Σήμερα διεξάγονται στην Αμερική οι κρίσιμες εκλογές για τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία που θα συγκροτήσουν το 118ο Κογκρέσο των ΗΠΑ. Πρόκειται για τα δύο σώματα που διαχειρίζονται και ασκούν τη νομοθετική εξουσία σε ομοσπονδιακό επίπεδο και ο έλεγχός τους ουσιαστικά θα καθορίσει το αν ο πρόεδρος Μπάιντεν θα μπορέσει να «εφαρμόσει το πρόγραμμά του». Οι εκλογές αυτές γίνονται φέτος στο μέσον της προεδρικής θητείας γι’ αυτό και αποκαλούνται «ενδιάμεσες». Επιπλέον, οι εκλογές αυτές θα αναδείξουν τους κυβερνήτες σε 36 από τις 50 πολιτείες.
Τα βασικό διακύβευμα δεν είναι μόνο αν θα καταφέρει η προεδρία Μπάιντεν να διατηρήσει τον –οριακό, μέχρι σήμερα- έλεγχό της στο νομοθετικό σώμα, πράγμα δύσκολο σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις. Αλλά και το αν οι ενδιάμεσες εκλογές θα σηματοδοτήσουν μια θριαμβευτική επάνοδο του Τραμπ και των υποστηρικτών του «κινήματος» Make America Great Again στο πολιτικό προσκήνιο, έπειτα από το φιάσκο της εισβολής στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021. Ως εκ τούτου, η σημερινή αποτελεί τη «μητέρα των μαχών» για τους Δημοκρατικούς, πιθανότατα καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό και το πολιτικό τους μέλλον ενόψει των εθνικών εκλογών του 2024.
Εντός αυτού του πλαισίου, και λαμβάνοντας υπόψη τη συνολικότερη πολιτική και κοινοβουλευτική παρακμή των τελευταίων χρόνων στις ΗΠΑ αλλά και ευρύτερα στο δυτικό στρατόπεδο, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει που οι Δημοκρατικοί επιδίδονται σε πρωτοφανή εκλογικά παιχνίδια με τη δύναμη του άφθονου χρήματος που κόβει η FED. To ζήτημα είναι αν αυτές οι καρικατούρες μακιαβελισμού θα πετύχουν τον στόχο τους ή θα γυρίσουν εναντίον τους.
Από το καλοκαίρι μέχρι σήμερα, ομαδοποιήσεις και τμήματα του Δημοκρατικού Κόμματος σε εννιά καίριες πολιτείες έχουν ξοδέψει συνολικά πάνω από 53 εκατομμύρια δολάρια σε τηλεοπτικά σποτ και καμπάνιες για να προωθήσουν την ανάδειξη (στις εσωτερικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών) ακροδεξιών υποψηφίων και στρατευμένων τραμπικών, τους οποίους θεωρούν πιο εύκολους αντιπάλους στη σημερινή αναμέτρηση.
Oι «έξυπνοι» λοιπόν Δημοκρατικοί φτιάχνουν τηλεοπτικά βίντεο, στα οποία «επικρίνοντας» και τονίζοντας την υπεραντιδραστικότητα και τις απόψεις για τις αμβλώσεις ή την άνευ όρων στήριξη του Τραμπ από συγκεκριμένους υποψηφίους, ουσιαστικά τους «σπρώχνουν» στο ρεπουμπλικανικό κοινό. Όπως για παράδειγμα σε αυτό το σποτ, όπου αναδεικνύονται οι υπερσυντηρητικές περγαμηνές του Μπομπ Μπερνς, έτσι ώστε να λάβει το χρίσμα και να διευκολύνει –έτσι τουλάχιστον νομίζει το «Democrats Serve»- την επανεκλογή της δημοκρατικής Ανν Κάστερ στο Νιου Χαμσάιρ.
Ο Μπερνς είναι από τους πιο «φτωχούς» σε χρηματοδοτήσεις υποψηφίους για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα στη συγκεκριμένη περιφέρεια. Όμως με τα 100000 δολάρια που ξόδεψαν γι’ αυτόν οι Δημοκρατικοί σε τηλεοπτικά σποτ ίσως να έχει μια καλή τύχη. Στο –τραγελαφικό, αλλά απολύτως παραδειγματικό της εν λόγω τακτικής- πρώτο σχόλιο κάτω από το βίντεο διαβάζουμε: «This video highlights all the reasons I am voting for Bob Burns. It’s HILARIOUS to think this is an attack ad».
Σε άλλες περιπτώσεις, οι Δημοκρατικοί δεν προωθούν, αλλά επιτίθενται στους υποψηφίους για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα επί των οποίων θεωρούν δύσκολη την επικράτησή τους. Το κάνουν με τρόπο έτσι ώστε οι οπαδοί των Ρεπουμπλικάνων να τους απορρίψουν στις εσωτερικές τους εκλογές. Ενδεικτική είναι εδώ η περίπτωση του Κολοράντο. Κατά τη διάρκεια των προκριματικών, το «Democratic Colorado PAC» ξόδεψε 4 εκατομμύρια δολάρια σε τηλεοπτικά σποτ όπου ο υποψήφιος επιχειρηματίας Τζον Ο’ Ντέα κατηγορούνταν για «υποστήριξη της ατζέντας των Δημοκρατικών» και ιδιαίτερα του σχεδίου Μπάιντεν για την ανάπτυξη των υποδομών. Παρόλα αυτά, ο Ο’ Ντέα πήρε το χρίσμα και μάλιστα μέσω της καμπάνιας του τόνισε με νόημα πως οι προσπάθειες των Δημοκρατικών εναντίον του θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τους ανεξάρτητους ψηφοφόρους του Κολοράντο στη σημερινή αναμέτρηση.
Στο Ιλινόις έλαβε χώρα με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο η συγκεκριμένη τακτική των Δημοκρατικών. Η Ένωση Δημοκρατικών Κυβερνητών (DGA) και η εκλογική καμπάνια του υποψήφιου κυβερνήτη Τζ. Μπ. Πρίτζκερ ξόδεψαν ούτε λίγο ούτε πολύ 34 εκατομμύρια δολάρια για να προωθήσουν ως υποψήφιο τον Ρεπουμπλικανό Ντάρεν Μπέιλι. Και τα κατάφεραν. Ο Μπέιλι έγινε γνωστός όταν χαρακτήρισε ως «ελεεινούς» τα πολιτειακά στελέχη του κόμματός του που ζητούσαν από τον Τραμπ να αποδεχθεί το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του 2020.
Βέβαια, η συγκεκριμένη τακτική έχει προκαλέσει αντιδράσεις σε μία -μάλλον μειοψηφική- μερίδα του Δημοκρατικού Κόμματος. Πολλά στελέχη και υποψήφιοι επισημαίνουν πως ανάλογες κινήσεις υπονομεύουν τον βασικό χαρακτήρα του κόμματός τους, που είναι η διαφύλαξη του δημοκρατικού κεκτημένου στην πολιτική ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών. Επιπλέον, σημειώνουν τον κίνδυνο που υπάρχει αυτοί ακριβώς οι υποψήφιοι που προωθούνται -και αποτελούν την «εμπροσθοφυλακή» της ακραίας δεξιάς πτέρυγας του ρεπουμπλικανικού κόμματος- τελικά να εκλεχθούν.
Σε ανάλογο μήκος κύματος ήταν και η παρέμβαση του Μπέρνι Σάντερς στα μέσα Οκτωβρίου, ο οποίος τόνισε πως δεν θα πρέπει οι Δημοκρατικοί να εμπλακούν στο εσωτερικό της «δεξιάς πολυκατοικίας», αλλά να παλέψουν για να απευθυνθούν στη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων της εργατικής τάξης που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις βασικές τους ανάγκες περίθαλψης και εκπαίδευσης. Πρόσθεσε δε πως αυτό μπορεί να γίνει μόνο βρίσκοντας το σθένος να «τιμωρήσουν» την απληστία των ασφαλιστικών εταιρειών, του φαρμακευτικού συμπλέγματος και των χρηματιστών της Γουόλ Στριτ.
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως η διαδικασία εγγενούς αποδόμησης της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας στις ΗΠΑ δεν μπορεί να αντιστραφεί. Συμπτώματα όπως η εισβολή στο Καπιτώλιο υπήρξαν ενδεικτικά μιας βαθύτερης κρίσης η οποία αντανακλά τα προβλήματα στην υλική και παραγωγική βάση. Αν αυτά τα τελευταία δεν μπορέσουν να λυθούν, ο πλανήτης αναμένεται να «εκπλαγεί» αρκετές ακόμα φορές.