλλά και την πλειονότητα της διανόησης των ημερών μας, είναι εκείνη που ευθύνεται για το Βατερλώ των μαθητευόμενων προφητών της εποχής μας. Μεγαλώσαμε αναπνέοντας τη σοσιαλιστική επαγγελία και δεν υπάρχει κανένας λόγος να παραιτηθούμε απ’ αυτήν – ακόμη και αν, όπως εύστοχα παρατήρησαν κάποιοι, είναι ευκολότερο σήμερα να φανταστεί κάποιος το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού. Το τοπίο καταστροφής μπροστά στο οποίο στεκόμαστε τούτη τη στιγμή είναι αναπόδραστη συνέπεια της προόδου του παγκόσμιου καπιταλισμού που κατατρώει σαν καρκίνος τη σάρκα του πλανήτη, και θα συνεχίσει μέχρι πλήρους αφανισμού, εάν αφεθεί να αναπτύσσεται σύμφωνα με την εγγενή του δυναμική. Αλλά ο «καπιταλισμός» δεν είναι πρόσωπο, δεν έχει βούληση ούτε ίδιες προθέσεις· είναι ένα μηχανισμός (και η τεχνοεπιστήμη το προσάρτημά του) που λειτουργεί αυτοματικά αναλώνοντας πόρους και ανθρώπινες ζωές, προσδένοντας στην τροχιά του καταναγκαστικά τούς ίδιους τούς χειριστές όσο και τα θύματά του – και μακροπρόθεσμα βέβαια όλοι είναι θύματα. Όσοι βραχυπρόθεσμα νιώθουν ευνοημένοι από αυτό είναι δυσκολότερο να το δουν· όλοι οι άλλοι όμως;
Το αίνιγμα του μέλλοντος, ξαναλέω, κρύβεται για μένα στο ίδιο το παρόν. Είναι το πλέον δυσεξήγητο αίνιγμα (μεταφυσικό, παραφυσικό ή όπως αλλιώς θέλεις πες το) του γιατί οι άνθρωποι γίνονται με τόσο τρομακτική ευκολία τόσο καλοί αγωγοί της χειραγώγησης· γιατί οι συντεταγμένες δυνάμεις που κάποτε επαγγέλθηκαν την ολική κοινωνική αλλαγή γίνονται λειαντές των τριβών και ιμάντες διαχείρισης του αδυσώπητου μηχανισμού· γιατί η ανθιστάμενη σκέψη και διανόηση έχει γίνει τόσο δυσεύρετο είδος στις ημέρες μας – και σε τελευταία ανάλυση, ίσως, γιατί οι άνθρωποι έχουν φτάσει να φοβούνται περισσότερο τον φυσικό θάνατο απ’ όσο μια ζωή μέσα στην ταπείνωση, την οδύνη και την ανελευθερία, που είναι αληθινός θάνατος-εν-ζωή… Ασφαλώς και δεν είναι αυτά χαρακτηριστικά τής θρυλούμενης «ανθρώπινης φύσης», αλλά μια δυσοίωνη ανθρωπολογική μεταμόρφωση που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, προϊόν και η ίδια της εσωτερίκευσης εξαρθρωτικών ιστορικών εμπειριών. Αν ποτέ απαντήσω το πώς ακριβώς και γιατί συμβαίνουν αυτά, και ποιου είδους θεραπεία μπορεί να ανακόψει αυτή την εξέλιξη, ίσως είμαι τότε σε θέση να πω κάτι για το μέλλον.
Αλλά πράγματι, θα μπορούσε να τραβήξει επί μακρόν αυτή η συζήτηση – και μαντεύω ότι λίγοι πια έχουν διατηρήσει την ικανότητα να κρατούν επί πολύ την προσοχή τους συγκεντρωμένη σε ένα θέμα. Ευχαριστώ θερμά λοιπόν για τα όσα μοιραστήκαμε, αγαπητέ μου Θανάση, και είναι σίγουρο ότι θα έχουμε πολλές ευκαιρίες να τα ξαναπούμε.
Σημειώσεις
1. Καμία σοβαρή έρευνα δεν τεκμηρίωσε υπολογίσιμη προφυλακτική ικανότητα των μασκών, ενώ επαρκείς μελέτες προειδοποιούν για τις εξαιρετικά επικίνδυνες επιπτώσεις τής υποξίας: βλ. Shehade H., Acolty V., Moser M., Oldenhove G., “Cutting Edge: Hypoxia-Inducible Factor 1 Negatively Regulates Th1 Function”, J. Immunol. 2015, 195(4): 1372-6. Sceneay J, Parker B.C., Smyth M.J., Moller A., “Hypoxia-driven immunosuppression contributes to the pre-metastatic niche”, Oncoimmunology 2013, 2: e223-55 · Westendorf A.M., Skibbe K., Adamczyk A., “Hypoxia enhances immunosuppression by inhibiting CD4+effector T cell function and promoting Treg activity”, Cell Physiol. Biochem 2017, 41:1271-84.
