ΑΘΗΝΑ
01:09
|
24.04.2024
Ο δημοσιογράφος Αντώνης Φράγκος μιλάει για τη μουσική, την πολιτική της διάσταση και το ρεύμα του νουάρ στη λογοτεχνία.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο δημοσιογράφος Αντώνης Φράγκος μιλάει στο Κοσμοδρόμιο για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της μουσικής, την πολιτική της διάσταση και το ρεύμα του νουάρ στη λογοτεχνία.

Ξεκινάς ως σπουδαστής Βιολογίας στην Ιταλία. Πώς καταλήγεις στον χώρο της μουσικής;

Βρέθηκα εκεί ως φοιτητής Βιολογίας, όταν η πολιτική διαπάλη ήταν στα ντουζένια της. Σκέψου πως ο ιταλικός Μάης ξεκινά το ’68 και τελειώνει το ’78. Αυτό δημιουργεί μια σειρά από κινήματα στα αριστερά του ΚΚΙ, το οποίο έκανε μια πολύ συντηρητική στροφή με τον ιστορικό συμβιβασμό επί Μπερλίνγκουερ. Αριστερά του ΚΚΙ είχαμε μια σειρά από κόμματα και τη γέννηση του ρεύματος της αυτονομίας, το οποίο είχε ένα πολύ ιδιαίτερο ύφος, αριστερό, ριζοσπαστικό με έντονα αντικομματική στάση και κοινοτιστικά στοιχεία.

Είχαμε τη δραστηριοποίηση των κινημάτων βάσης στο κόκκινο τρίγωνο Μιλάνο-Τορίνο-Γένοβα με αποκορύφωμα τη μεγάλη απεργία του ’77 στη FIAT με βασικό αίτημα τη μείωση των ωρών εργασίας ώστε να υπάρχει περισσότερος ελεύθερος χρόνος για τους εργάτες. Δυστυχώς το ΚΚΙ συντάχθηκε με την καταστολή και το γενικό πρόταγμα που ζητούσε την εξαφάνιση της αυτονομίας και της Άκρας Αριστεράς. Τα γράφει αυτά πολύ ωραία ο Νάνι Μπαλεστρίνι στην τριλογία της Εξέγερσης, από το «Θέλουμε όλα» και τους «Αόρατους» ως τον «Εκδότη». Αυτό το ρεύμα της αυτονομίας περνάει στη Γερμανία όχι με τη μαζικότητα της Ιταλίας φυσικά και καταλήγει στην πρώιμη εκδοχή των Πρασίνων.

Εκεί λοιπόν μπήκα σε μια από τις οργανώσεις αυτές και ξεκίνησα πέρα από τις σπουδές στη Βιολογία να σπουδάζω με την πραγματική έννοια στον κινηματογράφο, τη μουσική και την πολιτική.

Εργατική Αλληλεγγύη - Ιταλία 1969: Το “καυτό φθινόπωρο”

Και σταδιακά συνειδητοποιείς ότι ξεμπέρδεψες με τη βιολογία;

Μου άρεσε στο σχολείο και για αυτό την επέλεξα. Όταν όμως μετά τη Χούντα ήρθα σε επαφή με τα πολιτικά και τη μουσική κατάλαβα πως δε με ενδιέφερε πια. Ήρθα εδώ, έκανα μεταγραφή, ασχολήθηκα με το ραδιόφωνο και τα μουσικά περιοδικά. Κάποια στιγμή όταν απολύθηκα από τον 902 επί διάσπασης Συνασπισμού θυμήθηκα την παλιά μου «τέχνη» και διορίστηκα ως καθηγητής Βιολογίας και ευτυχώς δηλαδή, γιατί μπόρεσα να επιβιώσω. Όχι ότι δε μου αρέσει καθόλου, έχω κάποια υποδομή και τα καταφέρνω, με βοήθησε μάλιστα η βιολογία στην εμπέδωσή μου τη μαρξική, γιατί η βιολογία ασχολείται με τη ζωή και τη φύση. Διαπιστώνεις ότι υπάρχει μια νομοτέλεια εκτός μεταφυσικής ή θρησκείας.

Πρώτη αγάπη η ροκ έχω την εντύπωση, έτσι;

Ναι, πρώτα η ροκ. Γιατί είχε και μια έννοια επανάστασης εκείνη την εποχή.

Θυμάσαι τον πρώτο δίσκο που άκουσες από ροκ;

Δεν πολυθυμάμαι, γιατί είχαμε πολλά σινγκλάκια τότε, τέλη του ’60-αρχές ’70 εμφανίστηκαν τα concept album. Θυμάμαι ο πρώτος μου ξένος δίσκος ήταν ποπ, Τομ Τζόουνς.

Πολύ ωραία φωνή.

Ισχύει, μετά όμως όταν άρχιζα να αγοράζω πολλούς δίσκους, και αποστασιοποιήθηκα από όλο αυτό το ρεύμα. Τότε στον Άγιο Κοσμά υπήρχε το duty free των Αμερικάνων και έκαναν κάποιοι από αυτούς εκπομπή αλά «Good Morning Vietnam» με αποτέλεσμα να αποκτώ επαφή με νέες μουσικές και ρεύματα. Μετά πήγα στην Ιταλία κανά δυο φορές και ήρθα σε επαφή με Ζappa, με Captain Beefheart, και έπειτα το τεκνο-ροκ. Μετά ήρθε η πολιτικοποίηση επί Χούντας, η οποία έγινε σε μένα σταδιακά και όχι με την πρώτη.

Πήγα στην Ιταλία ένα μήνα πριν από το Πολυτεχνείο. Ήμασταν μια παρέα αριστερών παιδιών και το Πολυτεχνείο ήταν καθοριστικό για εμάς. Η εικόνα ήλθε σε εμάς από το απέναντι ξενοδοχείο που το είχε ένας Ολλανδός και τα γεγονότα με αποκορύφωμα την εισβολή του τανκ έπαιξε πολλές φορές στην ιταλική τηλεόραση με συνέπεια να γίνουν και δύο μεγάλες διαδηλώσεις, μία του ιταλικου ΚΚ και μια των μη κοιν/ων κομμάτων.

Εκείνη την εποχή ακούγοντας πολύ ροκ ανακάλυψα έπειτα το πανκ, που είχε και μια πολιτική χροιά και μια έννοια αμφισβήτησης του δεινοσαυρικού ροκ που είχε γίνει κομμάτι του συστήματος πια. Η ιδέα ήταν έξυπνη, οι Clash ήταν η η αριστερή πτέρυγα και οι Sex Pistols η αναρχική, σε στυλ «δεν ξέρω ακριβώς τι θέλω αλλά κάτω όλοι». Εμένα μου άρεσε πολύ αυτό το ρεύμα.

Το ακροδεξιό πανκ πότε προκύπτει αλήθεια;

Αργότερα, με τους σκινχεντς. Αυτό είναι η φάση της παρακμής. Είχε προηγηθεί αυτή η ανοησία του new wave, μια περίοδο ενσωμάτωσης δηλαδή του πανκ στην καπιταλιστική κανονικότητα και την εμπορευματοποίηση. Αυτό το πράγμα το εκμεταλεύτηκε το εμπορικό σύστημα. Έτσι όσοι παρέμειναν πανκ πήραν μια αγωνιστική στάση και βγήκαν οι μοϊκάνες και οι σκίνχεντ. Ένα κομμάτι των σκίνχεντ πήγε με το Εθνικό Μέτωπο τους ακροδεξιούς, και ένα κομμάτι παρέμεινε αντικαπιταλιστικό.

Μετά έχουμε τα 90s με την καινοτομία του grunge, με τους Νιρβάνα κτλ. Είναι η προσπάθεια να συγκεραστούν μέταλ και Beatles, δηλαδή έχουν πολύ την ένταση του μέταλ αλλά και ωραίες μελωδίες και αργότερα το τριπ-χοπ και η πρωτοκαθεδρία του ηλεκτρονικού. Έπειτα, από τα τέλη του ‘90 κυριαρχεί ένα χάος, ο καθένας μπορεί να ασχοληθεί με ό,τι μουσική γουστάρει, υπάρχει μια θάλασσα πληροφοριών και από τα social media μπορείς να βρείς τα πάντα.

Από την άλλη δεν διαπιστώνω κάτι νέο σε είδος μουσικής, κάτι πρωτότυπο που να πεις «άκουσα κάτι που δεν έχω ξανακούσει».

Ουσιαστικά μέχρι τη δεκαετία του ‘90 ειπώθηκαν τα πάντα. Έπειτα θα προσέθετε ως εντελώς καινοτόμο την ηλεκτρονική μουσική. Έκτοτε δεν έχει τόσο σημασία τι θα παίξεις αλλά πώς θα το παίξεις. Και δεν υπάρχει η ανάγκη πια με τα τεχνολογικά μέσα που διαθέτουμε να φέρεις μια μουσική σε νέα ακροατήρια, να την κατεβάσεις σε ευρύτερο κοινό, η μουσική είναι εκεί και διαθέσιμη.

Δεν νομίζω ότι αυτό είναι άσχετο με την απουσία ενός ευρύτερου πολιτιστικού ρεύματος, το οποίο να δίνει εναύσματα για νέες απόπειρες δημιουργικές.

Δεν είναι τυχαίο που επιστρέφουμε στο ΄60 γιατί ήταν η εποχή των κινημάτων, τα οποία τροφοδότησαν με προβληματισμό και σκέψη τη μουσική και την τέχνη. Και μετά το πανκ ξεκινά από τη Νέα Υόρκη και δοξάζεται στη Βρετανία ως το ρεύμα των καταπιεσμένων, των ανέργων, όσων δυσαρεστούνται από την κοινωνική σύμβαση. Νωρίτερα, η δεκαετία του ’20 με τον σουρεαλισμό και τον ντανταϊσμό γεννήθηκε σε μια περίοδο πολιτικών καικοινωνικών ανακατατάξεων. Είχαμε τη γέννηση του σουίνγκ, ενός χορευτικού είδους και μεταπολεμικά το μπιμποπ, με βάση το μπάσο και όχι χορευτικό. Η τέχνη εξάλλου σε έναν βαθμό αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, ώστε μετά να κατορθώσει να την ξεπεράσει.

Υπάρχει κι ένα οντολογικό στοιχείο. Υπάρχει στην πλειονότητα των νέων η πρόσδεση με τη μουσική εξαιτίας της ανάγκης να διαφοροποιηθείς, να την «πεις» στους δικούς σου και το σύστημα. Όλα αυτά στην εφηβεία έως τα πρώιμα 20. Μετά μπαίνεις στην παραγωγική διαδικασία, υπάρχει το άγχος της καθημερινότητας και είναι λίγοι όσοι συνεχίζουν να ακούν μουσική πραγματικά, να ψάχνονται για νέες μουσικές εμπειρίες, ακούνε ότι τους ήταν οικείο. Τι λένε στις μουσικές διαφημίσεις άλλωστε; Ελάτε να ακούσετε αυτά που ξέρετε, να παραμείνετε νέοι. Οι υπόλοιποι είναι μια μειοψηφία που παραμένουν μουσικά έφηβοι, είναι είτε όσοι θα ασχοληθούν, είτε όσοι θα παίξουν μουσική.

Το χιπ-χοπ είναι κάτι ενδιαφέρον στην Ελλάδα, έχει «ψωμί», βασικά στιχουργικά.

Εκφράζει μια γενιά νέων της πόλης ασφαλώς. Εκεί που ξεκίνησε το χιπ-χοπ, στις μαύρες συνοικίες των μεγαλουπόλεων, με τα ναρκωτικά και τη φτώχεια να είναι η κανονικότητα καταλαβαίνεις το γιατί παίρνει τέτοια διάσταση. Στιχουργικά είναι πιο εύκολο να εκφραστείς παρά μουσικά, εκεί δεν φτάνει το ταλέντο,θες μια κατήχηση, μια παιδεία για να συγκροτηθείς. Η έκφραση όμως δια του στίχου είναι πιο προσβάσιμη, πιο δημοκρατική.

Τα νέα παιδιά είναι λογικό στην περίπτωσή μας να ταυτιστούν με τον ΛΕΞ, τον Βέβηλο, τα Βόρεια Αστέρια. Δεν είναι τυχαίο πως ο πρώτος στόμα με στόμα γέμισε στάδια, έχει κάτι κινηματικό όλο αυτό. Επιχείρησα να του πάρω συνέντευξη, ο ίδιος δεν ήθελε γιατί δεν θέλει να έχει μια επαφή με ενός είδους σύστημα, πράγμα το οποίο σέβομαι απόλυτα.

Η αγάπη σου για την τζαζ είναι πρόσφατη;

Ναι, είναι πρόσφατο πάθος η τζαζ, των τελευταίων χρόνων. Και το τελευταίο διάστημα στο σάιτ «Το περιοδικό» γράφω για τους δίσκους του μήνα.

Πρόσφατα έμαθα και μου έκανε εντύπωση πως η παραγωγή τζαζ στην Ελλάδα και τη Σουηδία είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη αναλογικά με τον πληθυσμό τους.

Υπάρχει μεγάλη αγάπη για την τζαζ στην Ελλάδα και οι βιρτουόζοι μας έχουν εξωτερικότητα σε αυτό που κάνουν, ταξιδεύουν στο εξωτερικό, παίρνουν εμπειρίες και αναδημιουργούν νέες που βγαίνουν εκτός συνόρων.

Έχω την εντύπωση πως η τζαζ απευθύνεται σε ένα πιστό και απαιτητικό κοινό, παρά στη μαζική κατανάλωση.

Υπήρχε μια εποχή που η τζαζ είχε μεγάλη εμπορικότητα, την αρχή την έκανε ο Ντέιβις και η ιδιοφυία του με το fusion, ακολούθησε ο Τσίκ Κορία, εκεί λειτούργησε λίγο εμπορικά, συνδύασαν το ροκ και τζαζ. Και ο Τζάρετ μπορεί να γεμίσει έναν Λυκαβηττό αλλά δεν μπορούμε να συγκρίνουμε το κοινό της τζαζ με εκείνο της pop ή της rock. Βέβαια μετά από το fusion είχαμε μια φάση, όπου ο καθένας έκανε τα δικά του κόλπα για να δείξει πόσο καλός μουσικός είναι. Το ίδιο που είχε πάθει η ροκ με τον Γκάμπριελ και τους Genesis ή οι Emerson, Lake και Palmer όταν ο Έμερσον έπαιζε με 33 όργανα.

Και το μέταλ έπεσε σε αυτή την παγίδα.

Εκ φύσεως είναι έτσι αν θες το μέταλ. Βέβαια το τελευταίο διάστημα οι μεταλάδες είναι πολύ καλύτεροι μουσικοί από τους παλιούς. Πρώτος διδάξας ο Πέιτζ και οι Led Zepelin, οι Deep Purple, οι Metallica επίσης πολύ ενδιαφέροντες αλλά μετά οι μεταλάδες εξελίχθηκαν σε μανιερίστες. Αποκορύφωμα οι Scorpions που σε λίγο θα έρχονται σε λίγο με καροτσάκι.

Η τζαζ δεν έπεσε στην παγίδα αυτή, γιατί απευθύνεται μεσοαστούς και μικροαστούς, επομένως ανθρώπους με χρόνο και χρήμα να χτίσουν μια γενικότερη και ευρύτερη κουλτούρα και μπορούν να λειτουργήσουν εκτός της δομής του στίχου και του ρεφρέν.

Η Γαλλία θαρρώ συνέβαλε τα μέγιστα στο να επανασυσταθεί η τζαζ.

Τα τέλη της δεκαετίας του ’50 με ’60 είχαν ξεμείνει οικονομικά μια σειρά σπουδαίων μουσικών και η Γαλλία τους δίνει χώρο και χρήμα για να δημιουργήσουν. Ύστερα ο Κολτρέιν με τη free jazz, μια απο τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της παγκόσμιας μουσικής. Και επαναφέρει το αφρικάνικο στοιχείο του διαρκούς αυτοσχεδιασμού, και φεύγει καποια στιγμη ο τρομπετίστας και ο πιανίστας. Όλα αυτά με έναν σεβασμό ο ένας στον άλλον, πρέπει να υπάρχει η αίσθηση της υποχώρησης του ηγέτη και η ανάγκη του συντονισμού. Συνιστούσε μια πρόταση για μια κοινωνία του μέλλοντος, όπου το σολάρισμα κάποιου υποχωρεί έναντι κάποιου άλλου.

Υπάρχει κάτι σε παγκόσμια κλίμακα, πέραν της τζαζ, να βρίσκεις καινοτόμο σήμερα;

Η Λατινική Αμερική είναι σήμερα το μεγαλύτερο πολιτικό εργαστήρι, επομένως η ύπαρξη ενός εξαιρετικά ενδιαφέροντος ρεύματος της χιπ-χοπ, πολιτικοποιημένου και με κοινωνικές αναφορές στις υποτελείς τάξεις σε αυτή την περιοχή του κόσμου δεν θα πρέπει να μας ξενίζει. Και στον χώρο του βιβλίου το βλέπουμε αυτό, η Λατινική Αμερική δίνει τον τόνο, έχουμε μεταφράσεις αρκετών βιβλίων, των πλέον δημοφιλών σταθερά.  Επίσης έχουμε μια άνθιση του νουάρ.

Για το γαλλικό νουάρ που έχω εικόνα γίνονται πολύ ενδιαφέροντα πράγματα.

To νουάρ εμφανίζεται να σημειώσω μετά το ’68. Πριν είχαμε το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, τον Σιμενόν ή τον Τσάντλερ ως φιγούρες. Μετά επειδή πολλοί που ήταν στον Μάη, κυρίως αριστεριστές, βρήκαν μια καλή ευκαρία να εκφραστούν μέσω λογοτεχνίας, με αποτέλεσμα να έχουμε συγγραφείς εξαιρετικούς όπως ο Φαζαρντί, που παίρνει γραπτώς την εκδίκησή του από το αστικό κράτος, ο Ζαν Βενσάν, o Ζαν Πατρίκ Μανσέτ και ο Ζαν Κλοντ Ιζό με την τριλογία της Μασσαλίας. Αυτό το ρεύμα περνά με τον Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο, πρωτοπόρος, με το Semana Negra να είναι η διεθνής των νουαριστών πλέον. Πρόσεξε την εξής διαφορά: στην Ευρώπη ο ήρωας του λογοτεχνήματος είναι αστυνομικός, στη Λατινική Αμερική ιδιωτικός αστυνομικός, ακριβώς γιατί η αστυνομία ως κρατικός θεσμός είναι μέχρι τα μπούνια διεφθαρμένη.

Ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως: Η Τριλογία της Μασσαλίας – Ζαν Κλωντ Ιζζό –  Oh That Book

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ο Χάρισον Φορντ υπέρ των νέων που διαδηλώνουν στις ΗΠΑ

Κλειστός την Παρασκευή, 26/4 ο αρχαιολογικός χώρος του Σουνίου

Όλαφ Σολτς: «Ο Πούτιν δεν έχει το δικαίωμα να επικαλείται τον Καντ»

Ιταλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι εντόπισαν τον ακριβή χώρο ταφής του Πλάτωνα

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα