Από τον Απρίλιο του 2019, όταν το κόμμα Λικούντ και ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση, ως και τις επερχόμενες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, το κράτος του Ισραήλ αντιμετωπίζει μια από τις μεγαλύτερες και διαρκέστερες πολιτικές κρίσεις της ιστορίας του. Σε ένα διάστημα τριών χρόνων έχουν διεξαχθεί τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις (με την πέμπτη να έρχεται σε λίγες μέρες), ενώ ο συγκροτηθείς το καλοκαίρι του 2021, έπειτα από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες, κυβερνητικός συνασπισμός αναγνώρισε και επίσημα τον περασμένο Ιούνιο τη νομοθετική αδυναμία του, με τον Νάφταλι Μπένετ και τον Γιάιρ Λαπίντ να ανακοινώνουν την εκκίνηση της διάλυσης της Βουλής. Η κυβέρνηση, αποτελούμενη από οχτώ διαφορετικής ιδεολογικής κατεύθυνσης κόμματα (από το ακροδεξιό Γιαμίνα του Μπένετ ως το αριστερό Μερέτζ και το αραβικό Ρα’άμ), δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στο έργο της και να αντιμετωπίσει τις συνεχόμενες κρίσεις και αντιθέσεις στο εσωτερικό της.
Η αστάθεια στην πολιτική ζωή του Ισραήλ είναι γνωστή και δεδομένη, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό, καθώς πρόκειται για ένα κράτος που βρίσκεται σε μια συνεχή πολεμική αναμέτρηση. Ωστόσο, η ένταση της πολιτικής κρίσης και της ακυβερνησίας των τριών τελευταίων χρόνων δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την ευρύτερη κρίση της οικονομικής και κοινωνικής ολότητας του στρατοπέδου της Δύσης.
Από την έκρηξη των Κίτρινων Γιλέκων τη διετία 2018-2020 ως την επαναστατική κατάσταση στη Χιλή το 2019 και το τεράστιο κίνημα του Black Lives Matter στις ΗΠΑ, αλλά και μέσω της προσπάθειας γενικευμένης (και προληπτικής) αντι-εξέγερσης που επιχειρήθηκε με τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης του Covid-19, είναι σαφές, για όποιον θέλει να δει, ότι το «παλαιό καθεστώς» πνέει τα λοίσθια και το φάντασμα ενός νέου, παγκόσμιου αυτή τη φορά, «1848» κάνει την εμφάνισή του όλο και πιο έντονα.
Εντός αυτού του πλαισίου, παρατηρείται μια νέα έγερση της παλαιστινιακής νεολαίας στα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη. Η βούληση για οργανωμένη ένοπλη αντίσταση απέναντι στις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής κερδίζει (για πρώτη φορά, είκοσι χρόνια μετά τη Δεύτερη Ιντιφάντα) συνεχώς έδαφος ανάμεσα στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Το πολιτικό χάος στο Ισραήλ είναι μία μόνο από τις αιτίες αυτής της εξέλιξης. Σημαντικότερη όμως φαίνεται να είναι η πλήρης πλέον απόρριψη από τον λαό του πολιτικού και κοινωνικού ρόλου της Παλαιστινιακής Αρχής στην Δυτική Όχθη.
Η πρόσφατη δήλωση ανώτερου στελέχους της δεν αφήνει περιθώριο για παρερμηνείες: «Ο κόσμος στους δρόμους δεν μας εμπιστεύεται πλέον. Τους χάσαμε και μας βλέπουν σαν επέκταση του Ισραήλ, με το οποίο συνεργάζεται για να υπηρετεί και να διατηρεί την ασφάλειά του». Το εφιαλτικό σενάριο για το Ισραήλ, ένα σενάριο που έρχεται όλο και πιο κοντά στην πραγματικότητα, είναι η συνολική πολιτική «κατάρρευση» της Παλαιστινιακής Αρχής και η συνακόλουθη παύση της λειτουργίας της ως επικουρικής αστυνομικής δύναμης για τη διαχείριση του πληθυσμού στα κατεχόμενα εδάφη.
Η περίπτωση του 22χρονου Ουντάι Ταμίμι έρχεται να συμπυκνώσει και να αντιπροσωπεύσει όλες τις παραπάνω εξελίξεις και αντιθέσεις. Και γι’ αυτόν το λόγο, ο θάνατός του την περασμένη Τετάρτη εγκαινίασε έναν νέο κύκλο ένοπλης αντιπαράθεσης στη Δυτική Όχθη. Στις 8 Οκτωβρίου, ο νεαρός Παλαιστίνιος έφτασε με το αυτοκίνητό του στο σημείο ελέγχου του προσφυγικού καταυλισμού Σουφάτ στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ και άνοιξε πυρ, σκοτώνοντας την Ισραηλινή λοχία Νόα Λάζαρ και καταφέρνοντας να διαφύγει χωρίς περαιτέρω εμπλοκή με τις δυνάμεις ασφαλείας.
Είχε προηγηθεί η δολοφονία τεσσάρων Παλαιστινίων, δύο εφήβων και δύο παιδιών, μέσα σε 24 ώρες από δυνάμεις του ισραηλινού στρατού στις πόλεις Τζενίν και Καλκίλγια της Δυτικής Όχθης. Μετά από την επίθεση του Ταμίμι, μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση καταδίωξης για τον εντοπισμό του ξεκίνησε, αρχικά με τη σφράγιση και πολιορκία του Σουφάτ, όπου ζούσε. Ο απόλυτος αποκλεισμός του καταυλισμού στον οποίο διαβιούν πάνω από 100.000 Παλαιστίνιοι υπήρξε καταστροφικός για τους κατοίκους του. Εντούτοις, η λαϊκή αλληλεγγύη προς τον Ταμίμι υπήρξε αδιαπραγμάτευτη και τα εμπόδια στο δρόμο του ισραηλινού στρατού συνεχή. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως όλοι οι άνδρες ξύρισαν τα κεφάλια τους, ώστε να μοιάζουν με τον καταζητούμενο.
Για δέκα μέρες, ο Ταμίμι όχι μόνο κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη, αλλά διέφυγε από το στρατόπεδο απαρατήρητος, κάτω από τη μύτη των αρχών ασφαλείας. Το βράδυ της περασμένης Τετάρτης έφτασε έξω από το Μαάλε Αντουμίμ, δέκα χιλιόμετρα μακριά από το Σουφάτ, στον μεγαλύτερο παράνομο οικισμό Εβραίων εποίκων στη Δυτική Όχθη, χτισμένο εξολοκλήρου σε εδάφη που αποτελούν ιδιοκτησία Παλαιστινίων, και άνοιξε πυρ εναντίον των στρατιωτών που φρουρούσαν την είσοδο του εποικισμού, τραυματίζοντας έναν σύμφωνα με παραδοχή του ισραηλινού στρατού. Συνεχίζοντας να πυροβολεί μέχρι το τέλος, ακόμα και στο έδαφος τραυματισμένος, όπως φαίνεται στο βίντεο της επίθεσης, τελικά σκοτώθηκε από ισραηλινά πυρά.
Η επιτυχημένη διαφυγή του νεαρού Παλαιστίνιου μετά την πρώτη δράση του, η αποτυχία των Ισραηλινών να τον εντοπίσουν για 11 ημέρες και η επιστροφή του και πάλι για μια δεύτερη επίθεση τον κατέστησαν ήρωα στις πόλεις της Δυτικής Όχθης. Ταυτόχρονα, η επιχειρησιακή αδυναμία του στρατού κατοχής προκάλεσε έντονα επικριτικά σχόλια κατά της κυβέρνησης ανάμεσα σε ισραηλινούς κύκλους.
Ο Ταμίμι άφησε λίγο πριν πεθάνει ένα χειρόγραφο σημείωμα, γράφοντας πως «η επιχείρησή μου στο στρατιωτικό σημείο ελέγχου Σουφάτ ήταν μια σταγόνα στον ταραγμένο ωκεανό του αγώνα. Ξέρω ότι αργά ή γρήγορα θα μαρτυρήσω και ξέρω ότι δεν απελευθέρωσα την Παλαιστίνη με αυτή την επιχείρηση. Αλλά το έκανα με έναν ξεκάθαρο στόχο: ότι η επιχείρηση θα παρακινήσει εκατοντάδες νέους να σηκώσουν το τουφέκι αφού φύγω». Την Πέμπτη ανακοινώθηκε γενική απεργία από τους Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης. Τοπικές επιχειρήσεις, σχολεία, πανεπιστήμια, κυβερνητικά γραφεία και δίκτυα δημόσιας συγκοινωνίας έκλεισαν και χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους σε όλες τις πόλεις. Την Παρασκευή, στη Χεβρώνα, οι ισραηλινές αρχές κατοχής εισέβαλαν στο σπίτι όπου γινόταν η κηδεία του και ανάγκασαν τους συγκεντρωμένους να το εγκαταλείψουν. Στο μεταξύ, ήδη από την επόμενη μέρα της δολοφονίας, η νεοεμφανιζόμενη παλαιστινιακή ένοπλη οργάνωση «Φωλιά των Λιονταριών», που εδράζεται στη Νάμπλους της Δυτικής Όχθης, ανακοίνωσε τρεις επιθέσεις σε ισραηλινούς στόχους ως απάντηση στο θάνατο του Ταμίμι.
Όπως και ο Ταμίμι, η «Φωλιά των Λιονταριών», αλλά και άλλες ένοπλες ομάδες στην Τζενίν και τη Νάμπλους, δεν συνδέεται επίσημα με καμία από τις γνωστές παλαιστινιακές πολιτικές οργανώσεις. Τα μέλη της (στην πλειοψηφία τους κάτω των 30 ετών) αντιπροσωπεύουν τη νέα γενιά της αντίστασης, που απορρίπτει την ιδεολογική, πολιτική και χωρική πολυδιάσπαση των μαχητών και διάκειται εχθρικά προς την επίσημη Παλαιστινιακή Αρχή. Στην πραγματικότητα, οι νέοι αυτοί ένοπλοι σχηματισμοί θεωρείται από πολλούς πως συγκροτούνται για πρώτη φορά με ενιαίο τρόπο από μαχητές της Χαμάς, της Φατάχ και άλλων οργανώσεων, και για αυτόν ακριβώς το λόγο αντιμετωπίζονται ενθουσιωδώς και χωρίς καχυποψία από το σύνολο του πληθυσμού.
Η μελλοντική πορεία των «Λιονταριών» και της εξεγερμένης παλαιστινιακής νεολαίας είναι εκείνη που θα καθορίσει, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, όχι μόνο τη μοίρα των επίσημων πολιτικών εκπροσώπων της Παλαιστινιακής Αρχής, αλλά και συνολικά την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος, σε μια διεθνή συγκυρία που οι παλιές σχηματοποιήσεις βρίσκονται σε συνεχή αναίρεση και το φάντασμα ενός πλανητικού «νέου 1848» βρίσκεται προ των πυλών.