Στην περίοδο που ακολούθησε την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού εδραιώθηκε σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού η αντίληψη πως οι αστικές δημοκρατίες δυτικού τύπου αποτελούσαν το απώτατο όριο που θα μπορούσε να φτάσει η ρεαλιστική πολιτική φαντασία· διά της αυτοαναίρεσής της προφανώς. Ήδη, λίγα χρόνια πριν, ένας Γάλλος σοφός που πάντοτε έβλεπε τα προσερχόμενα προειδοποιούσε για την «εύθραυστη τελειότητα» της νέας κοινωνίας που αναδύονταν στον ορίζοντα του «μόνου εφικτού». Η καινούργια αυτή δημοκρατία ήταν βέβαια τέλεια επειδή αποδείχτηκε τέτοια μέσω της αποτυχίας των αντιπάλων της, αλλά επίσης και επειδή ήταν «τέλεια για να κυβερνηθεί». Η τεράστια τεχνολογική της ανάπτυξη ήταν δίκοπο μαχαίρι και η δυσκολία στη χαλιναγώγησή της αυτονομημένης τεχνικής όριζε εντέλει την ευθραυστότητά της.
Εδώ και μερικές εβδομάδες, λόγω της επίμονης εργασίας ορισμένων πραγματικών δημοσιογράφων, η «εύθραυστη τελειότητα» της δικής μας δημοκρατικής κοινωνίας άρχισε να διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθει. Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων μοιάζει να προκαλεί, παραδόξως, πολύ διαφορετικές από τις συνηθισμένες αντιδράσεις σε μια εποχή και σε μια χώρα που η έννοια του σκανδάλου δεν υπάρχει ουσιαστικά, αφ’ ης στιγμής έχει καταστεί κυρίαρχη, καθημερινή, πραγματικότητα σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής.
Ίσως βέβαια και να ισχύει η εντυπωσιακή ρήση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη πως οι υποκλοπές «απασχολούν περισσότερο την πλατεία Κολωνακίου και όχι τον ελληνικό λαό».
Δεν αποκλείεται, αλλά αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα αυτό συμβαίνει επειδή οι «απλοί πολίτες» γνωρίζουν καλά πως μπορούν να καταστούν αντικείμενα παρακολούθησης πολύ εύκολα σε οποιαδήποτε στιγμή αυτό θεωρηθεί αναγκαίο από το ελληνικό κράτος (πιθανότατα και από ξένα κράτη). Αν μια τέτοια συνειδησιακή συνθήκη είναι κυρίαρχη στους υποτελείς, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αρκετά διαφορετικά απ’ ότι νομίζει ο Υπουργός. Θα μπορούσαν μάλιστα να γίνουν επικίνδυνα σε μια μελλοντική απότομη στροφή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο κυνισμός δεν ευνοεί τις σώφρονες αντιδράσεις.
Η ιδιαιτερότητα του νέου αυτού «σκανδάλου» είναι πως οι αντιδράσεις και οι εκατέρωθεν αντεγκλήσεις προέρχονται με έντονο τρόπο και από το εσωτερικό του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας, και των διανοουμένων του. Η αιτία βέβαια είναι πως αυτή τη φορά το κέντρο επιτήρησης φαίνεται ότι στόχευε ακριβώς «στα του οίκου του», προσπαθώντας να ελέγξει τα πάντα στο επίπεδο των πολιτικών κινήσεων, πράγμα που μαρτυρά για την ανασφάλειά του. Επιπλέον, προσπαθούσε να έχει απόλυτα τον πρώτο λόγο στο επίπεδο των επιχειρηματικών συμφωνιών και της ροής του χρήματος, πράγμα που δείχνει πως τελικά ο φιλελευθερισμός της αγοράς τον οποίον έχει θέσει αφετηριακά ως προμετωπίδα είναι κάλπικος.
Έτσι, η δημόσια σφαίρα βρίθει πλέον πρωτοτυπίας, με μεγαλοεπιχειρηματίες στενά συνδεδεμένους με την κυβέρνηση να στρέφονται με τα μέσα τους εναντίον της, αλλά και με πρώην συνοδοιπόρους στον ιστορικό αναθεωρητισμό και τη νέα εθνικοφροσύνη να βρίσκονται πλέον σε αντιπαράθεση μέσα από τις σελίδες του ίδιου εντύπου, ο μεν προειδοποιώντας τις «υγιείς δυνάμεις» να αντισταθούνε στις σειρήνες της «υποτροπής», ο δε πλάθοντας ελκυστικές αναλογίες με τον προαιώνιο εχθρό.
Φυσικά, το άρθρο του δεύτερου υπερέβη τα εσκαμμένα, καθώς είναι ιδιαίτερα οδυνηρό να δέχεται κανείς οικεία βέλη ποτισμένα με ένα οικείο δηλητήριο που έχει με χρόνο και κόπο κατασκευαστεί για τους εχθρούς. Επιπλέον, εκτός από οδυνηρό είναι και ενδεικτικό της «πασπαρτού» λειτουργίας του δηλητηρίου (λέγε με θεωρία του «ολοκληρωτισμού»), πράγμα που αποκαλύπτει και τη σαθρή, αφαιρετική και εκ των άνω διαδικασία κατασκευής του. Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, όχι και τόσο ευχάριστα για τη φιλελεύθερη παρέα.
Δεν θα έπρεπε ωστόσο να αποτελεί έκπληξη η επιστροφή στη Στάζι, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, στον Τσαουσέσκου και τα σχετικά. Οι κοινωνίες του πρώιμου σοσιαλισμού, οι αντιφάσεις και η τελική ήττα τους στο τέλος του προηγούμενου αιώνα αποτέλεσαν την πολιτική αφετηριακή νομιμοποίηση για όλα όσα ακολούθησαν και συγκρότησαν την ιδιαίτερη δομή των καθεστώτων στα οποία δυστυχώς ζούμε σήμερα. Είναι λογικό πως στη συνθήκη βαθιάς κρίσης που βρίσκονται τα τελευταία, δεν τους απομένει κάτι άλλο παρά η επιστροφή στο σημείο μηδέν της πρώτης τους επέλασης. Το φίδι δαγκώνει την ουρά του.
Έχει σημασία εντός αυτού του στημένου πλαισίου να αναδειχθούν στο σύνολό τους οι πραγματικές ιστορικές διαδικασίες που οδήγησαν το κράτος της Ανατολικής Γερμανίας στη συγκρότηση υπηρεσιών όπως η Στάζι; Έχει νόημα να επισημανθεί ότι μιλάμε για ένα κράτος που η ίδια η σύστασή του υπήρξε αποτέλεσμα του ανορθόδοξου πολέμου –οικονομικού, εμπορικού, στρατιωτικού- που από την επαύριο ακριβώς της πτώσης του Χίτλερ διοργανώθηκε και συντονίστηκε από τους Γερμανούς εργοστασιάρχες, την αμερικανική αποστολή και τον ανέπαφο μηχανισμό του χιτλερικού κράτους; Έχει νόημα να υπενθυμιστεί σε όλους αυτούς τους επιλεκτικά ιστοριογραφούντες και εργαλειακά πολιτικολογούντες πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του λαού της ανατολικής Γερμανίας νοσταλγεί αυτή τη στιγμή το «ολοκληρωτικό» καθεστώς και τις κοινωνικές κατακτήσεις τις οποίες απολάμβανε τότε;
Έχει, εντός ενός διαφορετικού πλαισίου. Όμως αρκεί εν προκειμένω η παρατήρηση πως ο αναλογικός συλλογισμός είναι ο πιο επισφαλής στα συμπεράσματά του, όπως μάθαμε στο Λύκειο. Επιπλέον, είναι λαθροχειρία να κρίνεις εξ ιδίων τα αλλότρια. Γιατί ό, τι και να συνέβαινε στον τομέα των παρακολουθήσεων στην Ανατολική Γερμανία, οι πολίτες δεν αντιμετώπιζαν ούτε ανεργία, ούτε πληθωρισμό στο 20%.
Σε κάθε περίπτωση, στη δημοκρατία (τους), ως γνωστόν, δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε καμία πτώση του «δικτάτορα» μέσα από ταραχές και ανώμαλους δρόμους, υπάρχουν οι ελεύθερες εκλογές!