Για όσες και όσους από μας μεγαλώσαμε στις δεκαετίες του ’90 και του 2000 ο καπιταλιστικός ρεαλισμός υπήρξε η πανταχού παρούσα ιδεολογική αρχή: «Ο άνθρωπος είναι εγωιστής από τη φύση του». Δεν ήταν απλά μία άποψη ανάμεσα σε άλλεςꞏ ήταν εκείνη που, έχοντας «αποδειχτεί» από την ιστορική πορεία, αποτελούσε τη μοναδική σώφρονα συνειδησιακή επιλογή, η οποία και οδηγούσε σε συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές. Είτε θα εντασσόσουν στο ανελέητο κυνήγι του χρήματος, αδιαφορώντας για τους άλλους, είτε, αργά ή γρήγορα, θα σε περίμενε μια μοίρα ανάλογη των οικονομικών προσφύγων από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι εκείνη την περίοδο εμφανίζονταν και στα μέρη μας. Η ορατότητα μιας ζωής υποταγμένης στη σκληρή ανάγκη έλαμπε τρομακτικά μπροστά στα μάτια των Ελλήνων που περίμεναν με όρεξη το νέο πακέτο Ντελόρ.
Επρόκειτο όντως, θα μπορούσαμε να πούμε, για έναν «ρεαλισμό της πτώσης». Η τεράστια κοινωνική καταστροφή που έφερε για τους πολίτες εκείνων των χωρών η πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού δημιούργησε φόβο σε μας εδώ. Αυτός ο φόβος τροφοδότησε τον κυνισμό και έφερε ξανά στο προσκήνιο όλη την ποικιλία των ιστορικών ιδεολογημάτων σχετικά με την ανθρώπινη φύση ως «κέντρου» της απληστίας και του κακού. Οποιαδήποτε σκέψη, πόσο μάλλον προσπάθεια, για μια διαφορετική κοινωνική διαχείριση της οικονομίας και της πολιτικής οδηγεί τελικά στον όλεθρο. Η τεραστίου εύρους και ποικιλίας παραγωγική εργασία των ιδεολογικών μηχανισμών της Δύσης κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου έβρισκε τώρα τη δικαίωσή της.
Φυσικά, τα χρόνια πέρασαν, το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ το 2008 και ό, τι ακολούθησε, συνεχίζοντας μέχρι σήμερα, άλλαξαν κατά πολύ το «πνεύμα των καιρών». Ο καπιταλιστικός ρεαλισμός του ’90 εμφανίζεται σήμερα απλώς ως καπιταλιστικός τρόμος. Έτσι λοιπόν, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και για την αμφισβήτηση των ιδεολογικών θέσφατων σχετικά με την «ανθρώπινη φύση».
Το βιβλίο του Ολλανδού ιστορικού Ρούτγκερ Μπρέγκμαν «Ανθρωπότητα: Μια απροσδόκητα αισιόδοξη ιστορία» δοκιμάζει μια συστηματική κριτική αποδόμηση του, διαμορφωμένου από πολλούς διάσημους μύθους, παζλ της (νεο)φιλελεύθερης ηθικής φιλοσοφίας. Καταφέρνει δε το σκοπό του με τρόπο εύληπτο, αλλά και διασκεδαστικό, πράγμα που είναι και μία από τις σημαντικότερες αρετές του. Εκδόθηκε το 2019 και μέχρι σήμερα έχει μεταφραστεί σε παραπάνω από 30 γλώσσες, ενώ στις ΗΠΑ έγινε bestseller άμα τη εμφανίσει του στις προθήκες. Ο 34χρονος Μπρέγκμαν είναι από εκείνους τους νέους ιστορικούς που στοχεύουν στα μεγάλα ακροατήρια, αφήνοντας κατά μέρος την ακαδημαϊκή ιδιόλεκτο και έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο στο παρόν. Όπως ο συνάδελφος και φίλος του, Γιουβάλ Νόα Χαράρι, εξασκεί μια επιστήμη της ιστορίας «εκλαϊκευμένη», όπως θα λέγαμε παλιότερα. Η εκλαΐκευση βέβαια είναι πάντοτε χρήσιμη, μπορεί όμως να αποδειχθεί και δίκοπο μαχαίρι, όταν τα προβλήματα είναι σύνθετα και οι ιστορικές αντιφάσεις (του ίδιου του κοινωνικού είναι) υπερσυσσωρευμένες.
Στο πρώτο, και μεγαλύτερο, μέρος του βιβλίου, η ύλη του οποίου θα μπορούσε να ενταχθεί στον ευρύτερο κλάδο μιας κριτικής «ιστορίας των ιδεών», το μαχαίρι του Μπρέγκμαν κόβει πολύ καλά. Βασική του στόχευση είναι η υπεράσπιση της ιδέας πως «οι περισσότεροι άνθρωποι, βαθιά μέσα τους, είναι έντιμοι και αξιοπρεπείς». Η ανάπτυξη αυτού του αξιώματος έρχεται μέσα από την κριτική της κυρίαρχης μέχρι σήμερα αντίθετης άποψης. Ό,τι ο βιολόγος Φρανς Ντε Βάαλ ονομάζει «θεωρία του επιχρίσματος»: o πολιτισμός δεν αποτελεί παρά ένα λεπτό επίχρισμα που θα ραγίσει με την παραμικρή πρόκληση. Ένας από τους τρόπους αποδόμησης αυτής της θεωρίας στην Ανθρωπότητα είναι μέσω «θετικών» αντιπαραδειγμάτων. Ο Μπέργκμαν αναπτύσσει σε αυτές τις σελίδες με αφηγηματική δεινότητα μικροϊστορίες που μαρτυρούν για το γεγονός πως οι άνθρωποι ανυψώνονται ηθικά ακριβώς μέσα από μεγάλες συμφορές.
Έτσι, μαθαίνουμε πως ο βομβαρδισμός του Λονδίνου από τη Λούφτβαφε το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1940 είχε τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που περίμεναν όχι μόνο ο Χίτλερ, αλλά και οι Βρετανοί ιθύνοντες. Ενώ ο Τσόρτσιλ είχε προβλέψει πως τρία με τέσσερα εκατομμύρια Λονδρέζων θα τρέπονταν σε φυγή και ο τρόμος και η αναρχία θα επικρατούσαν, οι κάτοικοι του Λονδίνου «υπέμειναν τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές όπως θα είχαν υπομείνει την καθυστέρηση ενός τρένου». Και όχι μόνο: σε όλο το εξάμηνο της επίθεσης, οι πάντες βοηθούσαν ο ένας τον άλλον ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις και κοινωνικές θέσεις, οι επιπτώσεις στην εγχώρια οικονομία ήταν μηδενικές με όλα τα μαγαζιά ανοικτά, ενώ τα ποσοστά αλκοολισμού και αυτοκτονιών μειώθηκαν αισθητά σε σχέση με πριν τον πόλεμο. Το bestseller της εποχής, η «Ψυχολογία των μαζών» του Γκουστάβ Λε Μπον είχε κάνει λάθος: οι άνθρωποι σε συνθήκες κρίσης δεν γίνονται φοβισμένα θηρία, αλλά αναπτύσσουν δεσμούς αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης. Κάτι ανάλογο συνέβη το 2005 στη Νέα Ορλεάνη, όταν η πόλη επλήγη από τον τυφώνα Κατρίνα. Η εικόνα γενικευμένης βίας και λεηλασιών που κατασκευάστηκε εντέχνως τις πρώτες μέρες από τα μέσα ενημέρωσης σύντομα αποδείχθηκε ψευδής. Τα περισσότερα πλιάτσικα έγιναν από ομάδες που συγκροτήθηκαν για αυτοβοήθεια, και μάλιστα πολλές φορές σε συνεννόηση με την αστυνομία, ενώ εκατοντάδες αυτο-οργανωμένες ομάδες διάσωσης δημιουργήθηκαν αμέσως, από την επομένη κιόλας της καταστροφής.
Το πιο ενδιαφέρον όμως τμήμα του βιβλίου είναι εκείνο όπου ο συγγραφέας εξετάζει κριτικά και αποδομεί αριστοτεχνικά ορισμένες διάσημες αφηγήσεις που βοήθησαν στην «επιβεβαίωση» και παγκόσμια διάδοση της «θεωρίας του επιχρίσματος». Μία από αυτές ήταν το μυθιστόρημα του Γουίλλιαμ Γκόντγουιν «Ο Άρχοντας των Μυγών», ένα βιβλίο που από τη δεκαετία του’60 και εξής πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα, διακηρύσσοντας πως «ο άνθρωπος παράγει το κακό όπως η μέλισσα παράγει το μέλι». Τι θα συμβεί αν μια ομάδα παιδιών ναυαγήσουν σε ένα ερημικό νησί του Ειρηνικού χωρίς κανέναν ενήλικα μαζί τους; Σύμφωνα με τον «Άρχοντα των Μυγών», θα σκοτωθούν μεταξύ τους και θα κάψουν και ολόκληρο το νησί. Ο Μπρέγκμαν αντιπαραθέτει στη μυθοπλασία του Γκόντγουιν τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την περιπέτεια έξι αγοριών, τα οποία τον Ιούνιο του 1965, μετά από μια ομολογουμένως ριψοκίνδυνη προσπάθεια για «κοπάνα», βρέθηκαν μόνα τους στο νησί Άτα του Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Αυστραλίας, και κατάφεραν να το κατοικίσουν για ένα χρόνο συνεργαζόμενα και αλληλοβοηθούμενα με τον καλύτερο τρόπο. Οι μέρες τους «ξεκινούσαν και τελείωναν με τραγούδι και προσευχή», σύμφωνα με την μαρτυρία των ίδιων των πρωταγωνιστών, που ο Μπρέγκμαν εντόπισε και μίλησε μαζί τους στην Αυστραλία.
Στη συνέχεια, η ίδια αποδομητική διαδικασία ακολουθείται και για τα διάσημα επιστημονικά πειράματα που έγιναν στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του ’60. Το πείραμα του ψυχολόγου Φίλιπ Ζιμπάρντο που αναδιαμόρφωσε τα υπόγεια του Πανεπιστημίου Στάνφορντ ως φυλακές και χώρισε τους φοιτητές εθελοντές σε δεσμοφύλακες και καταδίκους δημιουργώντας καταστάσεις βίας και χάους, και το «Πείραμα του Μίλγκραμ» στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, όπου υποτίθεται πως αποδείκνυε ένα εγγενές στοιχείο σαδισμού στην ανθρώπινη ψυχολογία, το οποίο παρείχε την «φυσιολογική προϋπόθεση» για το Ολοκαύτωμα. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Μπρέγκμαν αποδεικνύει με στοιχεία των ίδιων των επίσημων εκθέσεων πως η διεξαγωγή των πειραμάτων είχε συγκεκριμένη καθοδήγηση από τους υπεύθυνους καθηγητές, ώστε να παραγάγει τα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Τα υπόλοιπα αφέθηκαν στους Αμερικανούς δημοσιογράφους που επιζητούσαν εκείνη την περίοδο με μεγάλη ζέση παραδείγματα για τη συγκρότηση ενός «αντίπαλου δέους» στη διάχυτη και ολοένα αυξανόμενη κοινωνική ριζοσπαστικότητα των sixties.
Εντούτοις, δεν είναι λίγες οι φορές που ο συγγραφέας, στην προσπάθειά του να αναιρέσει την αντίπαλη αφήγηση, πέφτει και ο ίδιος στην παγίδα του θετικισμού, ο οποίος αποδεικνύεται ένας αντεστραμμένος ιδεαλισμός. Επειδή οι σύγχρονες έρευνες των βιολόγων και των συμπεριφοριστών που υποστηρίζουν την εγγενή τάση προς την επικοινωνία και την αλληλεγγύη του ανθρώπινου όντος είναι πλέον περισσότερες από τις άλλες, αυτό σημαίνει πως η «ανθρώπινη φύση» είναι καλή. Το λύγισμα της βέργας από την άλλη μεριά μπορεί να είναι αναγκαίο, δεδομένης της επικοινωνιακής υπεροπλίας του αντιπάλου, έχει όμως συγκεκριμένα όρια. Αυτά τα όρια, σε τελική ανάλυση, καθορίζονται από εκείνη την πραγματικότητα (αλλά και αναγκαία μεθοδολογική αρχή σε ανάλογες συζητήσεις) που ονομάζεται «ταξική πάλη», η οποία με τις στροφές της, τις ανόδους και τις μεταπτώσεις της επικαθορίζει και το πού θα γύρει η πλάστιγγα. Γιατί στην πραγματικότητα «ανθρώπινη φύση» δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος είναι ένα «φάσμα δυνατοτήτων», ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο. Η μεθοδολογική αρχή της πρωταρχικής σημασίας της ταξικής πάλης στην ιστορική και ηθική εξέλιξη του υποκειμένου απουσιάζει από το βιβλίο του Μπρέγκμαν.
Παρόλα αυτά, η Ανθρωπότητα είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Όχι μόνο γιατί προβαίνει σε μια λογική απονομιμοποίηση των ιδεολογημάτων του (νεο)φιλελευθερισμού για την υποτιθέμενη «ανθρώπινη φύση». Αλλά και γιατί η αισιόδοξη προοπτική που υπερασπίζεται παίρνει κατά την πορεία της αφήγησης έναν ιδιάζοντα επιτελεστικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης «υποβοηθείται», σπρώχνεται, να σκεφτεί και να δράσει αλλιώς, στην ίδια του την καθημερινότητα. Τέτοιου είδους «κινητοποιητικές» αναγνωστικές προοπτικές, και μάλιστα από μη-λογοτεχνικά έργα, σπανίζουν στις μέρες μας και η αξία τους πρέπει να τονίζεται.