ΑΘΗΝΑ
11:58
|
22.11.2024
Από καιρό εις καιρόν όλο και κάποια νέα δήλωση θα επαναφέρει στο προσκήνιο της σκακιστικής επικαιρότητας το θέμα του σεξισμού.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Από καιρό εις καιρόν όλο και κάποια νέα δήλωση θα επαναφέρει στο προσκήνιο της σκακιστικής επικαιρότητας το θέμα του σεξισμού, πυροδοτώντας συζητήσεις που παρά τη δικαιωματική επιφάνειά τους συνήθως παρακάμπτουν τον σκληρό πυρήνα των έμφυλων διακρίσεων στο παιχνίδι.

Όταν στα τέλη Σεπτεμβρίου ο Ισραηλινός γκραν μετρ Ίλια Σμίριν παραδεχόταν, από τη θέση του σχολιαστή του Γκραν Πρι γυναικών της ΦΙΝΤΕ στην Αστάνα του Καζακστάν, πως είχε υποστηρίξει κάποτε ότι οι γυναίκες δεν είναι ικανές να παίζουν σκάκι, επανέφερε στο προσκήνιο ένα διαχρονικό μοτίβο στον κόσμο του σκακιού: τον σεξισμό. Η παραδοχή προέκυψε κατά τον διάλογο με τη συμπαρουσιάστριά του, Φιόνα Στέιλ-Άντονι, όταν και ο Σμίριν αναρωτήθηκε για μια σκακίστρια που κατέχει τον τίτλο της γυναίκας γκραν μετρ αν θέλει να γίνει και «κανονική» γκραν μετρ. Σε άλλη περίσταση ο Σμίριν σχολίασε ότι μια σκακίστρια «έπαιξε σαν άντρας». Κάνοντας όλα αυτά τα σχόλια ο Σμίριν δεν αισθανόταν ότι πρόσβαλε κανέναν ή καμία, ούτε ότι υποτιμούσε, αλλά ότι απλώς περιέγραφε μια κατάσταση. Η άμεση αντίδραση σκακιστριών και κοινού ανάγκασε τη ΦΙΝΤΕ να εκδώσει ανακοίνωση στην οποία δήλωνε ότι «Αν και τρέφουμε μεγάλο σεβασμό για τον γκραν μετρ Ίλια Σμίριν ως σκακιστή, οι απόψεις που εξέφρασε στον αέρα είναι εντελώς απαράδεκτες, προσβλητικές και δεν αντιπροσωπεύουν καμία από τις αξίες που πρεσβεύει η ΦΙΝΤΕ. Ως εκ τούτου, ζητούμε ανεπιφύλακτα συγγνώμη από όλους όσους προσβλήθηκαν. Επιπλέον, ο γκραν μετρ Σμίριν δεν θα συνεχίσει να είναι σχολιαστής της ΦΙΝΤΕ». Κατανοητή αντίδραση αν σκεφτεί κανείς ότι η ΦΙΝΤΕ υπερήφανα είχε ανακηρύξει στην αρχή της χρονιάς το 2022 ως έτος γυναίκας. «Είναι η ευκαιρία μας να κάνουμε ένα άλμα προς τα εμπρός στην αποστολή μας για τη διαμόρφωση πολιτικών, πρακτικών και προγραμμάτων για την ισότητα των φύλων», τόνισε η ανακοίνωση της Επιτροπής για το Γυναικείο Σκάκι, χαιρετίζοντας την απόφαση του προέδρου της ομοσπονδίας. Και πράγματι, στις ενέργειες της ομοσπονδίας φάνηκε ότι υπάρχει η πρόθεση για μια πιο… ίση μεταχείριση, με τα χρηματικά έπαθλα να αυξάνονται και με την προβολή των αντίστοιχων γυναικείων τουρνουά να αναβαθμίζεται. Το αν αυτά είναι αρκετά και σε ποια κατεύθυνση θα το σχολιάσουμε αργότερα.

