Η αντεπίθεση του ΝΑΤΟ δια των Ουκρανών εναντίον της Ρωσίας συνεχίζεται. Οι τίτλοι είναι πηχυαίοι και περιγράφουν έναν περίπου θριαμβεύοντα ουκρανικό στρατό. Το CNN μας δίνει βεβαίως (ακόμα και αυτό) μια καλύτερη εικόνα ως προς το τι συμβαίνει. Σύμφωνα με τη ναυαρχίδα της προπαγάνδας των ΗΠΑ, το μέγιστο ανάπτυγμα των ρωσικών δυνάμεων στα ουκρανικά εδάφη, από τις 23 Φεβρουαρίου είχε αποφέρει έλεγχο 119.000 τ.χ. ή περίπου του 20% της προγενέστερης επικράτειας της Ουκρανίας. Μετά την έναρξη της ΝΑΤΟ- ουκρανικής αντεπίθεσης, η Ρωσία έχει απωλέσει περίπου 3.000 τ.χ., εκ των 119.000 τ.χ.
Με άλλα λόγια, η Ρωσία μετρά απώλειες περίπου της τάξης του 2,52% των εδαφών που ήλεγξε από την έναρξη των επιχειρήσεων. Παρά τους μιντιακούς τίτλους, οι επιτυχίες της αντεπίθεσης μέχρι σήμερα, δεν μπορούν να θεωρηθούν εντυπωσιακές. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κερδών προέκυψε χωρίς να δοθούν μάχες από ρωσικής πλευράς, στην περιοχή του Χαρκόβου. Ωστόσο και πάλι, δεν αποκτούμε την πλήρη εικόνα παραθέτοντας μόνο τα εδαφικά μεγέθη. Άλλωστε αν διαθέτεις τις αναγκαίες και κατάλληλες εφεδρείες, όπως και οπλισμό, μπορείς να κατοχυρώσεις τα εδαφικά σου κέρδη και να προωθηθείς περαιτέρω. Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν, είναι το κόστος των στρατιωτικών επιχειρήσεων από πλευράς ανθρωπίνου δυναμικού και υλικών.
Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τις απώλειες. Γνωρίζουμε όμως ότι η μεν Ρωσία υπέφερε συγκριτικά λίγες απώλειες λόγω της συντεταγμένης υποχώρησης των δυνάμεών της από τα διαφορετικά σημεία των πλέον προωθημένων γραμμών της, ενώ ιδίως τις τελευταίες μέρες, η ουκρανική πλευρά μετρά μεγάλο αριθμό θυμάτων, τα οποία μετρούνται σίγουρα σε εκατοντάδες και ενδεχομένως σε χιλιάδες. Η ρωσική πλευρά προτάσσει μια άμυνα βάθους, με εντατική χρήση πυροβολικού, προκειμένου να επιβραδύνει και σταδιακώς να ανακόψει την ουκρανική αντεπίθεση σε όλα τα μέτωπα, έως ότου οι εφεδρείες της εκπαιδευτούν επαρκώς και ενδεχομένως εξαπολύσουν αντεπίθεση.
Τα παραπάνω δεν αναιρούν τις χτυπητές ανεπάρκειες των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων σε αρκετούς τομείς, ούτε το γεγονός ότι η κατάληψη και ο έλεγχος της Ουκρανίας, ο οποίος καθίσταται αναγκαίος, θα απαιτήσουν πολλαπλά κύματα επιστράτευσης.
Αυτό είναι και το κατεξοχήν ζήτημα, το οποίο είναι αυτονόητα, βαθιά κοινωνικό και πολιτικό, όχι τεχνικό: εδώ και δεκαετίες δεν έχει διεξαχθεί σχεδόν κανένας ολοκληρωτικός, ως προς τα μέσα του, πόλεμος. Δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα εμπειρίας και ικανότητας των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών σε κάθε σχεδόν χώρα και σίγουρα στις μείζονες δυνάμεις – παρότι και αυτή είναι μια κρισιμότατη παράμετρος. Παράμετρος, παρεμπιπτόντως, η οποία κοστίζει και θα κοστίζει χιλιάδες νεκρούς, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των πολέμων, αλλά και ως προς την ευκολία με την οποία κηρύσσονται πόλεμοι, που κατόπιν καθίστανται ανεξέλεγκτοι ως προς την καταστρεπτικότητά τους.
Επιπλέον, η εμπιστοσύνη στις ελίτ μονάδες, στα θαυματουργά όπλα και πλέον στους υπεργολάβους του πολέμου, πήγε χέρι-χέρι με την μετάπτωση των κοινωνιών από συλλογικότητες (με τις προφανείς εσωτερικές τους αντιθέσεις και αντιφάσεις) σε αθροίσματα καταναλωτών, προϊόντος μάλιστα του χρόνου, αντικοινωνικών και ανιστορικών. Το ατελείωτο παρόν, των ακατάληπτων, συγκινησιακών γεγονότων, δεν επιτρέπει οποιαδήποτε σκέψη περί στράτευσης, η οποία αποτελεί την πεμπτουσία του πολίτη (όπως και της κοινωνικής τάξης δι’ εαυτήν), αφού κάθε αναλυτική δυνατότητα επί του γενικού καταλύεται. Ο καταναλωτής ζει μόνο στο παρόν, μόνο στο επιμέρους και μόνο στο ατομικό και τις άμεσες προεκτάσεις του. Αυτές οι κοινωνίες δεν μπορούν να πολεμήσουν.
Η πραγματικότητα αυτή είναι παραπάνω από προφανής στην ίδια την Ουκρανία, η οποία εξακολουθεί να κινητοποιεί πολύ λιγότερο κόσμο από εκείνον τον οποίο θα έπρεπε να μπορεί να επιστρατεύσει, δεδομένου του υπαρξιακού κινδύνου, τον οποίο διακηρύσσει ότι αντιμετωπίζει. Το αυτό ισχύει και για τη Ρωσία, με την κρίσιμη διαφορά ότι η Ρωσία πρέπει να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις και επομένως μπορεί να ελπίζει σε μια επανεφεύρεση του «πολιτικού σώματος», ενώ η Ουκρανία έχει προτεκτορατοποιηθεί και επομένως κινδυνεύει με πλήρη αφανισμό εκ των έσω.
Ο εν εξελίξει παγκόσμιος πόλεμος καθίσταται ήδη η μήτρα ενός μεγάλου κοινωνικού μετασχηματισμού, ο οποίος είναι μοιραίο να απλωθεί σχεδόν όπου θα φτάσει ο πόλεμος. Αλλού πιο άμεσες και αλλού πιο έμμεσες, οι επιπτώσεις του πολέμου αποδεικνύουν το πόσο ξεπερασμένη και ανεπαρκής είναι η νεοφιλελεύθερη οικονομία και κοινωνία, μετά τη διαρκή οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2007- 2008, τη διαχείριση της πανδημίας και τη διάρρηξη των εφοδιαστικών αλυσίδων. Οι κοινωνίες, οι οποίες απαιτούν στράτευση, προκειμένου να είναι βιώσιμες, πρέπει να είναι συνεκτικές και επομένως να μην είναι ακραία ανισότιμες και απο-ιδεολογικοποιημένες. Πρέπει να διασφαλίζουν ουσιαστικά πολιτικά δικαιώματα, αλλιώς καταρρέουν υπό το βάρος των αντιφάσεών τους.
Η Ρωσία θα γνωρίσει μια σειρά αλλαγών στο πλαίσιο του πολέμου της με το ΝΑΤΟ, είτε με τρόπο άνωθεν οργανωμένο (μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον), είτε με τρόπο επαναστατικό, μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της ίδιας. Όχι λόγω της όποιας αντεπίθεσης, αλλά επειδή ο πόλεμος με το ΝΑΤΟ είναι ολοκληρωτικός και δεν μπορεί να διεξαχθεί σε νεοφιλελεύθερο πλαίσιο.
Παρομοίως και οι διεθνείς σχέσεις στο εσωτερικό του όποιου μπλοκ δυνάμεων θέλει να κερδίσει θα πρέπει να μετασχηματιστούν από το ληστρικό, νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, σε ένα πιο κανοναρχημένο – συνθήκη την οποία αντιστρατεύεται ο ίδιος ο καπιταλισμός. Η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και οι όποιοι σύμμαχοί τους δεν μπορούν να κυριαρχήσουν με νεοφιλελεύθερες, εσωτερικώς ανταγωνιστικές συγκροτήσεις. Οφείλουν να βρουν άλλο δρόμο. Αυτή η επιλογή τελικά θα αναβαθμίσει την αντιπαράθεση από ανταγωνισμό εντός του ίδιου μοντέλου σε ανταγωνισμό μοντέλων. Και τότε θα δούμε μια πραγματικά ολοκληρωτική σύγκρουση.