ΑΘΗΝΑ
13:11
|
25.04.2024
«Οι Μάγισσες του Σάλεμ» έρχονται από το όχι και τόσο μακρινό τελικά 1692 στο Θέατρο Βρετάνια. Η Δανάη Επιθυμιάδη μας λέει γιατί δεν χρειάστηκε δεύτερες…
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η πολυσυζητημένη παράσταση «Οι Μάγισσες του Σάλεμ» του Άρθουρ Μίλερ, που εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς, ήρθε τον Οκτώβριο στο Θέατρο ΒΡΕΤΑΝΙΑ σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη. Για το έργο, το κυνήγι γυναικών, δεισιδαιμονιών και ταυτοσημίες με το σήμερα μιλήσαμε με τη Δανάη Επιθυμιάδη, η οποία εμφανίζεται επί σκηνής ως Αμπιγκέιλ Γουίλιαμς.

Πώς προέκυψε η πρόταση για τις Μάγισσες του Σάλεμ;

Με τον σκηνοθέτη μας τον Νικορέστη Χανιωτιάκη και τον Γεράσιμο είχαμε ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν με πολύ θετικό αποτέλεσμα και όλο συζητούσαμε το ενδεχόμενο να ξαναδουλέψουμε μαζί. Κάποια στιγμή και ενώ ήμουν στη Γαλλία ο Νικορέστης μου αφήνει ένα μήνυμα, έπειτα τηλεφωνηθήκαμε και το πρώτο που τον ρώτησα ήταν: «Πώς πήγε με τις Μάγισσες του Σάλεμ;». Πρόκειται για ένα έργο που είχα παίξει στις ΗΠΑ και το έχω μελετήσει πολύ και όταν μου πρότεινε να αντικαταστήσω την Ιωάννα Παππά στον ρόλο της Αμπιγκέιλ δεν χρειάστηκαν δεύτερες σκέψεις. Τα έβαλα κάτω χρονικά γιατί είχα και άλλες υποχρεώσεις και αποφάσισα να το κάνω γιατί ήταν μια πολύ καλή πρόταση και συνεργασία.

Τι σε κεντρίζει περισσότερο στον ρόλο της Αμπιγκέιλ;

Αυτό που με ιντριγκάρει περισσότερο ως ηθοποιό και ως άνθρωπο έπειτα είναι να καταλάβω από πού πηγάζει αυτή η παθολογία της ηρωίδας και να το δικαιολογήσω μέσα μου ώστε να μπορέσω να το στηρίξω. Γιατί δεν σου κρύβω ότι στην αρχή διαβάζοντας το κείμενο μού ήταν ξεκάθαρη η σκοτεινή πλευρά αλλά δεν μπορούσα να αγαπήσω και να συνδεθώ με την Αμπιγκέιλ. Και αυτό επειδή ο ρόλος μου είναι λειψός προς το τέλος και μάλιστα ο Άρθουρ Μίλερ στην ταινία που έκανε μεταγενέστερα προσθέτει μια σκηνή που φαίνεται ένα κομμάτι πιο εύθραυστο της Αμπιγκέιλ που λείπει από το θεατρικό έργο και στη δική μας εκδοχή και το οποίο την ολοκληρώνει σε μεγάλο βαθμό. Επομένως ήταν μια πρόκληση για μένα και διαβάζοντας το έργο και κατά τη διάρκεια των προβών κατάλαβα –τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου ερμηνεία- ότι όλη αυτή η εμμονή πηγάζει από το ότι πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε ευτυχισμένη στα χέρια αυτού του άνδρα κι αυτή την αγάπη δεν είναι διατεθειμένη με τίποτα να την αποχωριστεί. Δεν θέλει να γυρίσει στη ζωή της πριν και είναι διατεθειμένη να κάνει το ο,τιδήποτε. Αυτή την έννοια έχει η κακία της Αμπιγκέιλ, συνίσταται σε μια παγίδευση στο απόλυτο παρόν, σε ένα παρόν, στο οποίο είναι δέσμια μετά από επιλογή της.

Επιχειρώντας μια κάποιου είδους «διάγνωση» για την Αμπιγκέιλ και μεταφερόμενοι στον ιστορικό χρόνο θα μπορούσε να μπει στη συζήτησή μας το ό,τι ακριβώς επειδή δεν υπάρχει η προοπτική μιας ομαλής ερωτικής ζωής για την ίδια λόγω φύλου, εποχής και κοινωνίας το πάθος της εξελίσσεται σε εμμονή.

Ακριβώς. Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για το 1692, οποιαδήποτε σχέση αν ήσουν παντρεμένος θεωρείτο αδίκημα. Αυτό που είχα διαβάσει και μου προκάλεσε ενδιαφέρον είναι ότι αν μια γυναίκα πιανόταν να διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις είτε με ελεύθερο είτε με παντρεμένο ήταν προς θάνατο. Επομένως το δίλημμα αν θα επιλέξει να θυσιαστεί η ίδια ομολογώντας την σχέση της με τον Τζον Πρόκτορ ή θα καταδικάσει άδικα προκειμένου να σωθεί γίνεται θέμα επιβίωσης. Είναι σαν η ίδια να έχει μπλεχτεί σε έναν ιστό αράχνης, που η ίδια έχει δημιουργήσει αλλά από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει.

Το έργο σαν κλασικό πια έχει πολλές αναγνώσεις. Άλλοι το διαβάζουν ως ένα έργο ερωτικής απόγνωσης με τις συνέπειές της, άλλοι ως μια πραγματεία πάνω στη δύναμη του ψεύδους και της υποκρισίας, άλλοι σε σύνδεση με τα κοινωνικά συμφραζόμενα κάνουν λόγο για μια διαρκή επιτήρηση πάνω στα σώματα των γυναικών και τις επιθυμίες του, άλλοι ως πολιτική κριτική. Ποια είναι η δική σας προσέγγιση;

Νομίζω έχει πολλά παρακλάδια η παράσταση και έχει αφήσει ο Νικορέστης έναν χώρο να φέρνει ο κάθε συντελεστής κάτι δικό του στο έργο. Η βασική μας συλλογιστική είναι ότι το έργο από μόνο του θέτει πολλά ερωτήματα και αυτά πρέπει να αναδείξουμε. Από το πολύ απλό που λέει ο Τζον Πρόκτορ ότι «καθένας που είναι κατήγορος έχει αυτομάτως δίκαιο», τη θυματοποίηση των γυναικών σε μια τόσο καταπιεστική κοινωνική συνθήκη, το ποιος είναι ο θύτης στην τελική, οι μάγισσες ή οι άνδρες, που δεν δέχονται καμία άλλη εξήγηση από το φταίξιμο των γυναικών και προσπαθούν οι ίδιοι να εξαγνιστούν μέσα από την καταδίκη τους οδηγώντας μοιραία την όλη κατάσταση σε ένα σπιράλ βίας; Είναι μάλιστα μια σκηνή όπου υπάρχει τέτοια βία από τους κατήγορους ώστε μια κοπέλα εξωθείται να ομολογήσει κάτι ψευδές και είναι πολύ ενδιαφέρον για μένα να έρχεσαι σε επαφή με αυτόν τον κύκλο της ενοχής. Και πολύ επίκαιρο επίσης.

Με πρόλαβες. Ήθελα ακριβώς να σε ρωτήσω τι είδους ταυτοσημίες μπορείς να βρεις με την εποχή μας;

Πολλές νομίζω. Από τα στερεότυπα γενικώς σχετικά με τις γυναίκες και τους άντρες, ειδικά σε μια πουριτανική κοινωνία, μέχρι τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ αλήθειας και ψεύδους μέχρι πώς ένας άνθρωπος μπορεί να εκμεταλλευτεί τη θέση του για να επιβάλει την εξουσία του ή πως αντίθετα ένας κατήγορος μπορεί να βρεθεί σε θέση κατηγορούμενου.

Θα μεταφερθώ στα δικά σου εγχειρήματα. Είχες κάνει μια ταινία μικρού μήκους την οποία από ότι καταλαβαίνω ετοιμάζεις να μεταφέρεις στο θέατρο.

Είναι περίπου έτσι. Εγώ είχα ετοιμάσει ένα θεατρικό το οποίο το δούλευα πολλά χρόνια και κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της καραντίνας αποφάσισα να τελειώσω ένα μεταπτυχιακό που είχα αφήσει ημιτελές σε ένα πανεπιστήμιο της Αγγλίας και στα πλαίσια της μεταπτυχιακής μου εργασίας αποφάσισα να κάνω ταινία μικρού μήκους ένα απόσπασμα του αρχικού κειμένου. Οπότε το υλικό προϋπήρχε, δουλεύτηκε λίγο ώστε να προσαρμοστεί κινηματογραφικά αλλά η ταινία είναι ουσιαστικά ο πρώτος μονόλογος αυτού του θεατρικού. Αυτό όλο το έκανα στα πλαίσια μιας σπουδαστικής ταινία, το ολοκλήρωσα και τώρα είμαι στη διαδικασία που προετοιμάζω τη δεύτερή μου ταινία μικρού μήκους και το θεατρικό έργο στο οποίο αναφέρθηκα πριν.

Τι θεματική έχει η δεύτερη ταινία και σε τι φάση της παραγωγικής διαδικασίας βρίσκεστε;

Έχουμε τελειώσει με το σενάριο και είμαστε στην αναζήτηση χρηματοδότησης. Είναι μια μαύρη κωμωδία, αφορά την ιστορία ενηλικίωσης δύο γυναικών οι οποίες βρίσκονται στη Βόρεια Ελλάδα, σε μια συνοριακή πόλη, έχουν ένα συγκρότημα χέβι μέταλ και τις συναντάμε σε real time, το δεκάλεπτο πριν βγουν για ένα πολύ σημαντικό live όπου θα εμφανιστεί ένας πολύ σημαντικός παραγωγός. Για τη μία πρωταγωνίστρια είναι ένα γεγονός που πιθανόν να αλλάξει τη ζωή της και την πορεία του συγκροτήματος, όμως για την άλλη είναι η στιγμή που πρόκειται να ανακοινώσει ότι παρατάει την μπάντα και κάπως θα έρθουν τα πράγματα σε μια σύγκρουση αποκαλυπτική και για τις δύο ηρωίδες.

