Ο υπουργός Άμυνας της Ρωσίας ανακοίνωσε αυτό το οποίο φημολογούνταν εδώ και κάποιες εβδομάδες και προετοιμαζόταν τόσο με την εκκένωση αμάχων, όσο και με την αμυντική διάταξη των ρωσικών δυνάμεων στην Χερσώνα: την εγκατάλειψη της δυτικής όχθης του Δνείπερου και της ίδιας της πόλης της Χερσώνας.
Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα προφανή: το πλήγμα είναι από πολιτικής άποψης βαρύ για την ηγεσία του Κρεμλίνου και τη Ρωσία συνολικώς. Επίσης από στρατιωτικής απόψεως, η ρωσική αποχώρηση ανακουφίζει την Οδησσό, ενώ μεταφέρει την πίεση στην Κριμαία.
Τόσο η ρωσική υποχώρηση, όσο και άλλα περιστατικά τα οποία έχουν λάβει χώρα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ-ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία επιβεβαιώνουν διδάγματα από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, όπως και από παλαιότερους πολέμους. Η Ρωσία πληρώνει ακόμα τις καθυστερήσεις της σε ό,τι αφορά την κινητοποίηση ετοιμοπόλεμων εφεδρειών και στην ταχύτητα διεξαγωγής των επιχειρήσεων, όπως και τους λανθασμένους σχεδιασμούς στην αρχή της “ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης”. Παραλλήλως έχει απέναντί της, όπως έχουμε ξαναγράψει, όχι μόνο τον ουκρανικό στρατό, αλλά στην πραγματικότητα, την αιχμή του δόρατος του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Μάλιστα, χάρη σε αυτήν την υβριδική μορφή την οποία έχει λάβει ο ουκρανικός στρατός υπάρχουν τομείς στους οποίους υπερέχει έναντι των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, όπως για παράδειγμα στη συλλογή και χρήση δεδομένων.
Έχοντας επομένως διατηρήσει ένα μικρό τμήμα δυτικά του Δνείπερου, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις είναι υποχρεωμένες να αναδιπλωθούν προκειμένου να μην υποστούν μια (ακόμα μεγαλύτερη) ήττα και μεγάλες απώλειες. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τόσο στην περίπτωση της περιοχής του Χαρκόβου, όσο και εδώ, οι προελάσεις των Ουκρανών έγιναν λόγω της απόφασης των Ρώσων να μην πολεμήσουν για τη διατήρηση εδαφών, για τα οποία έκριναν ότι δεν άξιζε η απώλεια μεγάλου αριθμού στρατιωτών. Αυτό δεν το υποστηρίζουμε για να μειώσουμε την όποια ικανότητα των ΝΑΤΟ-ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων αλλά προκειμένου να εξηγήσουμε ότι λαμβάνει χώρα ένα παιχνίδι λεπτών υπολογισμών στη βάση της αφετηριακής άρνησης της ηγεσίας της Ρωσίας να διεξαγάγει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με ολοκληρωτικά μέσα.
Βεβαίως, ακόμα μένουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Από το αν η αναδίπλωση των ρωσικών δυνάμεων αποτελεί μια παγίδα, έως το αν θα δούμε τις ουκρανικές δυνάμεις να προωθούνται προς τα ανατολικά, αφήνοντας έκθετο το Κίεβο, σε μια νέα ρωσική επίθεση από την πλευρά της Λευκορωσίας ή την πιθανότητα προώθησης μιας κατάπαυσης πυρός με κατοχύρωση de facto νέων συνόρων.
Δεν έχει νόημα η εικοτολογία ως προς τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε τα εξής: η νέα ρωσική υποχώρηση είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε ακόμα μικρότερη διάθεση συνεννόησης και κατάπαυσης πυρός από ουκρανικής πλευράς. Άλλωστε και παρότι κανείς δεν αμφιβάλλει ως προς το ποιος κρατάει στη θέση του το Ζελένσκι, όπως έχουμε δει και σε άλλες περιπτώσεις τέτοιων ηγετών, όταν αισθανθούν επαρκώς ισχυροί τείνουν να γίνονται πιο «δύσκολοι» συνομιλητές προς τους πάτρωνές τους. Ταυτοχρόνως, η ηγεσία της Ρωσικής Ομοσπονδίας χρειάζεται μια σημαντική νίκη τουλάχιστον, πριν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Έτσι και ενώ οι φήμες για προσπάθειες από πλευράς ΗΠΑ για μια διαπραγμάτευση εντείνονται, παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο αυτή μπορεί να επιτευχθεί υπό τις παρούσες συνθήκες.
Η Ρωσία φαίνεται ότι θα συνεχίσει να προτάσσει μια μορφή πολέμου φθοράς, προκαλώντας επιθέσεις από πλευράς της Ουκρανίας και κατόπιν καταφέροντας βαριά πλήγματα στις επιτιθέμενες δυνάμεις, ποιώντας εν μέρει την ανάγκη φιλοτιμία. Ταυτοχρόνως θα συνεχίσει την καταστροφή του ενεργειακού δικτύου της Ουκρανίας. Παρόλη τη σημασία των παραπάνω, τελικώς κάποια στιγμή η Ρωσία θα πρέπει να προβεί σε τολμηρές ενέργειες, διακινδυνεύοντας έναν πολύ μεγάλο αριθμό απωλειών, αν θέλει να νικήσει σε αυτόν τον πόλεμο. Ειδάλλως διακινδυνεύει να βρεθεί ξανά πίσω από τις εξελίξεις και επιπλέον να χάσει το κύρος της στους συμμάχους της, όπως η περίπτωση της Αρμενίας μας θυμίζει.
Τέλος, όσο ο πόλεμος συνεχίζεται, οι πιθανότητες, ευθείας, κατακλυσμιαίας αντιπαράθεσης μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας οξύνονται. Το γεγονός ότι κάποιοι δίαυλοι επικοινωνίας παραμένουν ανοιχτοί, δεν αναιρεί την πραγματικότητα της διαρκούς πίεσης έως και προβοκαρίσματος της Ρωσίας αλλά και της Κίνας. Ολόκληρος ο πλανήτης κινείται σε ρυθμούς παγκοσμίου πολέμου. Οι πλέον εχέφρονες προσπαθούν να αποτρέψουν την όξυνση και επέκταση του πολέμου αλλά είναι αμφίβολο κατά πόσο έχουν το πάνω χέρι.