Αν το Μάη του ’68 το σύνθημα ήταν «σκοτώστε τον μπάτσο που έχετε στο κεφάλι σας», η εποχή μας υπερηφάνως διακηρύττει το ακριβώς αντίθετο, τόσο υπό τη δικαιωματική, όσο και υπό την «alt right» εκδοχή της.
Οι ατελείωτες δόσεις φόβου, γαρνιρισμένες πάντα με ατομικές, συγκινητικές, ιστορίες, στον καμβά της νεοφιλελεύθερης μη κοινωνίας αλλά άθροισης, έχουν ήδη γεννήσει το τέρας του νέου πουριτανισμού. Εκεί όπου η καταναλωτική άθροιση καταναλώνει κανιβαλικώ τω τρόπω τους καταναλωτές και κάθε πτυχή της ύπαρξής τους, η εξάντληση των περιθωρίων της στρεβλωμένης από την κοινωνία του θεάματος, πραγματικότητας, ωθεί στη διεύρυνση των περιθωρίων, μέσα από τη σύγχυση υποκειμενιστικής φαντασίωσης και (έστω στρεβλής) πραγματικότητας.
Η υποκειμενική αίσθηση της πραγματικότητας (ούτε καν θεώρηση, δεδομένου ότι ο όρος υπονοεί μια συνολικότερη ματιά) διεκδικεί και πετυχαίνει όχι να υπάρχει μέσα στην πραγματικότητα, αλλά να ορίζει κάθε στιγμή, κάθε μία υποκειμενική πραγματικότητα ως την πραγματικότητα, την κατεξοχήν, πραγματικότητα.
Αν το άτομο φοβάται, η κοινωνία είναι τρομακτική. Αν το άτομο είναι χαρούμενο, η ζωή είναι υπέροχη. Αν το άτομο αγχώνεται, η κοινωνία είναι αγχωτική. Αν το άτομο νιώθει άβολα, κάποιος είναι παραβιαστικός και πάει λέγοντας. Πράγματι, κάποιες από όλες αυτές τις αισθήσεις δικαιολογούνται από την όντως πραγματικότητα. Το μείζον όμως συνίσταται στο ότι το μείζον δεν είναι αυτό, δηλαδή το αν και κατά πόσο οι όποιες υποκειμενικές αισθήσεις δικαιολογούνται από την εξωτερική, αντικειμενική πραγματικότητα. Η αντιστοίχιση με την όντως πραγματικότητα δεν έχει καμία σημασία, όταν για την κυρίαρχη προσέγγιση δεν υπάρχει όντως πραγματικότητα αλλά πλήρως σχετικοποιημένες, αισθητηριακές πραγματικότητες, οι οποίες άλλοτε συναντώνται μεταξύ τους και άλλοτε όχι. Αυτός είναι ο υποκειμενισμός: όχι η ύπαρξη υποκειμένου. Αυτό υπήρχε και θα υπάρχει παντού ως κρίσιμος έως καταλυτικός ενίοτε παράγοντας του κοινωνικού. Ο υποκειμενισμός συνίσταται στην απαίτηση αναδιαμόρφωσης της πραγματικότητας με βάση το υποκείμενο και μάλιστα την αισθητηριακή του εμπειρία.
Η συνέπεια είναι ότι όχι μόνο δε μιλούμε πια την ίδια γλώσσα, αλλά ότι αν ορίζουμε τη γλώσσα όχι μόνο ως έκφραση αλλά και ως κώδικα συνεννόησης, δε μιλούμε καμία γλώσσα. Αντιθέτως, βγάζουμε άναρθρες κραυγές. Η δε τεχνολογία λειτουργεί μόνο ως πολλαπλασιαστής, ηχείο και άλλοθι των παραπάνω. Η ταχύτητα και η ένταση, δε των κραυγών είναι τόσο μεγάλη, ώστε το αίσθημα αδυναμίας καταλαμβάνει σύντομα όποιον επιμένει να μιλά.
Ο υποκειμενισμός ωστόσο έχει ένα μεγάλο πρόβλημα: κάθε στιγμή, συγκρούεται με το γεγονός της ύπαρξης μιας όντως, μιας πραγματικής πραγματικότητας, η οποία όσο και αν συρρικνώνεται, οντολογικώς υφίσταται. Ο πόνος της σύγκρουσης αυτής, η αδυναμία πρόσληψης με αναλυτικό, θεωρητικό τρόπο αυτού του ευρύτερου όλου, το οποίο εν τέλει επικαθορίζει το αισθητηριακό μας βίωμα (παρότι τα κάθε είδους ναρκωτικά είναι άφθονα, ώστε να αποκοπούμε τελικώς πλήρως από την πραγματική πραγματικότητα) αποτελεί το πλέον εύφορο έδαφος για την κυριαρχία του φόβου. Και μπροστά στο φόβο, εν μέσω εκστρατείας φόβου, οι άνθρωποι αναδιπλώνονται στον πλέον αντιδραστικό πουριτανισμό: θέλουν έναν μπάτσο παντού και πρώτα απ’ όλα, μέσα στο κεφάλι όλων των υπολοίπων. Έναν μπάτσο όπως τον φαντασιώνεται ο καθένας φυσικά.
Όλο αυτό καταλήγει στο να μην υπάρχει κανένα όριο στην υπερβολή και στην καθαρή βλακεία. Παιδεραστές, γυναικοκτόνοι, κακοποιητές, παραβιαστικοί, ομοφοβικοί, τρανσοφοβικοί, βιαστές, ισλαμιστές εισβολείς- πρόσφυγες, και ό,τι άλλο γεμίζει τους φόβους καθενός εντοπίζονται «παντού». Επόμενες είναι οι κραυγές για εκτελέσεις, βασανισμούς, διαπομπεύσεις και φυσικά αυστηροποίηση των ποινών αλλά και «εξαγνισμό» της τέχνης στις μετανεωτερικές «πυρές» των νεοπουριτανών.
Έργα που υφίστανται την κοπτοραπτική της πολιτικής ορθότητας, όπως πρώτα τα πανεπιστήμια στις ΗΠΑ μας διδάσκουν, μια υπαρκτή τάση απόπειρας ελέγχου του τι και πώς διδάσκεται στα πανεπιστήμια, ώστε να μην ενοχληθεί ο όποιος φοιτητής- καταναλωτής, εξαφάνιση καλλιτεχνών και των δημιουργιών τους στη βάση της ποινικής τους συμπεριφοράς και πολλά άλλα τα οποία συνθέτουν την προωθούμενη δυστοπία του νέου πουριτανισμού.
Η απαίτηση δε, για «ορατότητα» της υποκειμενιστικής αισθητηριακής προσέγγισης πηγαίνει χέρι- χέρι με την απαίτηση για απόλυτη απομάγευση της προσωπικής και ιδίως ερωτικής σφαίρας (στη βάση της πλήρους άγνοιας της διαφοροποίησης μεταξύ ερωτισμού και ανελευθερίας ως αντιθέτων) και συνδυάζεται με την απόλυτη άρνηση και εγκατάλειψη του πραγματικού κοινωνικού ζητήματος. Άλλωστε αν δεν υπάρχει όντως πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρχει ούτε κοινωνία, ούτε κοινωνικά ζητήματα, παρά μόνο φαντασιώσεις.
Τι κι αν έχουμε λοιπόν, το πραγματικό προηγούμενο των ΗΠΑ, οι οποίες όχι μόνο αυστηροποίησαν τον ποινικό τους κώδικα τις περασμένες δεκαετίες και έφτασαν να έχουν παγκοσμίως το μεγαλύτερο αριθμό φυλακισμένων ανά 100.000 κατοίκους, χωρίς να κατορθώσουν όχι μόνο να ανακόψουν το έγκλημα αλλά και χωρίς να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα ως προς την εγκληματικότητα από κράτη με πολύ πιο επιεικείς ποινικούς κώδικες;
Με 621 φυλακισμένους ανά 100.000 κατοίκους, οι ΗΠΑ έχουν σχεδόν δεκαπλάσιο ποσοστό από τη Γερμανία των 71 ανά 100.000 κατοίκους αλλά ταυτοχρόνως, περίπου κατά ένα τρίτο περισσότερα εγκλήματα από τη Γερμανία ανά 100.000 κατοίκους. Η δε αυστηροποίηση του ποινικού συστήματος στο πλαίσιο του «πολέμου κατά των ναρκωτικών» απλώς δεκαπλασίασε μέσα σε 40 χρόνια τους φυλακισμένους για αδικήματα σχετιζόμενα με τη χρήση ναρκωτικών. Στην πραγματικότητα, κάθε διαθέσιμη έρευνα αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει καμία αξιοπρόσεκτη σύνδεση ποινικού κώδικα και ειδεχθών εγκλημάτων. Αυτός ο οποίος θα βιάσει ή θα δολοφονήσει δε θα κάνει πριν την πράξη του, επιμέτρηση ποινής.
Όταν όμως μιλούμε για κυκλώματα και συμμορίες εγκληματικές, σαφώς τα μέλη τους θα σταθμίσουν τις διασυνδέσεις τους με το κατεστημένο και τις ασυλίες που αυτές οι διασυνδέσεις τους εξασφαλίζουν, πέρα και πάνω από τον όποιο ποινικό κώδικα. Κοινώς αυτό που πρωτίστως τους αφορά είναι το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό μοντέλο.
Τι κι αν γνωρίζουμε ότι το έγκλημα, ακόμα και το ειδεχθές, προκειμένου να περιοριστεί απαιτεί κοινωνίες συνοχής, ισχυρό κράτους ευημερίας, πρόσβαση σε δομές εκπαίδευσης και υγείας, μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων; Τι κι αν βιώνουμε εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια ένα μοντέλο σύμπραξης αστικής κρατικής και ολιγοπωλιακής ιδιωτικής εξουσίας με έλεγχο -νομότυπο ή και τελείως παράνομο- επί κάθε πτυχής του βίου μας, χωρίς οι πραγματικές αιτίες ανασφάλειας να μειώνονται; Τι κι αν ήδη από τουλάχιστον έναν αιώνα πριν γνωρίζουμε εμπράκτως, ότι δεν υπάρχει προοδευτισμός, χωρίς στρατηγική αλλαγής μοντέλου συνολικώς;
Η νέα πολιτική ορθότητα, ο νέος πουριτανισμός είναι έτοιμος να κάψει και κάθε στοιχείο ριζοσπαστισμού της ιστορίας μας, να λογοκρίνει κάθε μορφή τέχνης, να εξαφανίσει κάθε αναλυτική δυνατότητα, να αναιρέσει κάθε πραγματική πραγματικότητα, να αποπροσανατολίσει την όποια κρίση διαθέτουμε, να βάλει έναν μπάτσο στο μυαλό όλων μας ενώ ταυτοχρόνως και αντικειμενικώς επιτρέπει τελικά τη διαιώνιση του παρόντος συστήματος εξουσίας.
Αν υπάρχει μια καταλυτική πολιτιστική μάχη, μια κεντρική μάχη στο επίπεδο της σκέψης, αυτή είναι η μάχη για μια απελευθερωμένη και απελευθερωτική λαϊκότητα απέναντι στο νέο πουριτανισμό. Η μάχη για την επαναφορά της πραγματικής πραγματικότητας στο επίκεντρο, της συλλογικότητας, έναντι του υποκειμενισμού. Η μάχη για την κατίσχυση της θεωρητικής ανάλυσης επί του αισθητηριακού βιώματος σε ό,τι έχει να κάνει με την κατανόηση της πραγματικότητας.