Είμαστε μια παράξενη χώρα. Ξοδεύουμε το μισό προϋπολογισμό μας εδώ και μισό αιώνα για να αμυνθούμε από την Τουρκία, αλλά σπανίως μελετάμε την Τουρκία ή προσέχουμε τι λένε οι Τούρκοι.
Θυμάμαι το 1993, όταν επισκέφθηκα στο Πεντάγωνο τον Γεράσιμο Αρσένη, που μόλις είχε αναλάβει το υπουργείο Άμυνας. «Εδώ δεν ξέρουν τίποτα για την Τουρκία», μου είπε, «μόνο οι Αμερικανοί μου ‘παν μερικά πράγματα». Το αποτέλεσμα αυτής της πάγιας κατάστασης είναι ότι και η κοινή γνώμη και αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις έχουν σημαντική άγνοια βασικών, θεμελιωδών πτυχών της πραγματικότητας της γείτονος (όπως έχουν συνήθως και άγνοια του βάθους των διεθνών παραμέτρων που καθορίζουν τα ελληνοτουρκικά). Εξαρτώνται τελικά από τρίτες δυνάμεις για να καταλάβουν τι συμβαίνει, τα συμφέροντα όμως αυτών των δυνάμεων δεν συμπίπτουν με τα ελληνικά.
Μετά το 1996 και στη δεκαετία του 2000 πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης μάς είχαν πρήξει με τη θεωρία ότι η Τουρκία είναι πολύ φίλη μας και θα γίνει ακόμα περισσότερο εντασσόμενη στην Ε.Ε., φτάνοντας στο σημείο να υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες της Σμύρνης «συνωστίζονταν» στο λιμάνι της πόλης τους το 1922 ή ότι θα επέλθει «νέα Μικρασιατική Καταστροφή» αν οι Κύπριοι καταψήφιζαν το σχέδιο Ανάν.
Τώρα, που οι άνεμοι φυσούν αλλιώτικα στις σχέσεις της Δύσης με την Τουρκία, πολιτικοί και ΜΜΕ αντικαθιστούν την ανάλυση με τη χρήση λέξεων, που δημιουργούν εντυπώσεις χωρίς να λένε τίποτα. Δεν κερδίζουμε τίποτα σε κατανόηση αποκαλώντας «σουλτάνο» τον Ερντογάν, απλά κινητοποιούμε βαθιά στερεότυπα που, είτε σωστά, είτε λάθος, μας εμποδίζουν να σκεφτούμε. Το να αρχίζουμε επίσης κάθε αναφορά στη δήλωση του άλφα ή βήτα Τούρκου πολιτικού με τη λέξη «προκλητική», ανεξαρτήτως του περιεχομένου της, δεν είναι τρόπος να καταλάβουμε τι θέλουν να πουν, είναι τρόπος να μην ασχολιόμαστε μαζί τους. Αφήνω κατά μέρος τα περί αναπόφευκτου πολέμου, ανάγκης προληπτικής επίθεσης κατά της Τουρκίας και άλλες ανοησίες που διαχέονται ως δήθεν αναλύσεις σε μερίδα των μέσων ενημέρωσης και κινδυνεύουν να προκαλέσουν τελικά σοβαρή σύγχυση και στην κοινή γνώμη και στους χειριστές των θεμάτων.
Γι’ αυτό και, περνώντας από την Κωνσταντινούπολη, είπα να δω μερικούς ανθρώπους, να τους ζητήσω να μου πουν πώς εκτιμούν αυτοί τα πράγματα και να μεταφέρω αυτά που μου είπαν. Αυτό καταλαβαίνω ότι είναι η πρώτη δουλειά ενός δημοσιογράφου, αν και ο ρόλος αυτής της «τέχνης» μεταμορφώνεται κι αυτός τάχιστα, μαζί με την έκπτωση της πνευματικής, πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής.
Τουρκικοί φόβοι
Οι περισσότεροι Έλληνες φοβούνται μη μας επιτεθεί η Τουρκία – κάτι όχι παράλογο με δεδομένο το παρελθόν και πάντως μια απειλή που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει με ελαφρότητα.