Οι συμμετέχοντες στο ισχυρό διεθνές τουρνουά της Αγ. Πετρούπολης το 1914. Στο τουρνουά αυτό ο τσάρος ανακήρυξε τους πρώτους γκραν μετρ στην ιστορία του παιχνιδιού. Όπως εύκολα μπορεί να δει η αναγνώστρια πρόκειται από την αρχή για λέσχη κυρίων. Αυτή όπως και παρόμοιες φωτογραφίες προβάλλουν τη σχέση σκακιστικής ικανότητας και αντρικής ταυτότητας ως αυτονόητη, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις της αναπαραγωγής της.

Προς το παρόν, αξίζει να επισημάνουμε ότι υπάρχει πλέον σαφής αναγνώριση του γεγονότος ότι ο σεξισμός είναι ενδημικός στο σκάκι. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οξυδερκής παρατηρητής για να δει, μελετώντας τις αναμνηστικές φωτογραφίες των σημαντικών τουρνουά καθ’ όλη την ιστορική εξέλιξη του σύγχρονου σκακιού, ότι πρόκειται για αντρική υπόθεση. Αυτό που ωστόσο είναι το θέμα, η υποεκπροσώπηση των γυναικών στα σημαντικά τουρνουά, αποτέλεσε και τη δικαιολόγηση του σεξισμού. Το αποτέλεσμα αντιμετωπίστηκε ως αιτία –αφού δεν συμμετέχουν είναι χειρότερες. Είναι γνωστή η ρήση του Μπόμπι Φίσερ ότι αν έπαιζε με γυναίκα θα της έδινε το πλεονέκτημα ενός ίππου, για να καλυφθεί η διαφορά δυναμικότητας, όχι επειδή είναι ο Φίσερ, αλλά επειδή είναι άντρας – πιο σοφός ο Μίσα Ταλ είχε πει, σχολιάζοντας την προκλητική δήλωση, πως «ο Μπόμπι είναι ο Μπόμπι, αλλά κι ένας ίππος είναι ένας ίππος». Ακόμα χειρότερα, ο Γκάρι Κασπάροβ, σε συνέντευξή του στο Playboy τον Νοέμβριο του 1989, έλεγε: «Λοιπόν, στο παρελθόν, έχω πει ότι υπάρχει πραγματικό σκάκι και γυναικείο σκάκι. Σε κάποιους ανθρώπους δεν αρέσει να το ακούν αυτό, αλλά το σκάκι δεν ταιριάζει σωστά στις γυναίκες. Είναι αγώνας, ξέρεις; Μεγάλος αγώνας. Δεν είναι για γυναίκες […] Νομίζω ότι αυτή είναι πολύ απλή λογική. Είναι η λογική ενός μαχητή, ενός επαγγελματία μαχητή. Οι γυναίκες είναι πιο αδύναμοι μαχητές». Και συνέχισε: «Υπάρχει επίσης η πτυχή της δημιουργικότητας στο σκάκι. Πρέπει να δημιουργήσετε νέες ιδέες. Είναι και αυτό αρκετά δύσκολο. Το σκάκι είναι ο συνδυασμός αθλητισμού, τέχνης και επιστήμης. Σε όλους αυτούς τους τομείς, είναι φανερή η ανωτερότητα των ανδρών. Απλά συγκρίνετε τα φύλα στη λογοτεχνία, στη μουσική ή στην τέχνη. Το αποτέλεσμα είναι, ξέρετε, προφανές. Μάλλον η απάντηση βρίσκεται στα γονίδια».

Αυτές οι θέσεις, που ελπίζω να ηχούν εξωφρενικές σήμερα, αποτέλεσαν, αν δεν αποτελούν ακόμα, τη μήτρα της δικαιολόγησης του κοινωνιολογικού δεδομένου της υποεκπροσώπησης των γυναικών στις υψηλές θέσεις στο σκάκι. Η βιολογία φυσικά έσυρε τον χορό της δικαιολόγησης. Από τα γονίδια του Κασπάροβ, στο βάρος του εγκεφάλου, στην αντρική έμφυτη επιθετικότητα (για ένα επιτραπέζιο), στην υποτιθέμενη ευφυΐα που χρειάζεται το βασιλικό κ.λπ κ.λπ. Όλη η γκάμα των επιχειρημάτων που επιστρατεύεται συνήθως βρίσκει και εδώ την ad nauseam επανάληψή της.

