Το πρωί της 23ης Νοεμβρίου επιφύλασσε δύο βομβιστικές επιθέσεις στην Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα τουλάχιστον ένα νεκρό και περίπου 20 τραυματίες. Φήμες, ανεπιβεβαίωτες όσο γράφεται το παρόν άρθρο, θέλουν την οργάνωση Χαμάς να αναλαμβάνει την ευθύνη. Θα έχει μια ειδική σημασία αν μετά την κάπως αποστασιοποιημένη στάση της κατά την πλέον πρόσφατη, μεγάλη επίθεση του Ισραήλ εναντίον της Παλαιστινιακής Αντίστασης στη Λωρίδα της Γάζας έχουμε μια μετωπική επίθεση από τη Χαμάς εναντίον των κατοχικών δυνάμεων του Ισραήλ. Ιδίως, όταν γνωρίζουμε ότι έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες, προκειμένου αυτή να επιστρέψει στον «άξονα της αντίστασης» της Μέσης Ανατολής, τον οποίο είχε εγκαταλείψει παίρνοντας το μέρος της αντιπολίτευσης στη Συρία. Επιλογή η οποία προκάλεσε ρήγματα στο εσωτερικό της οργάνωσης και τη δυσφήμησε σημαντικά.
Ακόμα περισσότερη όμως, σημασία, αποκτούν τα τεκταινόμενα στην Παλαιστίνη εξαιτίας δύο εξελίξεων: η μία συνίσταται στον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης στο Ισραήλ. Ο Μπεν Γκβιρ, ένας φασίστας και ρατσιστής γίνεται το ακροδεξιό άκρο του ακροδεξιού Νετανιάχου.
Το «ντροπαλό» απαρτχάιντ έδωσε τη θέση του πρώτα στο καθαρό απαρτχάιντ και τώρα στο «υπερήφανο» απαρτχάιντ. Η δεύτερη εξέλιξη είναι η σταδιακή αποσαφήνιση των μετώπων στο πλαίσιο της εξελισσόμενης παγκόσμιας αντιπαράθεσης. Την περίοδο Πούτιν και μέχρι τις αρχές της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στην Ουκρανία, μια σταθερά της ασφάλειας του Ισραήλ ήταν οι ιδιαιτέρως καλές σχέσεις του με τη Ρωσία. Μάλιστα στις αρχές των επιχειρήσεων είχε διαφανεί ότι ίσως αυτό διαδραμάτιζε ένα μεσολαβητικό ρόλο.
Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Η Ρωσία έχει συσφίξει σε πρωτοφανή, συμμαχικό βαθμό τις σχέσεις της με το Ιράν. Το Ιράν αντιμετωπίζει μια επιχείρηση «αλλαγής καθεστώτος», πέρα από οποιαδήποτε εσωτερική κοινωνική διεκδίκηση, αλλά με επίκληση αυτής. Ο αριθμός θυμάτων μεταξύ των ένστολων υπηρεσιών του είναι ενδεικτικός του ότι το εν λόγω εγχειρίδιο της Ουάσιγκτον έχει μπει σε κίνηση. Η συμμαχία Ρωσίας-Ιράν-Κίνας παρέχει στο δεύτερο μια σημαντική ομπρέλα προστασίας, την οποία μπορεί να αξιοποιήσει και στο οικονομικό και στο στρατιωτικό πεδίο, με την πιθανή πυρηνικοποίησή του να παραμένει στο επίκεντρο. Προφανώς τα παραπάνω αποτελούν «κόκκινο πανί» για το Ισραήλ, το οποίο με πολλούς τρόπους προσπαθεί να πιέσει τη Ρωσία, μεταξύ άλλων απειλώντας με μεταφορά όπλων υψηλής ακρίβειας στην Ουκρανία.
Σε αυτό το πλαίσιο και πέρα από τις ακροδεξιές κυβερνητικές του κραυγές, το Ισραήλ αντιμετωπίζει ένα μείζον πρόβλημα ασφάλειας: υπάρχει πλέον, εξαιτίας των δικών του πολιτικών, ένα διεθνοπολιτικό συνεχές με τεράστιο στρατηγικό βάθος, το οποίο, με απολήξεις στη Ρωσία και στην Κίνα και με κέντρα την παλαιστινιακή αντίσταση πρώτον και τον «άξονα της αντίστασης» (Συρία-Ιράν-Χεζμπολάχ) δεύτερον, δεν φτάνει απλώς στα σύνορά του, αλλά μπαίνει μέσα στην ισραηλινή επικράτεια. Ο συγχρονισμός αυτού του συνεχούς με τον εξελισσόμενο παγκόσμιο πόλεμο σημαίνει ότι το Ισραήλ σύρεται (αντί να καθοδηγεί) σε αντιπαραθέσεις τις οποίες δεν επιλέγει το ίδιο.
Την ίδια στιγμή, έχει καταστεί σαφές ότι το Τελ Αβίβ δεν έχει τη διάθεση και τις δυνάμεις για ένα μακρόχρονο πόλεμο με το Ιράν και με τους συμμάχους του. Ούτε οι ΗΠΑ θέλουν να εμπλακούν άμεσα με την Τεχεράνη. Και οι δύο πλευρές προτιμούν να βρουν τους χρήσιμους ηλίθιους που θα «κάνουν τη δουλειά». Το πρόβλημα είναι ότι πλέον οι σχέσεις συνολικώς της Δύσης με τη Ρωσία και με το Ιράν βρίσκονται στο ναδίρ. Η δικαιολογημένη καχυποψία των δύο τελευταίων κρατών οδηγεί στην κλιμάκωση στο πεδίο, ως απάντηση προς την εκπεφρασμένη βούληση της Δύσης για «αλλαγή καθεστώτος» και επί της ουσίας διάλυση και των δύο κρατών. Στην περίπτωση της Ρωσίας η καχυποψία έλαβε τη μορφή της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», ενώ στην περίπτωση του Ιράν είναι ιδιαιτέρως πιθανό να οδηγήσει σε εξοπλισμό με πυρηνικά όπλα, κατά το πρότυπο αποτροπής της Βόρειας Κορέας.
Και ένα υστερόγραφο σε όλα αυτά: το Ευρωκοινοβούλιο έλαβε την απόφαση να κηρύξει τη Ρωσία κράτος- τρομοκράτη. Κοινώς, αποφάσισε ότι πρέπει να υπάρξει ένοπλη επίθεση κατά της Ρωσίας, αφού η διεθνής τρομοκρατία αντιμετωπίζεται και δια της βίας, για να μην πούμε κατεξοχήν δια της βίας. Ευτυχώς δεν έχουν πολύ μεγάλη σημασία τα όσα διακηρύσσει. Είναι ωστόσο σημαντικό, όχι ως αποφασιστικό όργανο, αλλά ως απόδειξη περί του πώς ο αντιρωσισμός εξελίσσεται σε καταφανή και επικίνδυνη βλακεία.