Μέσω μιας κοινής επιστολής που δημοσιεύθηκε σήμερα, οι New York Times, The Guardian, Le Monde, Der Spiegel και El Pais ζήτησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποσύρουν τις κατηγορίες του νόμου περί κατασκοπείας εναντίον του Τζούλιαν Ασάνζ, επειδή η δίωξη αυτή υπονομεύει την ελευθερία του Τύπου.
Πριν από δώδεκα χρόνια, αυτά τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης δημοσίευσαν αποσπάσματα των αποκαλύψεων που εμπεριέχονταν σε 250.000 έγγραφα, τα οποία διέρρευσαν στο WikiLeaks από την τότε Αμερικανίδα στρατιώτη Τσέλσι Μάνινγκ. Μετά από αυτή τη διαρροή, η Ουάσιγκτον ξεκίνησε διαδικασίες για να κατηγορήσει τον Ασάνζ στηριζόμενη σε νομοθεσία που αποσκοπούσε στη δίκη των κατασκόπων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Η δημοσίευση δεν είναι έγκλημα», ανέφεραν αυτά τα μέσα, τονίζοντας ότι η δίωξη του Ασάνζ βάσει του νόμου περί κατασκοπείας δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο και υπονομεύει την Πρώτη Τροπολογία (Ανεξιθρησκεία, Ελευθερία του τύπου και της έκφρασης) του Συντάγματος των ΗΠΑ.
«Η απόκτηση και η αποκάλυψη ευαίσθητων πληροφοριών, όταν είναι απαραίτητο για το δημόσιο συμφέρον, είναι βασικό μέρος της καθημερινής δουλειάς των δημοσιογράφων… Εάν αυτό το έργο ποινικοποιηθεί, ο δημόσιος λόγος μας και οι δημοκρατίες μας γίνονται σημαντικά πιο αδύναμες», ανέφερε η επιστολή.
Ο Ασάνζ είναι φυλακισμένος στη φυλακή Μπέλμαρς στο Λονδίνο από το 2019, όταν συνελήφθη στην πρεσβεία του Ισημερινού όπου διέμενε για επτά χρόνια.
Η πρώην υπουργός Εσωτερικών της Βρετανίας, Πρίτι Πατέλ, ενέκρινε την έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιούνιο και οι δικηγόροι του Ασάνζ έχουν ασκήσει έφεση.
Η βρετανική εφημερίδα The Guardian υπενθύμισε σήμερα ότι η κυβέρνηση του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα (2009-2017) δεν άσκησε δίωξη στον ιδρυτή του WikiLeaks για τις διαρροές του 2010 λόγω του προηγούμενου που θα δημιουργούσε μια τέτοια ενέργεια.
«Το να τίθενται υπόλογες οι κυβερνήσεις αποτελεί μέρος της βασικής αποστολής του ελεύθερου τύπου σε μια δημοκρατία», ανέφερε η επιστολή.