2. Χάρη στις επίμονες προσπάθειες μιας ομάδας που ονομάζεται Public Health and Medical Professionals for Transparency (Επαγγελματίες τής Δημόσιας Υγείας και της Ιατρικής για τη Διαφάνεια) στις ΗΠΑ, η Pfizer αναγκάστηκε με εισαγγελική εντολή να δώσει στη δημοσιότητα εμπιστευτικά έγγραφα που δείχνουν πως η εταιρεία και ο FDA (Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων) γνώριζαν ήδη από τις αρχές του 2021 ότι τα εμβόλια mRNA της Pfizer σκοτώνουν χιλιάδες ανθρώπους, προκαλούν αυτόματες αποβολές σε εγκύους και βλάπτουν τις γυναίκες τρεις φορές περισσότερο απ’ όσο τους άνδρες (βλ. την πρώτη παρτίδα της αποκαλυπτικής έκθεσης της Pfizer προς τον FDA εδώ. Και αυτό είναι μόνο η αρχή: λόγω του τεράστιου όγκου τού υλικού, συμφωνήθηκε η εταιρεία να το δημοσιοποιεί τμηματικά, έναν ορισμένο αριθμό σελίδων κατά μήνα – και οι αποκαλύψεις συνεχίζονται.
3. Βλ. παρεμπιπτόντως (και για να μην κουράζω με πολλές παραπομπές), το δημοσιευμένο άρθρο του Günther Kampf στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό The Lancet ‘The epidemiological relevance of COVID-19’ vaccinated population is increasing”(19 Νοεμβρίου 2021).
4. Χρωστάμε στον καρδιολόγο Κωνσταντίνο Αρβανίτη την πρώτη συγκεντρωτική και σχολιασμένη παρουσίαση αυτών των στοιχείων στο ευρύ κοινό, σε μια σειρά από συνεντεύξεις του σε πολλά δικτυακά κανάλια. Για μία από τις πιο πρόσφατες και περιεκτικές (που δίνει επίσης στοιχεία του τρέχοντος καλοκαιριού), βλ. εδώ.
5. Και ιδού ένα αποσβωλωτικό παράδειγμα: πρόσφατο δημοσίευμα της Αυγής όπου, ενώ επιβεβαιώνει τα στοιχεία για την τρομακτική αύξηση των θανάτων στην Ελλάδα εν μέσω εντατικών εμβολιασμών, δεν παραλείπει τον χρησμό: «από Covid-19»· και, ως εκ της διαγνωστικής της διαστροφής, καταγγέλλει την «πλήρη χαλάρωση στα περιοριστικά μέτρα κατά της πανδημίας»… Στενοχωριέται δηλαδή η «αριστερή» εφημερίδα μήπως μειωθεί η καταστολή!
6. Σε ό,τι αφορά τη συζήτηση για τον εθνικισμό, τον διεθνισμό και την «εθνική ταυτότητα», βλ. ενδεικτικά (μεταξύ άλλων) το παλαιότερο κείμενό μου «Εθνικισμός – φονταμενταλισμός» στο βιβλίο μου Καθεστώς εκτάκτου ανάγκης. Απόπειρες για μια επείγουσα κατανόηση του σύγχρονου κόσμου (futura: Α θή να 2005), σελ. 185-199· και το πιο πρόσφατο «Ο διεθνισμός και η “κρατική κυριαρχία”/ Παράρτημα: Μια απάντηση για την “εθνική ταυτότητα“» (από τον Δρόμο τής Αριστεράς, 6/9/2016), σήμερα στο βιβλίο μου Ο κύκλος της συντριβής και του αναστοχασμού: Πολιτικό ημερολόγιο από μια βυθιζόμενη χώρα, 2014-18 (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2018), σελ. 68-73. Σε ό,τι αφορά την ανάλυση του ολοκληρωτισμού, το νεοφασιστικό φαινόμενο και την ελληνική ακροδεξιά, βλ. τη διαδικτυακή μου συνέντευξη στον Ελευθεριακό (Ιούνιος2012), «Ολοκληρωτισμός, φασισμός, ακροδεξιά» και επιπροσθέτως, το κείμενό μου «Ένα σύμπτωμα: η περίπτωση της “Χρυσής Αυγής” στην Ελλάδα», Παράρτημα στο Aijaz Axmad, Ινδία: Φιλελεύθερη δημοκρατία και ακροδεξιά, μετ. Σταύρος Οικονομόπουλος & Γώνη Τόγια (Έρασμος: Αθήνα 2021).
7. Αποκορύφωμα των δραστηριοτήτων της ήταν η οργάνωση μιας εξαιρετικά επιτυχημένης διημερίδας με τίτλο «Οι εξαιρέσεις και οι μορφές αντίστασης που παράγει η παρούσα κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στις 26 και 27 Νοεμβρίου 2021, με ομιλίες μελών από τις συμμετέχουσες οργανώσεις, εκπροσώπων των υγειονομικών σε αναστολή, του Giorgio Agamben (σε διαδικτυακή σύνδεση) και του υποφαινομένου, που αποτύπωσε το διακριτό αντιεξουσιαστικό στίγμα στις κινητοποιήσεις ενάντια στον υγειονομικό καταναγκασμό και τις υποχρεωτικότητες.
8. Κάτι που επαναλήφθηκε, πρέπει να πω, στο «Θερινό Βιβλιοστάσιο» του περασμένου Ιουλίου (ένα φεστιβάλ μικρών εκδοτών του ελευθεριακού χώρου) όπου, στη διάρκεια των οργανωτικών συναντήσεων, αντιπρόσωποι του RedNoir (το εκδοτικό τής «Ταξικής Αντεπίθεσης») έδωσαν αγώνα για να μη συμπεριληφθούν δικά μου βιβλία – και, όταν οι εκδότες των βιβλίων μου αυτονόητα αρνήθηκαν, αποχώρησαν οι ίδιοι.
9. Βλ. το κείμενό μου «Μια ελληνικότητα πολλαπλών χρήσεων», στο βιβλίο μου Το φάντασμα του έθνους και το ικρίωμα της αγοράς. Πολιτικά κείμενα / (Αλεξάνδρεια: Αθήνα 2001), σελ. 51-72.
10. Βλ. «Παραπλανημένες ευαισθησίες», σήμερα στο βιβλίο μου Ο κύκλος τής συντριβής και του αναστοχασμού. Πολιτικό ημερολόγιο από μια βυθιζόμενη χώρα, 2014-18 (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2018), σελ. 80-82.
11. Όπως ακριβώς ένας εισαγγελέας θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την υπογραφή μου σε κάποιες άλλες συλλογικές διαμαρτυρίες – π.χ. για τον Δημήτρη Κουφοντίνα…
12. Επ’ αυτού ειδικά, βλ. και την πρόσφατη ανάρτησή μου «Το τελευταίο έγκλημα της Δύσης (και μερικές σκέψεις για την παγκοσμιοποίηση και το έθνος-κράτος)», 14 Μαΐου 2022, στο δες εδώ – ιδίως το τελευταίο μέρος.
14. Σήμερα, στο βιβλίο μου Για τα κοινωνικά κινήματα και το κράτος. Συζητήσεις και αντιπαραθέσεις/Μακρά και ακατάληκτη συνομιλία με τον Γιάννη Καλιόρη (Αρμός: Αθήνα 2016), σελ. 15-65.
15. Σήμερα, στο βιβλίο μου Ο κύκλος τής συντριβής και του αναστοχασμού. Πολιτικό ημερολόγιο από μια βυθιζόμενη χώρα, 2014-18 (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2018), σελ. 166-174.
16. Για όποιον θα ήθελε να παρακολουθήσει ολόκληρο το συνέδριο, είναι αναρτημένο εδώ.
17. Το κείμενο, που κυκλοφόρησε και σε τυπωμένο φυλλάδιο, βρίσκεται αναρτημένο εδώ. Συμπληρωματικά, βλ. την προκήρυξη «Κάλεσμα σε έκτακτη δράση για την υπεράσπιση της κοινωνίας» που η ΔΕΥΔΒ διένειμε στις 14 Δεκεμβρίου 2021 στο πλαίσιο πορείας διαμαρτυρίας που διοργάνωσε η «Πρωτοβουλία ενάντια στο υγειονομικό απαρτχάιντ».
18. Αυτή η προοπτική αντανακλάται στον τόμο που εκδώσαμε προσφάτως με την Αλεξάνδρα Πολιτάκη, Υγειονομική πειθάρχηση: το ολοκληρωτικό πρόσωπο της «δημοκρατίας» (Ισηγορία: Αθήνα 2022), μια συλλογή πολεμικών τις οποίες δημοσιεύσαμε στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου λίγοι άνθρωποι στρατευμένοι από τ’ αριστερά ενάντια στην ιατρικοποημένη διακυβέρνηση.
19. Βιογραφικά στοιχεία κάποιων από τους συμπράττοντες στη δυσφημιστική ιστοσελίδα με το όνομά μου, τα οποία ήρθαν στο φως τής δημοσιότητας, δείχνουν ότι αυτό κυριολεκτεί περισσότερο απ’ όσο κανείς φαντάζεται. Βεβαίως, το δικαίωμα κάποιου να αλλάζει προσανατολισμό στη ζωή του είναι σεβαστό και αναφαίρετο· θα πρέπει όμως τότε να είναι πιο προσεκτικός στο πώς χειραγωγεί το παρελθόν άλλων, τουλάχιστον για να μη δίνει την εντύπωση ότι φτύνει στον καθρέφτη!