Θα περίμενε κανείς ότι όλα αυτά δεν θα επαναλαμβάνονταν μετά την «περίπτωση Τζούντιθ Πόλγκαρ». Αν μέχρι την Πόλγκαρ, και παρά την ύπαρξη δυνατών σκακιστριών, το απόλυτο επιχείρημα των σεξιστών ήταν «ναι, αλλά γιατί καμία δεν παίζει ποτέ εξίσου καλά», με την Πόλγκαρ αυτό ανατράπηκε. Επί μία δεκαετία και πλέον η Πόλγκαρ αποτελούσε εξέχον μέλος της σκακιστικής ελίτ, έχοντας φτάσει έως και νο 8 στον κόσμο, και έχοντας κερδίσει όλους τους άντρες αντιπάλους της, του Κασπάροβ συμπεριλαμβανομένου. Αν μία γυναίκα μπορεί, τότε μπορούν όλες δυνητικά, λένε οι απλοί κανόνες της λογικής. Τι έκανε η Πόλγκαρ; Τι την κάνει τόσο ξεχωριστή ανάμεσα στις κόρες της Εύας; Είναι γνωστό ότι η Πόλγκαρ, μαζί με τις δύο αδερφές της, τη Σόφια και τη Σούζαν, αποτέλεσαν μέρος του πειράματος του πατέρα τους –ιδού και πάλι ένας άντρας στη βάση της επιτυχίας- Λάζλο για να αποδείξει ότι δεν υπάρχει έμφυτη ευφυΐα αλλά ότι το ταλέντο αποτελεί προϊόν σκληρής δουλειάς. Ο παιδαγωγός Πόλγκαρ αφιέρωσε την παιδική ηλικία των θυγατέρων του στην εντρύφηση στο σκάκι. Η επιλογή του παιχνιδιού δεν έγινε τυχαία: ο Πόλγκαρ ήθελε ένα πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας που να είναι μετρήσιμο και ποσοτικοποιημένο. Επομένως δεν υπήρχε καλύτερη επιλογή από το σκάκι: από τη μια η σαφής διάκριση των τίτλων και από την άλλη η κλίμακα αξιολόγησης ΕΛΟ που τοποθετηθεί τους σκακιστές σε ένα συνεχές δυναμικότητας. Με δουλειά και επιμονή σε ένα περιβάλλον απόλυτης κυριάρχησης του σκακιού, οι κόρες του Πόλγκαρ προόδευαν συνεχώς – παρά το φύλο τους. Η Τζούντιθ και η Σούζαν έγιναν γκραν μετρ, η Σοφία διεθνής μετρ. Και επιπροσθέτως, όπως προείπα, η μικρότερη, άρα και αυτή που ήρθε σε μεγαλύτερη τριβή με σκακίστριες από ακόμα πιο νεαρή ηλικία έφτασε να είναι νο 8 στον κόσμο. Μάλιστα, η Τζούντιθ σε ηλικία 15 ετών και τεσσάρων μηνών θα γινόταν η τότε νεαρότερη γκραν μετρ στην ιστορία του παιχνιδιού, μικρότερη ακόμα και από τον τότε κάτοχο του ρεκόρ Μπόμπι Φίσερ, το άλογο του οποίου, φαντάζομαι, θα του το επέστρεφε σε σκηνή βγαλμένη από τον «Νονό».

Η 13χρονη Τζούντιθ το 1989 Photo credit: M. Antonisse / ANP, via http://anp-archief.nl.