Θα εκπλήσσονταν όμως αν μάθαιναν ότι και αρκετοί Τούρκοι – ιδίως ένα μέρος του στρατιωτικού κατεστημένου – φοβούνται (ή τουλάχιστο αυτό λένε, γιατί δεν είμαστε στο μυαλό τους) μήπως τους επιτεθεί η Αθήνα, με ενθάρρυνση των ΗΠΑ (ή/και του Ισραήλ. Άλλωστε ΗΠΑ και Ισραήλ πάνε μαζί συνήθως). Ο τουρκικός Τύπος είναι γεμάτος με τέτοιες εικασίες, ιδιαίτερα αναφερόμενος στη συμφωνία για εγκατάσταση πλήθους αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα και στις κοινές ελληνοαμερικανικές ασκήσεις, αμφότερα εμφανιζόμενα ως μείζονες ελληνικές απειλές.
«Σπρώχνουν την Ελλάδα κατά της Τουρκίας. Γι’ αυτό οι Αμερικανοί εγκατέστησαν στην Ελλάδα όλες αυτές τις βάσεις», μου λέει ο Ντογκού Περιντσέκ, πρόεδρος του κόμματος Βατάν, που επισκέπτομαι στα γραφεία του κόμματός του στην πολύβουη λεωφόρο Ιστικλάλ. Κάποτε μαοϊκός, ο Περιντσέκ ηγείται σήμερα του «ευρασιατικού» ρεύματος στην Τουρκία, διαθέτει προνομιακές σχέσεις με μερίδα των Τούρκων στρατιωτικών αλλά και είναι προνομιακός συνομιλητής ρωσικών, κινεζικών, ιρανικών, συριακών κύκλων, με πληθώρα σχέσεων στη Λατινική Αμερική και την Αφρική.
Το ενδιαφέρον του Περιντσέκ και του κόμματός του, δεν έγκειται τόσο στην περιορισμένη εκλογική του δύναμη, όσο στο γεγονός ότι συνδέεται και εμπνέει, σύμφωνα τουλάχιστον με τις αμερικανικές εκτιμήσεις, το ένα από τα δύο ρεύματα που ανταγωνίζονται για επιρροή στο τουρκικό στρατιωτικό κατεστημένο, μετά την εκκαθάριση των ενόπλων δυνάμεων από τους «Γκιουλενιστές» (το άλλο ρεύμα, σύμφωνα πάντα με τους Αμερικανούς, είναι αυτό που συσπειρώνει η οργάνωση SADAT, είδος «ισλαμιστών πραιτοριανών» του Τούρκου Προέδρου) .
Το κόμμα Βατάν διακρίνεται από ένα είδος «αριστερού κεμαλισμού», θεωρεί ότι το μέλλον της Τουρκίας είναι στην ανερχόμενη ισχύ της «Ευρασίας», αγωνίζεται για μια συμφιλίωση Ερντογάν και Άσαντ (που μοιάζει όμως πάντα πολύ δύσκολη) και για καλές σχέσεις με το Ιράν, την Κίνα, τη Ρωσία και τον ανερχόμενο Νότο εν γένει. Θεωρεί ότι το Κουρδικό «έχει λυθεί» και χαρακτηρίζει τους Κούρδους του ΡΚΚ και τους «συνοδοιπόρους» τους ως «όργανα του δυτικού ιμπεριαλισμού και του Ισραήλ», που αποβλέπουν στον διαμελισμό της Τουρκίας. Ο Ντογκού Περιντσέκ έχει επίσης πρωταγωνιστήσει στη διεθνή υπεράσπιση της χώρας του από τις κατηγορίες για την αρμενική γενοκτονία.
Οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα
«Μα δεν είναι δυνατόν να πιστεύετε ότι οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα στρέφονται κατά της Τουρκίας, κατά της Ρωσίας στρέφονται πρωτίστως, και κατά του ελληνικού λαού, διασφαλίζουν δηλαδή τον έλεγχο της δικής μας χώρας από τους Αμερικανούς», λέω στον Περιντσέκ, απαντώντας στους φόβους που εκφράζει.
«Και γιατί δεν έβαλαν αυτές τις βάσεις στην Τουρκία;», επιμένει. Δυστυχώς υπάρχει βέβαια μια πολύ απλή απάντηση και είναι μάλλον πειστική: «Γιατί η Τουρκία δεν θα δεχόταν τόσες και τέτοιες βάσεις στο έδαφός της».
Επιπλέον, του εξηγώ, η Ελλάδα είναι το «μαλακό υπογάστριο» των Βαλκανίων και ο «πόλεμος» με τη Ρωσία περιλαμβάνει τα Βαλκάνια που συνδέουν τη Μεσόγειο με τη Μολδαβία, την Ουκρανία και την Κεντρική Ευρώπη, σε ένα διάδρομο που φτάνει από τη Μεσόγειο έως τη Βαλτική και τη Σκανδιναβία. Από την άποψη μιας δύναμης που στρέφεται κατά της Ρωσίας και επιχειρεί να την περικυκλώσει, να την απομονώσει ή και να της επιτεθεί, ο έλεγχος των Βαλκανίων είναι απαραίτητος, δεν φτάνει η Τουρκία, πόσο μάλλον μια απρόθυμη Τουρκία – αυτό άλλωστε απεδείχθη και στους δύο παγκοσμίους πολέμους. Πρέπει να ανοίξει και δεύτερη δίοδος από τη Μεσόγειο προς τη Ρωσία.
Οι απειλές Ερντογάν
«Εσείς υποπτεύεστε την Ελλάδα ότι μπορεί να σας επιτεθεί υποκινούμενη από τις ΗΠΑ, εγώ όμως βλέπω τον Ερντογάν να απειλεί κάθε δεύτερη μέρα ότι θα έρθει μια νύχτα στην Ελλάδα», του λέω με τη σειρά μου. Και, εδώ που τα λέμε, αυτά δεν είναι εικασίες, είναι μια σαφής απειλή.
Ο κ. Περιντσέκ επιχειρεί να διασκεδάσει τους φόβους μου. «Τα λέει για εσωτερική κατανάλωση» μου λέει και στη συνέχεια εξηγεί ότι δεν υπάρχει ρεαλιστικά απειλή κατά της Ελλάδας από την Τουρκία γιατί πίσω από την Ελλάδα υπάρχουν οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. – η Άγκυρα δεν θέλει να τα βάλει μαζί τους. Σε άλλο σημείο της συζήτησής μας θα εκφράσει ανησυχία για την ανατροπή της υπάρχουσας ισορροπίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και θα χαρακτηρίσει «ανόητους» μερικούς πολιτικούς που μιλάνε για ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Η Τουρκία, υποστηρίζει, είναι μια πολύ σοβαρή χώρα με θεσμούς και παράδοση. Έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τον συσχετισμό δυνάμεων και ξέρει ότι δεν έχει τίποτα να κερδίσει από μια σύγκρουση. «Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ξέρουν να μετράνε και να υπολογίζουν» και η Τουρκία «δεν έχει τίποτα να κερδίσει από κάτι τέτοιο και δεν θα μπει σε τόσο σοβαρές περιπέτειες», λέει.
Άλλωστε, σημειώνει χαρακτηριστικά, κανένας Τούρκος ηγέτης, ούτε και ο Ερντογάν, δεν μπορεί μόνος του να πάρει απόφαση να πάει σε πόλεμο. «Στην Τουρκία», τονίζει, «δεν καθορίζουν τυχοδιώκτες το μέλλον της χώρας». Και μας θυμίζει επίσης ότι ο Τούρκος Πρόεδρος δεν διαθέτει σήμερα το «χαρτί Τραμπ».
Το «αντίστροφο σενάριο»
Αν ο κ. Περιντσέκ θεωρεί αβάσιμους τους ελληνικούς φόβους, ο ίδιος όμως φοβάται ένα σενάριο όπου οι ΗΠΑ θα δώσουν το «πράσινο φως» στην Αθήνα να επιτεθεί αυτή και μάλιστα σε συνδυασμό με μια πιθανή αστάθεια στην Τουρκία.
Η ανάλυση Περιντσέκ για τις επερχόμενες εκλογές είναι ότι η σύγκρουση Ερντογάν με τους αντιπάλους είναι μια σύγκρουση του Τούρκου Προέδρου με τις «ατλαντικές» δυνάμεις (*). Αλλά το ενδεχόμενο μία από τις δύο πλευρές να χάσει μπορεί να την ωθήσει σε βία μέσα στην Τουρκία. Κι εκεί βλέπει τον κίνδυνο: «Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δουν ότι η φιλο-ατλαντική αντιπολίτευση χάνει, τότε μπορεί να κάνουν μια προβοκάτσια στο Αιγαίο, να δώσουν πράσινο φως στην Ελλάδα να μας επιτεθεί κάπου. Αν για παράδειγμα καταρριφθούν ένα ή δύο τουρκικά αεροσκάφη ή αν βυθισθεί ένα τουρκικό πολεμικό πλοίο, ο Ερντογάν δεν θα έχει επιλογή: Ή θα αντιδράσει, ή θα πέσει».
Του απαντώ ότι καμία από τις υπάρχουσες σήμερα πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα δεν θα δεχόταν να παίξει τον ρόλο που υπαινίσσεται. Αυτό όμως που όντως συμβαίνει είναι ότι η ένταση της ρητορείας και το βαρύ κλίμα που έχει εγκατασταθεί ανάμεσα στις δύο χώρες αυξάνει αντικειμενικά την πιθανότητα σύγκρουσης από λάθος, από εσφαλμένη εκτίμηση ή από προβοκάτσια. Αν απασχολεί σοβαρά την Άγκυρα ο κίνδυνος μιας κρίσης με την Ελλάδα, πολύ περισσότερο μια ελληνική επίθεση, η τωρινή επιθετική ρητορεία και το πολεμοχαρές κλίμα μεταξύ των δύο χωρών μπορεί να οδηγήσει τελικά ακριβώς στο αποτέλεσμα που η Τουρκία λέει ότι θέλει να αποφύγει.
Η στρατιωτικοποίηση των νησιών
Η στρατιωτικοποίηση των νησιών, μου λέει, απειλεί άμεσα την Τουρκία. Γιατί, τον ρωτώ, δεν μπορεί να πιστεύετε στα σοβαρά ότι θα κάνουμε κάποια απόβαση στη Μικρά Ασία! Οπλίσαμε τα νησιά μετά το 1974 ως απάντηση στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο και στον φόβο ότι μπορούμε να δεχθούμε επίθεση από σας. Ο εξοπλισμός αυτός είναι καθαρά αμυντικός και τον υποστηρίζει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Δεν έχετε δίκιο, μας απαντά, να φοβάστε επανάληψη του 1974 γιατί οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Τότε η Τουρκία είχε την έγκριση των ΗΠΑ για να εισβάλλει στην Κύπρο.
_______________________________________
Στο επόμενο άρθρο το β’ μέρος της συνέντευξης Περιντσέκ.
Σημείωση
(*) Αυτή είναι βεβαίως η ανάλυση Περιντσέκ. Άλλοι παρατηρητές στην Τουρκία δεν συμφωνούν τόσο με την απόδοση στον Ερντογάν «αντιατλαντικών» χαρακτηριστικών και υποστηρίζουν ότι η πολιτική του έναντι της Ρωσίας ενδέχεται να γίνεται σε συμφωνία με την Ουάσινγκτον, που χρειάζεται αφενός ένα κανάλι επικοινωνίας με τη Μόσχα και αφετέρου την Τουρκία ως αιχμή της δυτικής διείσδυσης στην Υπερκαυκασία και την Κεντρική Ασία.