Ήταν συνειδητό να συμβαίνει όλο αυτό μέσα σε ένα δεκάλεπτο;

Ναι, κεντρική ιδέα ήταν αυτή του δεκαλέπτου που ετοιμάζονται οι δύο ηρωίδες . Μου αρέσει το real time, προέρχομαι εξάλλου από τον χώρο του θεάτρου και μου αρέσει να δουλεύω σε αυτό το τέμπο. Έχω την χαρά να δουλεύω με δύο εξαιρετικές ηθοποιούς, τη Μαντώ Γιαννίκου και τη Μαρία Φιλίνη , με τις οποίες έχουμε ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν και με τις οποίες δουλεύουμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, με εμένα να φτιάχνω τον σκελετό και τη σκαλέτα της κάθε σκηνής, τις δουλεύουμε με αυτοσχεδιασμούς, τις μαγνητοσκοπούμε και τις επανεξεργαζόμαστε.

Πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί η χρηματοδότηση για έναν νέο δημιουργό;

Είμαι αρκετά νέα στον χώρο για να δώσω μια ολοκληρωμένη απάντηση. Η πρώτη μου ταινία έγινε με προσωπική χρηματοδότηση, ελάχιστο budget και πολλούς φίλους και συνεργάτες που βοήθησαν τσάμπα, κάτι που δεν θα ήθελα να ξανασυμβεί ποτέ. Σε ό,τι αφορά την τωρινή ταινία έχουμε βρει ήδη μια χρηματοδότηση στο πλαίσιο των Μικροφίλμ της ΕΡΤ αλλά η εικόνα που έχω κι εγώ είναι ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Τα τελευταία χρόνια με την ΕΚΟΜΕ υπάρχει μια άνθιση στον κινηματογραφικό και τηλεοπτικό χώρο αλλά το περιβάλλον εξακολουθεί να είναι δύσβατο για αυτό και η προσπάθεια κάθε σεναριογράφου και σκηνοθέτη παίρνει από 3 ως 5 χρόνια για να δει την ταινία του στο σελιλόιντ. Τα πράγματα είναι δύσκολα πρέπει να πω όχι μόνο εδώ αλλά και στη Γαλλία, όπου κυκλοφορούν κάθε χρόνο τουλάχιστον 250 με 300 εγχώριες παραγωγές και ο πολιτισμός στηρίζεται πολύ περισσότερο. Και εκεί είναι ελάχιστο το ποσοστό της χρηματοδότησης που καλύπτει τελικά τις επιλεγμένες ταινίες.

Ως δημιουργός που ζει μέσα στη συγκεκριμένη έμφυλη συνθήκη έχεις τη φιλοδοξία να αφήσεις ένα αποτύπωμα χειραφέτησης;

Με ενδιαφέρουν οι γυναίκες, οι σχέσεις μεταξύ τους και με τους άνδρες. Απλά θέλω να δώσω τον χώρο εκείνο ώστε να μην κινούμαι σε λογική άσπρου-μαύρου ή να μην διακατέχομαι από μια λογική διδακτισμού. Να προκύπτει δηλαδή όχι ως μια φεμινιστική καταγγελία αλλά ως η προσωπική μου άποψη, να κυλάει ως διαδικασία ένας προβληματισμός. Το ζήτημα δεν είναι να γυρίσουμε για μένα σε ένα είδος καταγγελτικού λόγου αλλά η δυνατότητα να ταυτιστούμε και να συζητήσουμε για τα έμφυλα στερεότυπα με τους άλλους και κυρίως με τους εαυτούς μας.

_________________________________________________________________

  • Πληροφορίες της παράστασης «ΜΑΓΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΣΑΛΕΜ», του Άρθουρ Μίλερ
    Μετάφραση – Σκηνοθεσία : Νικορέστης Χανιωτάκης
  • Πρωταγωνιστούν : Άκης Σακελλαρίου, Ρένια Λουιζίδου,Μιχάλης Αεράκης, Δανάη Επιθυμιάδη, Γιάννης Καλατζόπουλος, Μελίνα Βαμβακά, Κώστας Καππας
    Θέατρο Βρετάνια, Πανεπιστημίου 7  10 677, Αθήνα, GR
    ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ:
    Τετάρτη: 19:00
    Πέμπτη – Παρασκευή: 21:00
    Σάββατο: 18:00 (λαϊκή), 21:00
    Κυριακή:19:15
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ακυρώθηκε η συναυλία του Αλκίνοου Ιωαννίδη στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια

Σε δημοπρασία ο εξαφανισμένος για 100 χρόνια πίνακας του Κλιμτ

Δηλώσεις ΣΕΑ για ανακάλυψη τάφου του Πλάτωνα από Ιταλούς ερευνητές

Για να μην κλείσει, το «Αλεξάνδρα», το τελευταίο σινεμά της Καλλιθέας

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα