O Ρίσι Σούνακ, στα 42 του, έγινε ο νεότερος πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου τα τελευταία 200 χρόνια. Στην ίδια ηλικία ήταν ο κόμης του Λίβερπουλ, Ρόμπερτ Μπανκς Τζένκινσον, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του το 1812. Είναι επιπλέον ο πρώτος «έγχρωμος» πολίτης που αναλαμβάνει το συγκεκριμένο αξίωμα στην ιστορία της χώρας.
Σε ένα πρώτο, επιφανειακό, επίπεδο, οι δύο αυτές ιδιαιτερότητες-ταυτότητες του νέου πρωθυπουργού θα μπορούσαν να είναι ενδεικτικές μιας ορισμένης αισιόδοξης «φιλελευθεροποίησης» και «αποαποικιοποίησης» της πολιτικής ζωής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Νέοι άνθρωποι κατακτούν με την αξία τους ηγετικές θέσεις, παραγκωνίζοντας τους «δεινόσαυρους» των κομμάτων. Και αυτοί είναι μάλιστα όχι αγγλικής, αλλά ινδικής καταγωγής. Το παρελθόν της καταπίεσης φαίνεται να διεκδικεί τα δικαιώματά του στο πολιτικό παρόν και οι πρώην υπηρέτες και αχθοφόροι γίνονται, αίφνης, πρωθυπουργοί.
Τα πράγματα ωστόσο απέχουν κατά πολύ από μια τέτοια ρομαντική αφήγηση. Η ανάδυση του Σούνακ στο ανώτερο αξίωμα στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει την περαιτέρω ένταση της πολιτικής κρίσης στη Γηραιά Αλβιόνα. Πρόκειται για μια κρίση της πολιτικής ζωής που συνδέεται άμεσα με ό, τι γνωρίσαμε και στην Ελλάδα κατά την περίοδο των μνημονίων και των δοτών πρωθυπουργών τύπου Παπαδήμου: την πολιτική της κρίσης. Εκείνη δηλαδή την αναδιαμόρφωση του αστικού πολιτικού παιχνιδιού έτσι ώστε τον πρώτο και κυρίαρχο λόγο να τον έχουν τα διεθνή οικονομικά συμφέροντα, και να μπορούν τα ίδια να λειτουργούν και να αποφασίζουν σχεδόν αυτόνομα, με την κοινωνική πίεση που αναγκαστικά προϋποθέτει η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αντιπροσώπευσης να τείνει στο μηδέν.
Βέβαια, η επίσημη γραμμή που διαχέεται σε πανηγυρικούς τόνους από τους Συντηρητικούς είναι πως η ανάδειξη του Σούνακ στην προεδρία του κόμματος και την πρωθυπουργία φανερώνει την «πολυπολιτισμικότητα» του έθνους, καθώς και την προοπτική της στήριξης των περιθωριοποιημένων μεταναστευτικών κοινοτήτων. Επιπλέον, ως οικονομολόγος της Οξφόρδης και με θητεία στην Goldmann Sachs είναι ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση για να διαχειριστεί και να αντιμετωπίσει την οικονομική ύφεση που ταλανίζει τη χώρα.
Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που το αστικό πολιτικό σύστημα στη Δύση προσπαθεί να προβάλλει τις πολιτικές των ταυτοτήτων ως αντέρεισμα για τα αντιδραστικά μέτρα που αναγκάζεται να υιοθετήσει έτσι ώστε να διαχειριστεί τη σοβούσα παγκόσμια δομική οικονομική κρίση. Το λεγόμενο «pinkwashing», το ξέπλυμα ανάλογων πολιτικών μέσω της χρησιμοποίησης του λόγου των δικαιωμάτων της LGBTQ κοινότητας, μετράει ήδη αρκετά χρόνια ως όρος στη δημόσια σφαίρα. Η περίπτωση βέβαια του Σούνακ είναι ιδιαίτερα εξόφθαλμη λόγω της μέχρι τώρα πολιτικής και επαγγελματικής του πορείας. Την οφειλόμενη απάντηση στα περί «στήριξης των περιθωριοποιημένων» έδωσε άμεσα μία βουλεύτρια των Εργατικών, και αυτή ινδικής καταγωγής και μάλιστα το νεότερο μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων -η Νάντια Γουίτομ: «Είναι ένας πολυεκατομμυριούχος, ο οποίος ως υπουργός μείωσε τους φόρους στα κέρδη των τραπεζών την ώρα που γινόμαστε μάρτυρες της μεγαλύτερης πτώσης στο επίπεδο διαβίωσης από το 1956, Μαύροι, λευκοί ή ασιάτες: Αν εργάζεστε για να ζήσετε, ο συγκεκριμένος κύριος δεν είναι με το μέρος σας». Συμπλήρωσε δε μέσω του Twitter πως ο ίδιος μαζί με τη γυναίκα του έχουν μια περιουσία που φτάνει τα 730 εκατομμύρια λίρες, διπλάσια δηλαδή από αυτήν του Πρίγκιπα Κάρολου. Πράγματι, η συνάντηση της Τρίτης στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ για τα διαδικαστικά αναφορικά με τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης υπήρξε «ιστορική» σε ένα επίπεδο παρασκηνίου, καθώς για πρώτη φορά (ακόμη μια πρωτιά για τον Σούνακ) στην ιστορία αυτών των ραντεβού ο ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ ήταν πολύ πιο πλούσιος από τον ίδιο τον κάτοχο του παλατιού.
Εντούτοις, η πραγματική «πρωτιά», το πραγματικό «τέλος εποχής» που σημαδεύει η ανάδειξη του Σούνακ στον πρωθυπουργικό θώκο, αφορά στην ίδια τη λειτουργία των αστικών κομμάτων και κυρίως τη σχέση τους με την οργανωτική τους βάση. Η πολιτική της κρίσης, στην έσχατη εκδίπλωσή της, φαίνεται πως φέρνει όχι απλά την κρίση της αστικής πολιτικής αλλά και το τέλος των πολιτικών κομμάτων ως οργανωμένων δομών εκπροσώπησης πραγματικών κοινωνικών συμφερόντων.
Η πλειοψηφία των βουλευτών των Τόρηδων, κατά κάποιον τρόπο η «ελίτ» του κόμματος, φρόντισε να αλλάξει την εσωτερική διαδικασία που απαιτείται για να θέσει κάποιος υποψηφιότητα για την ηγεσία. Ενώ στην προηγούμενη διαδικασία απαιτούνταν 20 υπογραφές βουλευτών, στην τελευταία όπου αναδείχθηκε ο Σούνακ απαιτούνταν 100. Με αυτόν τον τρόπο, οι μοναδικοί που έχουν πλέον τον λόγο για την εκλογή του αρχηγού είναι ουσιαστικά οι βουλευτές και όχι τα μέλη. Θα πρέπει επίσης εδώ να θυμίσουμε πως η Λιζ Τρας ήρθε δεύτερη στην ψήφο των βουλευτών με 113 ψήφους έναντι 137 του Σούνακ, και μπόρεσε να κερδίσει την αρχηγία κατακτώντας το 57, 4 % της ψήφου των μελών. Στην τελευταία διαδικασία, και παρά το εμπόδιο που του έβαλλε η αλλαγή της προϋπόθεσης των 100 βουλευτικών υπογραφών, ο Μπόρις Τζόνσον μπόρεσε να τις συγκεντρώσει και αν η εκλογή μεταφέρονταν στα μέλη οι μετρήσεις έδειχναν πως ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα επικρατούσε του Σουνάκ. Και πάλι όμως η βουλευτική ελίτ των συντηρητικών απειλώντας εκ νέου με παραιτήσεις και πρόωρες εκλογές τον έκανε να αποσύρει την υποψηφιότητά του.
Στο μετα-κρισιακό πολιτικό σύστημα της Δύσης τα παραδοσιακά αστικά κόμματα φοβούνται τα μέλη και τους ψηφοφόρους τους. Και δικαίως. Θέλουν τα χέρια τους εντελώς λυμένα για να μπορέσουν να δώσουν ακόμα μερικές ανάσες –και κέρδη- στους πολυεθνικούς επιχειρηματικούς ομίλους, από τους οποίους και χρηματοδοτούνται. Ούτε οι Τόρις, ούτε οι Εργατικοί χρειάζονται φυσικά τις συνδρομές των μελών. Οι «χορηγίες» έρχονται πλέον άμεσα και από πολύ ψηλά. Επιπλέον δεν χρειάζονται τα μέλη τους ούτε για να τρέξουν να κολλήσουν αφίσες και να οργανώσουν συγκεντρώσεις. Η πολιτική και εκλογική πάλη γίνεται αποκλειστικά μέσω των κυρίαρχων μίντια και των επαγγελματιών των Public Relations που αναλαμβάνουν τις εκστρατείες και τη διαμόρφωση των προφίλ των διεκδικητών.
Σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να επιτραπεί πλέον οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα προέρχεται ή έχει και την παραμικρή σχέση με τις ανάγκες και τα δικαιώματα της μεγάλης πλειοψηφίας. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από την πεπατημένη των «αγορών» δεν μπορεί να τεθεί ούτε ως εσωτερική, «για τα μάτια του κόσμου», διακηρυκτική υπόσχεση εντός του αστικού κομματικού πλαισίου. Πρόκειται φυσικά για ένα ακόμα τυχοδιωκτικό τζογάρισμα του αστικού καθεστώτος που εξαναγκάζεται σε τέτοιες κινήσεις ακριβώς λόγω της εγγενούς και δομική κρίσης που αντιμετωπίζει στην οικονομική του βάση. Το αν θα χάσει και άλλο σε πολιτικό επίπεδο λόγω αυτών των τυχοδιωκτισμών, καθώς και το αν έχουν απομείνει πλέον και άλλα χαρτιά να καούν πριν τη συνολική, κοινωνική και πολιτική έκρηξη μένει να φανεί σύντομα.