Από το 1945 έως το 2021 έγιναν μόλις έξι προσπάθειες να κατακτηθεί ένα κράτος με την άσκηση μαζικής στρατιωτικής βίας μέσω εισβολής, που αποσκοπούσαν είτε σε κατοχή είτε σε προσάρτηση εδαφών: Βόρεια και Νότια Κορέα το 1950 (συνθήκη ανακωχής το 1953), Βόρειο και Νότιο Βιετνάμ το 1975 και εισβολή της Ινδονησίας στο Ανατολικό Τιμόρ την ίδια χρονιά (επιτυχημένες), η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ δεκαπέντε χρόνια αργότερα το 1990, που κατέληξε σε αποτυχία και ήττα, και τέλος οι εισβολές των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν το 2001 και στο Ιράκ το 2003 που οδήγησαν σε πολυετή κατοχή (στην περίπτωση του Ανατολικού Τιμόρ η ινδονησιακή κατοχή διήρκεσε μέχρι το 1999).
Όλες οι υπόλοιπες προσπάθειες μεταπολεμικά, περισσότερες από εξήντα τον αριθμό, έγιναν μέσω της δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων (fait accompli), που αποτελούν και το πιο συνηθισμένο τρόπο μέσω του οποίου τα κράτη επιδιώκουν εδαφικά κέρδη. Η επιχείρηση της Ρωσίας στην Κριμαία το 2014 αποτελεί μια τέτοια πετυχημένη περίπτωση δημιουργίας τετελεσμένου γεγονότος. Με παρόμοιο τρόπο προσπάθησε να κινηθεί η Μόσχα στις αρχές του 2022 στην ανατολική Ουκρανία, αν και τελικά η προσπάθειά της κατέληξε να αποτελεί την έβδομη περίπτωση διεθνώς, μετά από τις προαναφερθείσες των ετών 1950, 1975,1990, 2001 και 2003.
Η συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα της Ουκρανίας, πριν από την έναρξη του πολέμου, αποτέλεσε αρχικά μέρος μιας προσπάθειας εξαναγκασμού μέσω απειλής ή εκφοβισμού που απέτυχε (υποθετικά θα μπορούσε να είχε ανατραπεί ή παραιτηθεί ο Ζελένσκι). Ακολούθησε η δημιουργία ενός τετελεσμένου γεγονότος επί του εδάφους της Ουκρανίας και η προσπάθεια επιβολής ενός διλήμματος: επίλυση του ουκρανικού ζητήματος ή πόλεμος ευρείας κλίμακας στην Ευρώπη, προκειμένου οι πλευρές να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η συνολική στάση Η.Π.Α, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, η αντίδραση της Ουκρανίας, δηλαδή η απόφασή της να πολεμήσει (σε αντίθεση με το 2014), και η άρνηση αποδοχής του τετελεσμένου (σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην περίπτωση της Κριμαίας), παράλληλα με την κλιμάκωση και τα αντίποινα, οδήγησαν στην αποτυχία του fait accompli και σε όσα βλέπουμε να βρίσκονται σε εξέλιξη τους τελευταίους μήνες. Ωστόσο, στρατιωτικό προσωπικό 150-200.000 ανδρών δεν αρκεί, προκειμένου να επιβληθεί έλεγχος στο έδαφος μιας χώρας με την έκταση της Ουκρανίας, όχι στο σύνολο, αλλά ούτε καν στο ανατολικό τμήμα της δεύτερης μεγαλύτερης σε έκταση χώρας της Ευρώπης, μετά την ίδια τη Ρωσία, πόσο μάλλον να επιτευχθεί καθοριστική νίκη, με το είδος του πολέμου που είχε επιλεχθεί, ή να καταληφθεί η πρωτεύουσα (ουδέποτε υπήρξαν πειστικές οι απόψεις περί κατάληψης του Κιέβου με τόσο μικρό αριθμό στρατευμάτων). Έπρεπε λοιπόν να κηρυχθεί μερική επιστράτευση στη Ρωσία, προκειμένου να υποστηριχθεί μια στρατιωτικά επιβληθείσα νέα νομική πραγματικότητα και πολιτική τάξη επί του εδάφους.
Οι Αμερικανοί στον Πόλεμο του Κόλπου, τη λεγόμενη Καταιγίδα της Ερήμου, διέθεσαν περίπου 600.000 προσωπικό, που μαζί με τους συμμάχους τους προσέγγισαν το ένα εκατομμύριο συνολικά, διεξάγοντας ολοκληρωτικό συμβατικό πόλεμο. Επιπλέον, ο πληθυσμός του Ιράκ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν ξεπερνούσε τα 18 εκατομμύρια, δηλαδή ήταν τουλάχιστον υποδιπλάσιος από τον πληθυσμό της Ουκρανίας στις αρχές της δεκαετίας του 2020. Επιπροσθέτως, το Ιράκ ήταν πλήρως απομονωμένο περιφερειακά, σε αντίθεση με την Ουκρανία που είναι κοινωνικοποιημένη και στηρίζεται από τα κράτη που συνορεύουν μαζί της, τις περιφερειακές δυνάμεις, την Ε.Ε., το ΝΑΤΟ και τις Η.Π.Α (το επίπεδο και η μορφή στήριξης δεν είναι τα μόνα που έχουν σημασία, το κύριο είναι πως δεν έχει κράτη εχθρικά προσκείμενα προς την ίδια και δεν τελεί υπό περιφερειακή απομόνωση).
Ο ακραία επιθετικός αν όχι παραληρηματικός λόγος που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί, στις περιπτώσεις των εισβολών σε Αφγανιστάν και Ιράκ στις αρχές του 21ου αιώνα, εξυπηρέτησε τη νομιμοποίηση της παραβίασης του κανόνα που λέει ότι δεν είναι αποδεκτή μια ευρεία εκτεταμένη χρήση στρατιωτικής βίας μέσω εισβολής ως τρόπου διεκδίκησης, ελέγχου, κατοχής ή προσάρτησης εδαφών: η παρομοίωση από τις Ηνωμένες Πολιτείες του μπααθικού Ιράκ με τη ναζιστική Γερμανία, το βάπτισμα του Σαντάμ ως Χίτλερ των Αράβων και η κατηγορία για κατοχή πυρηνικών ειδικά και όπλων μαζικής καταστροφής γενικότερα, όλα εξυπηρέτησαν τη νομιμοποίηση μιας παράνομης εισβολής (αργότερα ο λόγος περί δημοκρατίας εξυπηρέτησε τη νομιμοποίηση της κατοχής). Και με παρόμοιο τρόπο που οι Ταλιμπάν για τους Αμερικανούς έπρεπε να είναι «Ισλαμοφασίστες» (Islamofascists) και στο Ιράκ έπρεπε να γίνει «απομπααθοποίηση» (De-Ba’athification), στην Ουκρανία πρέπει να γίνει «αποναζιστικοποίηση» (De-nazification) και οι Ρώσοι πρέπει να πολεμούν «Ουκρανοναζιστές» (Ukronazi). Για τους Ρώσους ένας τέτοιος λόγος εκτός από το να παραπέμπει σε ένα ηρωικό παρελθόν και να προσφέρει ιδεολογική νομιμοποίηση, επιπλέον στοιχειώνει το παρόν λόγω ιστορικής εμπειρίας.
Νεοναζιστική για τους μεν, δημοκρατική για τους δε, η Ουκρανία αντικειμενικά έχει πληρώσει τεράστιο τίμημα, χάνοντας περίπου το 15-20% των εδαφών και το 1/5 του πληθυσμού της (συνυπολογίζοντας την Κριμαία), εάν σταθμίσουμε τόσο πρόσφυγες που έχουν φύγει από τη χώρα τον τελευταίο χρόνο, όσο και μετανάστες που αποχώρησαν κατά την τελευταία δεκαετία. Και αυτές είναι οι απώλειες, δίχως να σταθμίζουμε την κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής και την καταστροφή της οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς: άραγε οι κοινωνίες και τα κράτη της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Τσεχίας θα θεωρούσαν πως αξίζει να χάσουν το ένα πέμπτο των εδαφών και του πληθυσμού τους, προκειμένου π.χ. να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν έχει ως επίδικο την ανεξαρτησία του Κιέβου αλλά τις σχέσεις Ουάσιγκτον-Μόσχας. Κάτι που μπορεί να γίνει κατανοητό πέραν πάσης αμφιβολίας, εάν μελετήσει κανείς την ομιλία του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας της 30ης Σεπτεμβρίου, που είναι η σημαντικότερη όχι απλώς από την έναρξη του πολέμου, αλλά σε ολόκληρη την πολιτική διαδρομή του Πούτιν, στην οποία το ζήτημα της Ουκρανίας αποτελεί απλώς το φόντο. Όσο και αν κρύβεται η Ουάσιγκτον πίσω από το Κίεβο σε διακρατικό επίπεδο, το ουσιαστικό ζήτημα από το οποίο εκπηγάζουν οι εντάσεις και οι συγκρούσεις είναι οι σχέσεις της Ρωσίας με τις Η.Π.Α και την ηγεμονική τους μονοπολική τάξη σε διηπειρωτικό και συστημικό επίπεδο.
Είναι περισσότερο ακριβής μια προσέγγιση που εκφράζει τη θέση ότι η κολοσσιαίων διαστάσεων κρίση στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις εξελίσσεται με πεδίο σύγκρουσης την Ουκρανία, και όχι μόνο. Ο ανταγωνισμός Ουάσιγκτον-Μόσχας ξεκίνησε από την εξωτερική περιφέρεια του ΝΑΤΟ (Συρία) που οριοθετείται προς Νότο από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, συνεχίζεται στην ημιπεριφέρεια (Ουκρανία) που αποτελείται από τα κράτη της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, πέρασε στα ουδέτερα κράτη όπως η Αυστρία, η Ιρλανδία, η Ελβετία (υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να γίνει αντιληπτή η ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ), φτάνοντας πλέον στον πυρήνα του ευρωπαϊκού σκέλους του πλανητικού Βορρά και του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, τη Γερμανία (στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ενταχθεί το σαμποτάζ του Nord Stream 2).
Οι ομόκεντροι κύκλοι στο εξωτερικό και το εσωτερικό του ΝΑΤΟ, η Συρία και η Ουκρανία, ο Εύξεινος και η Βαλτική, η Ανατολική και η Κεντρική Ευρώπη, αποτελούν πεδία μάχης στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, της σύγκρουσης και της κρίσης στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το ίδιο ισχύει για τη Βόρεια Αφρική και τον Καύκασο, εφόσον συνυπολογίσει κανείς στην εξίσωση κράτη, όπως η Γαλλία και η Τουρκία, ενώ μια ένταση στα Βαλκάνια ή τη Μεσόγειο θα πρέπει να γίνει αντιληπτή με παρεμφερή τρόπο.
Τέλος, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η πίστη στη διατήρηση της υπάρχουσας ή στην επιστροφή μιας προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων δεν είναι ρεαλιστική. Ο μεταψυχροπολεμικός κόσμος δεν υπάρχει πια.