Αυτό που υπήρξε καθοριστικό στην εξέλιξη της Τζούντιθ ήταν το ότι από πολύ νωρίς απέρριψε εντελώς τα γυναικεία τουρνουά και πρωταθλήματα. Μετά το 1990, όταν μαζί με τις αδερφές της κατέκτησαν εκ νέου, όπως και δύο χρόνια πριν στη Θεσσαλονίκη, το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στην κατηγορία των γυναικών στην Ολυμπιάδα του Νόβι Σαντ, η Πόλγκαρ αφιερώθηκε στα όπεν τουρνουά, αφήνοντας στην άκρη οποιαδήποτε διοργάνωση περιοριζόταν σε γυναικείες μόνο συμμετοχές. Ήταν 14 χρονών.

Για να καταλάβουμε το πλαίσιο, θα πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε πως στο σκάκι δεν υπάρχει διάκριση αντρών-γυναικών, αλλά θεσμοθετούνται ειδικά γυναικεία τουρνουά, καθώς και αντίστοιχοι γυναικείοι τίτλοι που επιτυγχάνονται με μικρότερες απαιτήσεις απόδοσης. Έτσι, όταν μιλάμε, φερ’ ειπείν, για ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα ή για μια Ολυμπιάδα, υπάρχει το ανοιχτό σκέλος, το «όπεν», στο οποίο μπορούν αδιακρίτως να συμμετέχουν άντρες και γυναίκες, όπως και το αντίστοιχο γυναικείο, που απευθύνεται αποκλειστικά σε γυναίκες. Με τον ίδιο τρόπο, ενώ οι τίτλοι του διεθνούς μετρ και του γκραν μετρ μπορούν να απονεμηθούν με τα ίδια κριτήρια και σε άντρες και σε γυναίκες, υπάρχουν επιπλέον οι τίτλοι της γυναίκας διεθνούς μετρ και της γυναίκας γκραν μετρ που απονέμονται μόνο σε γυναίκες και έχουν πιο εύκολες νόρμες επίτευξης. Η παράλληλη ύπαρξη των δύο καθεστώτων δικαιολογείται με τη λογική ότι επειδή οι γυναίκες είναι αριθμητικά λιγότερες θα πρέπει να δοθούν κίνητρα προσέλκυσής τους στο άθλημα. Με τη δημιουργία καθαρά γυναικείων περιβαλλόντων υποτίθεται πως παροτρύνονται περισσότερα νεαρά κορίτσια να ενταχθούν και να παραμείνουν στο βασιλικό παιχνίδι, βρίσκοντας εκεί ομόφυλες κοινότητες που καθιστούν τη διαχείριση της καθημερινότητας πιο βατή, αποφεύγοντας π.χ. τον συγχρωτισμό με πολλούς άντρες, ο οποίος θα μπορούσε πιθανώς να θεωρηθεί επικίνδυνος ή τρομακτικός. Με τον ίδιο τρόπο στα διασυλλογικά πρωταθλήματα επιβάλλεται στις ομάδες η ύπαρξη γυναικείων σκακιερών, τόπων δηλαδή αναμέτρησης όπου απαιτείται οι συμμετέχουσες να είναι γυναίκες. Με τον τρόπο αυτό οι ομάδες αναγκάζονται να αναζητήσουν γυναίκες, ώστε να είναι νόμιμη η ίδια η ύπαρξή τους, και να μην επαναπαυτούν στους ήδη υπάρχοντες άντρες παίκτες που πιθανώς διαθέτουν.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, όπως δείχνει το παράδειγμα της Πόλγκαρ, όλο αυτό το σύστημα δεν βοηθά την πρόοδο των παικτριών, αν δεχτούμε ότι βοηθά τουλάχιστον την ένταξή τους στο παιχνίδι. Πρόκειται για μια μορφή γκετοποίησης, όπου η γειτνίαση με το ίδιο καθίσταται εντέλει επιζήμια, καθώς αποκόβει την παίκτρια από τον πραγματικό ανταγωνισμό. Με το να παραμένει σε ένα περιβάλλον όπου οι απαιτήσεις είναι θεσμικά μειωμένες δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Και στις περιπτώσεις που θα έχει τα φόντα να κάνει το άλμα προς τα εμπρός θα πρέπει να αντιμετωπίσει το πρακτικό ζήτημα των επάθλων: με το να έχουν θεσμοθετηθεί γυναικεία έπαθλα, ακόμα κι αν αυτά είναι μικρότερα από τα όπεν -«όπεν» στο όνομα, γιατί στην ουσία τους αντρικά είναι- δημιουργείται ο εύλογος υπολογισμός που λέει «κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη». Οι γυναίκες εγκλωβίζονται έτσι σε έναν μεταξύ τους ανταγωνισμό που αμβλύνει τη δυναμική τους. Αντιθέτως, η Πόλγκαρ απορρίπτοντας εξαρχής τον εγκλεισμό στο γυναικείο σκάκι μπόρεσε να αξιοποιήσει τον ανταγωνισμό του όπεν ώστε να εξελίξει πλήρως τη δυναμική της

