Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, ο πλανήτης ολόκληρος διαπίστωσε τα όρια της αμερικανικής ισχύος, καθώς η μόνη μέχρι πρότινος πλανητική ηγεμονική δύναμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δεν ήταν πλέον σε θέση να ασκήσει το ρόλο της ως εγγυήτρια δύναμη ασφάλειας και αποτροπής ενός πολέμου στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Η αποτροπή (deterrence), αποτελεί μια στρατηγική που έχει ως στόχο να μεταβάλλει τη βούληση και να επηρεάσει τις αποφάσεις της αντίπαλης πλευράς χωρίς πόλεμο, με απώτερο στόχο τη διατήρηση του status quo, την εγγύηση της ειρήνης, και τη διασφάλιση ότι η διπλωματία και όχι ο πόλεμος θα αποτελεί μέθοδο επικοινωνίας, διαπραγμάτευσης και αλλαγής στις διεθνείς σχέσεις. Ο στόχος της αποτροπής ως στρατηγικής επιλογής είναι η αποτροπή είτε ενός πολέμου, είτε ενός τετελεσμένου γεγονότος (fait accompli). Η έναρξη του πολέμου συνιστά την αποτυχία της αποτροπής και την πιθανότητα αποτυχίας της συνολικά ως στρατηγικής.
Η αμερικανική αποτυχία αποτροπής της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία [V], τραυμάτισε τόσο τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, καθώς η διατήρηση της ειρήνης και η αποτροπή του πολέμου στην Ευρώπη αποτελεί αποστολή, στόχο και λόγο ύπαρξης και του ΝΑΤΟ, το οποίο πληγώθηκε δύο φορές μέσα σε λίγους μήνες, σε Αφγανιστάν και Ουκρανία.
Επιπλέον, ο κινητικός και φυσικά οριοθετημένος πόλεμος στο έδαφος της Ουκρανίας φανέρωσε τη γεωγραφική συρρίκνωση των ορίων της αμερικανικής ισχύος, όχι στην Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή αυτή τη φορά, αλλά στην Ανατολική Ευρώπη.
Η αμερικανική κυρίως αλλά και ευρύτερα η ΝΑΤΟϊκη στρατιωτική δύναμη, από εκεί που βρισκόταν άμεσα στο Αφγανιστάν (2001–2021) και το Ιράκ (2003-2011 και 2014-2021), και σε μικρότερο βαθμό στη Λιβύη (2011, 2014-2020) και το Σαχέλ (2011-), αλλά και με πιο έμμεσο τρόπο στη Συρία (2011-), πλέον έχει φτάσει στο σημείο να καθηλώνεται στις παρυφές και τα σύνορα του ευρωπαϊκού σκέλους της ΝΑΤΟϊκης σφαίρας, στη ρουμανική και πολωνική μεθόριο με την Ουκρανία (2022-).
Από το 2001 και την ενεργοποίηση για πρώτη και μόνη φορά του άρθρου 5 της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ, δηλαδή της ρήτρας συλλογικής άμυνας, οδηγηθήκαμε στην άτακτη ΝΑΤΟϊκή αποχώρηση από το Αφγανιστάν είκοσι χρόνια μετά, το 2021, για να φτάσουμε στην εισβολή στην Ουκρανία και την έκτακτη άμυνα στα σύνορα του ΝΑΤΟ ένα χρόνο μετά, το 2022 (η υποχώρηση είναι πασιφανής, παρά την προσπάθεια να στραφούν τα βλέμματα μακριά από τέτοια νοήματα, τα οποία επιδιώκεται να κρυφτούν πίσω από μια απόλυτη εστίαση στο εσωτερικό και τα εδάφη της Ουκρανίας).
Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους, δηλαδή επειδή το ΝΑΤΟ πληγώθηκε δύο φορές μέσα σε λίγους μήνες σε Αφγανιστάν και Ουκρανία, και γιατί οι Η.Π.Α απέτυχαν να αποτρέψουν τον πόλεμο στα ΝΑΤΟϊκά και Ευρωενωσιακά σύνορα, το μεν ΝΑΤΟ συσπειρώθηκε και επεκτάθηκε στη Βαλτική, οι δε ΗΠΑ επαναβεβαίωσαν το ρόλο, τη δύναμη και την ηγεμονική τους επιρροή επί της Ε.Ε (τουλάχιστον μέχρι στιγμής).
Στη συνέχεια, ο πλανήτης παρατήρησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν ως απάντηση στη στρατιωτική εισβολή και τον κινητικό πόλεμο στο έδαφος της Ουκρανίας, ένα είδος πολέμου που απέκλειε εξ αρχής την πιθανότητα άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής και περιοριζόταν σε μη κινητικά, οικονομικά, ιδεολογικά και πληροφοριακά μέσα.
Σίγουρα δεν ήμασταν οι μόνοι που κάναμε τη σκέψη ότι «οι οικονομικές κυρώσεις δεν είναι παρά το προκάλυμμα της αδυναμίας αντίδρασης και επηρεασμού της βούλησης του αντιπάλου, αποτελώντας το προπέτασμα καπνού πίσω από το οποίο κρύβεται η αδυναμία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και να προασπίσουν το δίκαιο και να επιβεβαιώσουν τη δύναμή τους».
Με διαφορετικά λόγια, ο εξ αρχής αποκλεισμός της άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής και η υιοθέτηση οικονομικών κυρώσεων έναντι της Μόσχας, σήμαινε ότι η Ρωσία είχε επιβάλλει πετυχημένη πυρηνική αποτροπή στο έδαφος της Ουκρανίας.
Στην Ευρώπη, τη Βαλτική, τον Εύξεινο και τη Μεσόγειο, μπορεί να τρέμει το φυλλοκάρδι πολλών ανθρώπων στην πιθανότητα ενός ευρείας κλίμακας συμβατικού, αν όχι πυρηνικού, πολέμου. Ωστόσο, αρκετοί άνθρωποι στη Νοτιοανατολική Ασία, τον κόλπο της Βεγγάλης, τη θάλασσα Ανταμάν και τη Νότια Κινεζική Θάλασσα, πιθανώς να σκέφτονται: «σοβαρά, τώρα, θέλουν να πιστέψουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, που δεν αντιμετώπισαν με στρατιωτικό τρόπο άμεσα τη Ρωσία στον πόλεμο της Ουκρανίας, θα κάνουν πόλεμο με την Κίνα για να υπερασπιστούν την Ταϊβάν; Και μάλιστα ενάντια σε μια πολιτική (One China Policy) την οποία αναγνωρίζουν επίσημα;». Είναι μια ριψοκίνδυνη – θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και αφελής – αλλά υπαρκτή σκέψη.
Και σαν να μην έφταναν τα προηγούμενα, το είδος του άμεσου και ολοκληρωτικού μεν, μη κινητικού δε, πολέμου που επέλεξαν οι ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας, ως απάντηση στον κινητικό και φυσικά οριοθετημένο και περιορισμένο πόλεμο που διεξάγεται στο έδαφος της Ουκρανίας, άνοιξε το κουτί της Πανδώρας σε ό,τι αφορά τις σχέσεις και τον άξονα Βορρά-Νότου.
Οι Αμερικανοί χάνουν, όχι τόσο τον πόλεμο που κήρυξαν απέναντι στους Ρώσους όσο έναν ακήρυχτο πόλεμο από τον υπόλοιπο πλανήτη. Ο ακήρυχτος αυτός πόλεμος στον άξονα Βορρά-Νότου πυροδοτήθηκε λόγω της ολοκληρωτικής φύσης και των επιπτώσεων του μη κινητικού πολέμου (κυρίως του οικονομικού σκέλους του): ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ε.Ε., Αγγλόσφαιρα, G7 εναντίον Ρωσίας, που χτυπάει όμως άμεσα πλέον και τη Γερμανία.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία όχι μόνο δεν έχει οδηγήσει σε κατάρρευση τη Ρωσία, αλλά επιταχύνει την ανάδυση της Κίνας και της Ινδίας και την οικοδόμηση μιας νέας οικονομικής, ενεργειακής και πολιτικής τάξης.
Σε αυτό το πλαίσιο τα όρια της αμερικανικής ισχύος και επιρροής φάνηκαν στην αδυναμία επηρεασμού της βούλησης των Ινδών, των Τούρκων, των Μεξικανών κ.ά., σε ό,τι αφορά την οικονομία και το εμπόριο, και των Αράβων σε ό,τι αφορά την ενέργεια.
Επιπλέον, η πρόσφατη συνεδρίαση του ΟΠΕΚ+ ουσιαστικά σηματοδοτεί ότι οι μελλοντικές τιμές του πετρελαίου θα καθοριστούν σύμφωνα με τις ανάγκες περισσότερο της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής (South-South), της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας, της Κίνας και της Νότιας Αφρικής (BRICS), δηλαδή του 85% και 40% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού αντίστοιχα, και λιγότερο με τις ανάγκες της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Αγγλόσφαιρας (West), και τις ανάγκες των Η.Π.Α, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας, της Ιταλίας και του Καναδά (G7), δηλαδή ενός πληθυσμού που αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 15% και 10% του πλανήτη.
Οι Άραβες έχουν δίκιο όταν ισχυρίζονται ότι η απόφαση του ΟΠΕΚ δεν είναι ρωσοκεντρική, ή δεν εξυπηρετεί αποκλειστικά τους Ρώσους, υπό την εξής έννοια: η Μόσχα ωφελείται από την απόφαση απλώς και μόνο επειδή η Ρωσική Ομοσπονδία αποφάσισε να γίνει εκπρόσωπος των συμφερόντων του παγκόσμιου Νότου στο εσωτερικό του Βορρά. (Δείτε επιπλέον και ομιλία του Πούτιν της 30ης Σεπτεμβρίου 2022). Εάν π.χ η Ρωσία είχε παραμείνει στους G8, και εφάρμοζε πολιτικές παρεμφερείς με τη Γερμανία, ―εκτός του ότι δεν θα είχε συμβεί τίποτα από τα προηγούμενα, και ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός―, μια ανάλογη απόφαση του ΟΠΕΚ θα ήταν εις βάρος και της ίδιας της Ρωσίας.
Ο ολοκληρωτικός και πολυεπίπεδος πόλεμος εναντίον της Ρωσίας και της Ευρασίας, επιταχύνει την ανάδειξη νέων κέντρων επιρροής και ισχύος σε περιφερειακή (regional) κλίμακα, και θα έχει ως αποτέλεσμα δύο δυνάμεις από την περιφέρεια (periphery) του μεταπολεμικού συστήματος να βρεθούν στο κέντρο μιας νέας παγκόσμιας τάξης, δηλαδή θα έχει ως ουσιαστικό αποτέλεσμα την επιστροφή της Κίνας και της Ινδίας στο προσκήνιο της παγκόσμιας ιστορίας και τη διαμόρφωση μιας νέας πλανητικής τάξης που θα επαναφέρει την ηγεσία και το κέντρο βάρους του κόσμου στην Ασία (από την οποία αποχώρησε πριν από περίπου δύο αιώνες για να μεταφερθεί αρχικά στην Ευρώπη και στη συνέχεια στη Βόρεια Αμερική), ολοκληρώνοντας, κατά αυτόν τον τρόπο, την Εποχή της Μεγάλης Παρέκκλισης.