Στις εκλογές που έρχονται είναι βέβαιο ότι θα κυριαρχήσει το αίτημα ή, για να το θέσουμε καλύτερα, η ανάγκη να φύγει το σύστημα Μητσοτάκη. Λίγοι πολιτικοί μπορούν να γεννήσουν τόση απέχθεια όση τα μέλη της οικογένειας αυτής άλλωστε. Επιπλέον πρόκειται για μια πραγματική ανάγκη επιβίωσης των πολλών, την οποία κανένας δεν μπορεί να παραγνωρίσει, ακόμα και αν δεν τη νιώθει στο πετσί του.
Όπως πάντα συμβαίνει, πίσω από αυτήν την ανάγκη θα κρυφτούν μια σειρά προχειροτήτων στο επίπεδο του πολιτικού προγράμματος, δεξιών στροφών πρώην και νυν αριστερών και «αριστερών» κομμάτων, όπως και βρώμικα παρελθόντα στελεχών. Ο διλημματικός χαρακτήρας των εκλογών, σε συνδυασμό με το κλείσιμο της δημοσκοπικής ψαλίδας ΣΥΡΙΖΑ- ΝΔ θα οδηγήσει σε συμπίεση κομμάτων που βρίσκονται στο ευρύτερο πλαίσιο της κυβερνησιμότητας (δηλαδή δεν αποκλείουν τη συμμετοχή τους σε κυβέρνηση υπό οιεσδήποτε συνθήκες, όπως κάνει το ΚΚΕ) και επικοινωνούν από πλευράς μετακινήσεων ψηφοφόρων τουλάχιστον με το ένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Ιδίως μάλιστα εφόσον, όπως όλα δείχνουν, πρόκειται να έχουμε διπλή εκλογική αναμέτρηση.
Για το ΚΙΝΑΛ, τα σταθερά, διψήφια δημοσκοπικά ποσοστά του είναι ευθέως αναντίστοιχα με την πολιτική και οργανωτική του δουλειά. Η νέα ηγεσία του ΚΙΝΑΛ ακολουθώντας το γνωστό, δεξιόστροφο πολιτικό της στίγμα και τους καθηλωτικούς εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς έχει περιέλθει σε οργανωτικό τέλμα, ενώ βαθαίνει ταυτοχρόνως την περαιτέρω δεξιά στροφή, τόσο μετατρέποντας το ΚΙΝΑΛ-«ΠΑΣΟΚ» και σε κατ’ όνομα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, όσο και με κορυφαίες επιλογές σε επίπεδο στελεχών, οι οποίες μάλλον προσανατολισμό προς την πλευρά Μητσοτάκη δείχνουν. Την ίδια στιγμή, οι απολίτικες διαδικασίες πλήττουν την προοπτική του ΚΙΝΑΛ να αποκτήσει ξανά ρίζες σε λαϊκά στρώματα, ποντάροντας αναγκαστικώς και ολοένα περισσότερο στην ανάμνηση του Ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, με το οποίο, κατά τα λοιπά, ο Νίκος Ανδρουλάκης διατηρεί μόνο μέτωπο. Είναι εντυπωσιακό, αλλά όχι ανεξήγητο: μια δεκαετία μετά τα μνημόνια και την εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ εξαιτίας της φυγής του κόσμου του προς τα αριστερά, άλλη μια ηγεσία του ΚΙΝΑΛ-«ΠΑΣΟΚ» ποντάρει σε περαιτέρω δεξιά στροφή, προσπαθώντας να πείσει αυτούς που έφυγαν, δηλαδή περίπου τα ¾ του τότε ΠΑΣΟΚ, ότι εκείνοι ήταν ανόητοι και όχι οι πολιτικές των μνημονιακών κυβερνήσεων καταστροφικές.
Πρόκειται για μια εχθρότητα των μνημονικών και μετα-μνημονικών ηγεσιών του ΚΙΝΑΛ-«ΠΑΣΟΚ» προς όσα το ΠΑΣΟΚ ιστορικώς σηματοδότησε, η οποία θα συνεχίσει στις εκλογές να κοστίζει στο κόμμα. Θα του κοστίζει επιπλέον, διότι το ΚΙΝΑΛ δεν έχει καν αποκτήσει εκείνες τις πολιτικές διαδικασίες, οι οποίες μπορούν να του επιτρέψουν να παράγει προγραμματικό λόγο με βάθος, εν μέσω παγκοσμίου πολέμου και εξελισσόμενης οικονομικής κρίσης.
Η άλλη και πολύ πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή του ΜέΡΑ25. Το ΜέΡΑ25 γεννήθηκε προφανώς από μια ομάδα ανθρώπων με επίκεντρο το Γιάνη Βαρουφάκη και μπήκε στη Βουλή, για τους περισσότερους εξ ημών που το ψηφίσαμε, ως αντιμνημονική φωνή ή συνέχεια σε κάθε περίπτωση του αντιμνημονίου, μετά την ήττα της ΛΑΕ. Η οργανωτική του παρουσία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και ο προγραμματικός του λόγος προσομοίαζε περισσότερο με έναν προοδευτικό, ίσως και ριζοσπαστικό ευρωπαϊσμό. Έκτοτε, για διαφόρους λόγους, αλλά κυρίως λόγω του πολέμου από το κατεστημένο που δέχεται, με χαρακτηριστικό τον αποκλεισμό από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και εξαιτίας της όξυνσης της διεθνούς αντιπαράθεσης, της οικονομικής κρίσης και της καταφανούς αποτυχίας της Ε.Ε. σε όλα τα επίπεδα αναγκάστηκε να ωριμάσει σε σημαντικό βαθμό. Ο σαφής ευρωπαϊσμός δίνει σταδιακά τη θέση του σε έναν πιο σοσιαλιστικό λόγο, με κάπως ευρύτερη διεθνοπολιτική ματιά, αν και εν πολλοίς ακόμα δυτικο-κεντρική στον πυρήνα της, ιδίως σε ό,τι αφορά την πρόσληψη άλλων μοντέλων. Δεν είναι άνευ σημασίας ότι έγινε το δεύτερο κόμμα της Βουλής, το οποίο καλεί σε έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ.
Βεβαίως, το ΜέΡΑ25, οργανωτικώς αλλά και πολιτικο-συναισθηματικώς δεν έχει ακόμα ριζώσει σε αυτούς τους οποίους κατεξοχήν φιλοδοξεί να εκφράσει: εργαζομένους, νεολαία, μικρομεσαίους. Παραμένει ένα κόμμα κατά βάση διανοουμένων και μεσοστρωμάτων ή τουλάχιστον αυτό δείχνει η πολύ μέτρια οργανωτική του εξάπλωση στους χώρους δουλειάς και στα πανεπιστήμια. Επίσης δεν έχει πετύχει να γίνει «μεγαλύτερο» από το γραμματέα του, συνθήκη η οποία, αν επιτευχθεί, θα «μεγαλώσει» και την επιρροή του κόμματος και του γραμματέα του. Επιπλέον δεν έχει κεφαλαιοποιήσει στο χώρο του πρώην κραταιού ΠΑΣΟΚ το διαρκές φλερτ του γραμματέα του με την 3η του Σεπτέμβρη, ακριβώς διότι η σύνθεση του ΜέΡΑ25 δεν το επιτρέπει.
Το γεγονός ότι από τη μια εισάγει στη Βουλή το αντιμνημόνιο, δηλαδή ένα πολύπτυχο και ενίοτε αντιφατικό κίνημα, αλλά κατά βάση πατριωτικό και κοινωνικοαπελευθερωτικό, χωρίς το ίδιο το ΜέΡΑ25 να είναι (ακριβώς) αυτό ως προς τη στελεχιακή του σύνθεση και τον προγραμματικό του λόγο, γεννά αντιφάσεις, οι οποίες του κοστίζουν ως προς την επιρροή του. Αυτή, μαζί με τον πόλεμο από το κατεστημένο δεν έχει επιτρέψει ακόμα στο ΜέΡΑ25 να κινείται, αν μη τι άλλο, κοντά στο διψήφιο ποσοστό.
Όλα αυτά θα αποτιμηθούν στις εκλογές και θα επηρεάσουν τη σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης, για την οποία τα σενάρια συνεργασίας δίνουν και παίρνουν. Το κατεστημένο της πατρίδας μας προφανώς επιδιώκει μια τρικομματική συγκυβέρνηση ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ. Ο στόχος είναι προφανής: νέος, απολύτως ελεγχόμενος πρωθυπουργός μετά το «κάψιμο» του Μητσοτάκη, απαρέγκλιτος ευρωατλαντικός προσανατολισμός και μηδενικές αλλαγές στην οικονομική πολιτική, ιδίως ως προς τα πλέον κομβικά της στοιχεία, όπως είναι η διαχείριση δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, η άσκηση επιδοματικής πολιτικής, η εξακολούθηση των ιδιωτικοποιήσεων και η ανενόχλητη κυριαρχία της ολιγαρχίας. Φυσικά και αναλόγως των αποτελεσμάτων μπορεί να υπάρξει και δικομματική κυβέρνηση με το ΚΙΝΑΛ, είτε προς τη μία, είτε προς την άλλη πλευρά.
Μέχρι τότε όμως, η πίεση από την ανάγκη να φύγει ο Μητσοτάκης, πίεση η οποία κυρίως αφορά τα λαϊκά στρώματα αντιστοίχως θα συμπιέζει το ΜέΡΑ25, το οποίο καλείται να λύσει μια δύσκολη εξίσωση: μη απόρριψη της κυβερνησιμότητας και μη υποτίμηση της σημασίας της κυβερνητικής αλλαγής, χωρίς να απορροφηθεί ως μια κάπως πιο αριστερή εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Από τακτικής απόψεως και ενόψει εκλογών το βασικό μέσο συνίσταται σε μια διαρκή, προληπτική θέση των βασικών αξόνων για ταυτόχρονη ανατροπή Μητσοτάκη, αλλά και συνολικώς της δεξιάς από τη μια, με μετάβαση σε μελλοντική κυβέρνηση με σοσιαλιστικό κυβερνητικό πρόγραμμα από την άλλη.
Το κύριο όμως ζήτημα είναι το πολιτικο-οργανωτικό: η περαιτέρω, και μάλιστα ταχύτατη, προγραμματική ωρίμανσή του, σε ένα κόμμα το οποίο θα συνδυάζει το ριζοσπαστισμό της αρχής της δεκαετίας του ’80 με εκείνον του δημοψηφίσματος του 2015, μέσα στις σημερινές ανάγκες. Δεν προτείνουμε μια μηχανιστική αντιγραφή ρητορικών σχημάτων, όπως συχνά έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, καταλήγοντας σε καρικατούρες αλλά μια ουσιαστική, ιδεολογική και προγραμματική επανατοποθέτηση πέρα από το δυτικο-κεντρισμό, τον ευρωατλαντισμό και τη μακρόχρονη ιδεολογική ηγεμονία του εκσυγχρονισμού, με πρόταγμα ένα μεταβατικό σοσιαλιστικό κυβερνητικό πρόγραμμα, με τις αντίστοιχες οργανωτικές προεκτάσεις.
Οι επόμενες εκλογές θα βγάλουν κυβέρνηση εν μέσω εξελισσόμενου παγκοσμίου πολέμου και οικονομικής κρίσης. Οι πιέσεις θα είναι τεράστιες προς οποιονδήποτε θέλει να διαφοροποιηθεί από τις βασικές, υπερδεκαετείς ορίζουσες των εν Ελλάδι πολιτικών. Σοφό είναι όσοι φιλοδοξούν να συγκρουστούν με αυτές τις πολιτικές να αποδειχτούν στρατηγικώς και τακτικώς ιδιοφυείς.