Η απονομή στη φετινή 44η Ολυμπιάδα γυναικών στο Τσενάι της Ινδίας

Αυτός είναι ο λόγος που βρίσκω κάπως υποκριτική την επίθεση στον Σμίριν, όταν το πλαίσιο στο οποίο ειπώθηκαν οι πραγματικά προκλητικές δηλώσεις του είναι αυτό ενός τουρνουά γυναικών. Η ίδια η διοργάνωση αποτελεί την επιτομή των δηλώσεων του Σμίριν: μπορεί να μην το παραδεχόμαστε αλλά θεσμοθετώντας τουρνουά γυναικών είναι σαν πιστεύουμε ότι αυτές δεν είναι ακόμα σε θέση να αντεπεξέλθουν στα όπεν, τουλάχιστον όχι οι περισσότερες, με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζουμε την ανηλικότητα ως εξίσου μη ολοκληρωμένη κατάσταση, θεσπίζοντας πρωταθλήματα ανά ηλικιακές κατηγορίες. Όσο κι αν η επίσημη ρητορική είναι η αντίθετη, το να απομονώνεις γυναίκες με γυναίκες είναι σαν να απομονώνεις δεκαπεντάχρονα με δεκαπεντάχρονα: οκ, μερικά μπορούν να παίξουν και «ενήλικο» σκάκι, αλλά θα είναι άδικο αν τα αντιμετωπίσουμε όλα ως εάν να ήταν έτοιμα για αυτό. Το να παρουσιάζουμε δε την ενίσχυση των γυναικείων τουρνουά ως πρόοδο στην αντιμετώπιση των γυναικών είναι σαν να παρουσιάζουμε την ανακαίνιση στον ζωολογικό κήπο ως εμβάθυνση στην προσέγγιση της άγριας ζωής. Πραγματική εμβάθυνση θα ήταν τα κίνητρα για τη συμμετοχή των γυναικών στο σκάκι να περιλαμβάνουν τη διαφύλαξη συμπεριληπτικών συνθηκών διεξαγωγής των όπεν τουρνουά, καθώς και μια εστιασμένη πρόσκληση των καλύτερων γυναικών στα κλειστά τουρνουά της ελίτ, ώστε να γίνει κοινός τόπος στη συνείδηση των νεαρών σκακιστριών ότι στο συνεχές της σκακιστικής αναμέτρησης το φύλο είναι ουδέτερος παράγοντας.

Υπό αυτή την έννοια αναδεικνύεται ο πρωτοποριακός χαρακτήρας της σειράς Γκαμπί της βασίλισσας. Όπως σωστά παρατήρησε η Πόλγκαρ, το σίριαλ δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον τρόπο που η ίδια βίωσε την άνοδο στον σκακιστικό κόσμο, μέσα από μια διαδικασία αναμέτρησης τόσο εντός της σκακιέρας όσο και εκτός, όπου το κορίτσι από την Ουγγαρία είχε να αντιμετωπίσει την ειρωνεία και την υποτίμηση των δυνατοτήτων της. Όντως στην Μπεθ φέρονται πολύ «φυσιολογικά» για να είναι ρεαλιστικό. Μοιάζει σαν να μην επηρεάζει καθόλου το γεγονός ότι είναι γυναίκα, με το βάρος να πέφτει περισσότερο στη θεματοποίηση της ψυχικής υγείας και της χρήσης ουσιών. Το ότι δεν μας κάνει τόση εντύπωση μπορεί να οφείλεται στην απώθηση της πραγματικότητας, στην υποτίμηση δηλαδή του συστημικού σεξισμού στο σκακιστικό πεδίο. Από την άλλη θα μπορούσαμε να το διαβάσουμε και ως μια ουτοπική πρόρρηση του μέλλοντος που θέλουμε: έναν κόσμο που θα ήταν αδιάφορο ότι η Μπεθ είναι γυναίκα. Δυστυχώς, οι λίγες στιγμές που η γυναικεία ταυτότητα της Μπεθ θεματοποιείται ως τέτοια γίνεται με έναν τρόπο υποτιμητικό προς το γυναικείο σκάκι. Θυμίζω τον νομικό μίτο που άνοιξε η αναφορά στη σειρά στη Νόνα Γκαμπριτασβίλι, θρυλική πρωταθλήτρια γυναικών, η οποία αναφέρεται αντιστικτικά προς την Μπεθ, για να τονιστεί ότι μόνο η δεύτερη βρίσκεται σε τόσο υψηλό επίπεδο. Η Νόνα ζήτησε επίσημη διόρθωση από την παραγωγή, με την άρνηση της δεύτερης να οδηγεί στην κατάθεση αγωγής.

Η αλήθεια είναι ότι μετά το Γκαμπί της βασίλισσας η γυναικεία ορατότητα αυξήθηκε. Γεγονός είναι επίσης ότι σ’ αυτό συνέβαλε η πανδημία: με τη μετατόπιση από το φυσικό στο διαδικτυακό σκάκι αυξήθηκαν και οι streamer όπως και το κοινό τους. Η άνοδος γυναικών streamer στο στερέωμα δεν είναι άσχετη με τα δύο γεγονότα: το κοινό θέλει να βλέπει γυναίκες να ασχολούνται με το σκάκι. Ωστόσο, και εδώ φαίνεται η ύπαρξη του γυάλινου ταβανιού. Ενώ σε ένα μέσο επίπεδο δυναμικότητας οι γυναίκες εισβάλουν δυναμικά, το επίπεδο της ελίτ παραμένει ανδροκρατούμενο. Μπορεί η Ντίνα Μπελένκαγια να έχει χιλιάδες ακολούθους στο διαδικτυακό της κανάλι στο YouTube, μπορεί να παίζει πρώτη σκακιέρα στην ισραηλινή γυναικεία εθνική ομάδα, αλλά όταν φτάσουμε στο επίπεδο του παγκόσμιου πρωταθλήματος γίνεται απλώς η γυναίκα που παίρνει συνέντευξη από τους άντρες ήρωες. Η γυναίκα σκακίστρια ως συνοδευτική ομορφιά στην πολυπλοκότητα του υψηλού επιπέδου παιχνιδιού είναι κάτι που παραμένει σε πλήρη ισχύ. Και, το επαναλαμβάνω, θα παραμένει όσο υπάρχει η διάκριση «όπεν» και γυναικείου σκακιού.

Η μάχη των streamer. Η Ντίνα Μπελένκαγια «προκαλεί» τις αδερφές Μποτέζ

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Το BDS Greece καλεί την Ελλάδα να μην αγοράσει το Iron Dome από το Ισραήλ

Στον Εισαγγελέα ο συλληφθείς για τη «γιάφκα» στο Παγκράτι

Εκδήλωση στο Αγρίνιο: Ο φασιστικός κίνδυνος και οι αναγκαίες αντιστάσεις

Παμ Μπόντι: Η νέα «εκλεκτή» του Τραμπ για το υπουργείο Δικαιοσύνης μετά το «ναυάγιο» του Γκέιτς

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα