«Ο πόλεμος είναι ειρήνη. Η ελευθερία είναι υποταγή. Η άγνοια είναι δύναμη». Αυτές οι τρεις φράσεις ήταν χαραγμένες στον τοίχο της πρόσοψης του «Υπουργείου Αλήθειας» στο μυθιστόρημα του Τζορτζ Όργουελ «1984».
Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο που χρησιμοποιήθηκε όσο λίγα στην ανάπτυξη της ψυχροπολεμικής ιδεολογίας. Παραπάνω από τρεις γενιές δυτικών γαλουχήθηκαν στον πολιτικό τρόμο του σοσιαλισμού μέσα από τις σελίδες του. Η επιτυχία του έγκειται στο ότι δεν είναι απλά ένα έργο προπαγάνδας. Μαζί με αυτήν, ο Βρετανός συγγραφέας μάς προσφέρει, προς το τέλος κυρίως της αφήγησής του, και ορισμένες πραγματικά αριστουργηματικές σελίδες για το θέμα της εξουσίας. Αυτό που δεν υποψιάστηκαν, ούτε ο Όργουελ, ούτε όσοι το χρησιμοποίησαν ως πολιτική προπαγάνδα, ήταν η «πανουργία του λόγου». Το γεγονός πως, θέλοντας και μη, μέσω μηχανισμών που θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν κάτω από τον τίτλο του «πολιτικού ασυνείδητου», το ίδιο το κείμενο αντανακλά τις αντιφάσεις του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού εντός του οποίου δημιουργήθηκε. Όσο κι αν προσπαθεί να μας πείσει ότι μιλάει για την «Ωκεανία» (βλ. Σοβιετική Ένωση), συνεχίζει αναγκαστικά να μας μιλάει για την Ευρώπη και τη Δύση.
Το οργουελικό «double speak», το ψέμα ως αλήθεια, η αντιστροφή των εννοιών, το χαρούμενο καλωσόρισμα της αντίφασης ως τέτοιας – αποκλείοντας την υπέρβασή της – δεν αποτελεί ανακάλυψη κανενός δικτάτορα και κανενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Είναι η ιδεολογική αντανάκλαση μιας από τις βασικές δομές της αστικής κοινωνίας: της απάτης της αφηρημένης εργασίας και του χρήματος. Όταν μια κοινωνία αποδέχεται πως ένα κομμάτι χαρτί, το απόλυτο αξιακό μηδέν, μπορεί να γίνει – και να προσφέρει – τα πάντα, ο δρόμος προς τη συνεχή αντιστροφή των αξιών είναι ανοιχτός και το τέλος του αβέβαιο.
Ο διεθνής θεσμός των Βραβείων Νόμπελ, από παλιά ευαίσθητος δείκτης της κατάστασης και των ανακατατάξεων εντός του «δυτικού πολιτισμού», μάς έχει προσφέρει κατά καιρούς εξαιρετικά παραδείγματα αυτής της αντιστροφής. Ο ίδιος ο Άλφρεντ Νόμπελ, που μέσω της διαθήκης του θεσμοθέτησε, μεταξύ άλλων, και το Νόμπελ «Ειρήνης», υπήρξε ηγετική μορφή της πολεμικής βιομηχανίας, εφευρέτης της δυναμίτιδας και του πυροκροτητή, ενώ οι εφημερίδες της εποχής τον χαρακτήριζαν «Έμπορο του Θανάτου». Το Νόμπελ Ειρήνης δόθηκε το 1973 σε μία από τις ισχυρότερες φιγούρες του στρατοβιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ, τον Χένρι Κίσινγκερ, ενώ το 1978 το πήρε ο Μεναχέμ Μπέγκιν, πρωθυπουργός τότε του Ισραήλ, αλλά και πρώην ακροδεξιός σιωνιστής τρομοκράτης, υπεύθυνος για τη βομβιστική επίθεση στο ξενοδοχείο «Βασιλιάς Δαυίδ» της Ιερουσαλήμ στις 22 Ιουλίου 1946 με 96 νεκρούς και 46 τραυματίες διαφόρων εθνικοτήτων.
Έτσι λοιπόν, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσουν και οι φετινοί βραβευθέντες με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Για ακόμη μια φορά, η αντιστροφή των αξιών κάνει την εντυπωσιακή εμφάνισή της. Τα πρόσωπα αλλάζουν, η λογική είναι η ίδια: «ο πόλεμος είναι ειρήνη». Το φετινό θέατρο του πολέμου δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης. Και επειδή ο συγκεκριμένος πόλεμος έχει κινητοποιήσει το σύνολο των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο «φόρτος εργασίας» για την επιτροπή του σουηδικού κοινοβουλίου ήταν μεγάλος και οι υποψηφιότητες πολλές. Ως εκ τούτου το βραβείο μοιράστηκε σε τρεις: Toν ακτιβιστή, ιδρυτή το 1996 του Κέντρου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στη Λευκορωσία «Viasna» – και φυλακισμένο σήμερα, χωρίς δίκη, για αδικήματα εκτεταμένης φοροδιαφυγής – Άλες Μπιαλιάτσκι, τη ρωσική Μ.Κ.Ο. «Μemorial» που ασχολείται με την καταγραφή των παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη χώρα, και το ουκρανικό «Centre for Civil Liberties».
Οι δύο πρώτοι βραβευθέντες δεν αποτελούν έκπληξη. Είναι αναμενόμενο ένας, αυτοαναφορικός και αυτοϊκανοποιούμενος, δυτικός θεσμός να βραβεύει αντιπολιτευόμενα τμήματα της κοινωνίας των πολιτών σε χώρες οι οποίες βρίσκονται σε – θερμό ή ψυχρό – πόλεμο με τα δυτικά κράτη και τους συνασπισμούς τους. Εντούτοις, είναι ο τρίτος κάτοχος του βραβείου, το «Center for Civil Liberties» που πραγματικά ανταποκρίνεται στο οργουελιανό «double speak». Η Αλεξάνδρα Μάτσβιτσουκ, υπεύθυνη σχεδιασμού της οργάνωσης, αμέσως μετά την ανακοίνωση της βράβευσης έσπευσε να δηλώσει πως είναι απολύτως αναγκαία η «μεταρρύθμιση» του διεθνούς σχεδιασμού ειρήνης και ασφάλειας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών μέσω της αποπομπής της Ρωσίας από το Συμβούλιο Ασφαλείας, αλλά και την προσαγωγή σε δίκη για εγκλήματα πολέμου των προέδρων της Ρωσίας και της Λευκορωσίας. Πρόσθεσε δε, και εδώ χρειάζεται προσοχή, ότι «χωρίς αυτά, η βιώσιμη ειρήνη στην περιοχή μας είναι αδύνατη». Ως εκ τούτου: εκείνη που πήρε το Νόμπελ «Ειρήνης», αμέσως μετά τη βράβευσή της, δηλώνει πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε περίπτωση διαπραγμάτευσης με τον εχθρό, αν αυτός δεν αποπεμφθεί από τη διεθνή κοινότητα και δεν δικαστεί για εγκλήματα πολέμου. Ποιος λογικός άνθρωπος δεν θα την χαρακτήριζε ως «ειρηνοποιό»;
Πρόκειται βέβαια για την ίδια πολιτικό που μόλις τον Μάρτη του τρέχοντος έτους, και ποστάροντας στο Twitter ένα γλυκό ενσταντανέ από τις περιπέτειες του Τζο Μπάιντεν και της ίδιας στην Ουκρανία του πραξικοπήματος του Μαϊντάν το 2014, σημείωνε: «Με ρώτησε πώς μπορεί να βοηθήσει την Ουκρανία. Απάντησα: δώστε μας όπλα. Σήμερα, είμαστε στο 2022, και επαναλαμβάνω, δώστε μας όπλα. Χρειαζόμαστε πολεμικά αεροσκάφη, συστήματα αεράμυνας, τεθωρακισμένα, οπλισμό. Μικρής κλίμακας τακτικά όπλα δεν μπορούν να μας βοηθήσουν να απωθήσουμε τον Πούτιν».
Όπλα λοιπόν, όπλα και πάλι όπλα. Και στο βάθος ο κήπος της σουηδικής ακαδημίας. Το χαρακτηριστικό, επίμονο και κυρίαρχο, πατρικό βλέμμα του Τζο Μπάιντεν είναι εκεί για να μας θυμίσει πως η ειρήνη θα συνεχίσει να είναι πόλεμος, ενόσω δεν ξεμπερδεύουμε με τους προστάτες.