ΑΘΗΝΑ
03:10
|
22.11.2024
Όπως και κάθε τι άλλο πάνω στον Πρωθυπουργό μας, έτσι και η αίσθηση του χιούμορ του είναι πολύ άνω του μετρίου.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Όπως και κάθε τι άλλο πάνω στον pg slot Πρωθυπουργό μας, έτσι και η αίσθηση του χιούμορ του είναι πολύ άνω του μετρίου. Πάρτε για παράδειγμα την παλιότερη αποδομητική ανάρτησή του στο twitter: «Εάν προέρχεσαι από πολιτική οικογένεια υπάρχουν δύο δρόμοι: 1.Να πατήσεις πάνω στο όνομά σου & 2. Να δουλέψεις πολύ σκληρά. Διάλεξα το δεύτερο», Γεννημένος σατιρικός.

Έτσι, αν τη σχέση της «λίστας του νοικοκυριού» με τους αριστερούς του χαβιαριού (όπως τους λένε στην Γαλλία) και τους σοσιαλιστές της σαμπάνιας (όπως τους λένε στην Γερμανία) την είχε διευκρινίσει κάποια στεγνή από χιούμορ, λαϊκή προσωπικότης, λχ ο υπεύθυνος της λίστας Άδωνις-Σπύρος, δεν θα είχε τόσο βάθος όσο τώρα, που την σχετική αναφορά την έκανε ο Μωυσής Πορφυρογέννητος ο Καταλληλότερος, ένας άνθρωπος που είναι γνωστός για το χιούμορ του και την πολύ σκληρή δουλειά του.

Αλλά εδώ δεν θα ασχοληθούμε με τους σοσιαλιστές και τους συντηρητικούς οπαδούς του ψαρομεζέ αυτού, αλλά με τον ίδιο τον μεζέ, όπως και με το ποτό που κατά γενική εκτίμηση ταιριάζει με αυτόν.

Ιστορία μιας λέξης

Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: Η λέξη χαβιάρι είναι περσικής προέλευσης, χαβιάρ, από το xâye: αβγό και σημαίνει «αβγομένο». Η λέξη προέρχεται από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ōwyóm ‎(αβγό) < *h₂éwis ‎(πουλί) από την οποία προέρχονται τόσο το αβγό (το ᾠόν, τα ωά > ταουγά > τ’ αβγά), όσο και τα λατινικά ovus (αβγό) και avis (πουλί) και γενικά όλες οι ευρωπαϊκές λέξεις για το αβγό, egg, œuf, uovo, jajko, яйцо κλπ.

Η περσική ετυμολογία έχει να κάνει με την καταγωγή του εδέσματος. Το χαβιάρι είναι αυγοτάραχο: αλατισμένα αβγά του οξύρρυγχου της Κασπίας, μιας θάλασσας που ήταν γλωσσικά περσική εδώ και χιλιάδες χρόνια, πολύ πριν δηλαδή διεκδικήσουν και οι Ρώσοι και οι Τούρκοι το μερίδιό τους. Σίγουρα οι λαοί γύρω από την Κασπία και τη Μαύρη Θάλασσα ήξεραν τα αυγά του οξύρρυγχου από πολύ παλιά.

Ενδεχομένως τώρα, ο «αντακαίος», ένα είδος ψαριού του Εύξεινου πόντου που αναφέρουν ο Ηρόδοτος και ο Στράβωνας, να ήταν οξύρρυγχος – ή ίσως μπακαλιαράκι (που λέγεται στο Αιγαίο και νταούκι), δεν ξέρουμε. Τη σύγχυση την επιτείνει ο Αθήναιος που αναφέρει το «τάριχος ἀντακαῑον» το οποίο, λέει το λεξικό, είναι το χαβιάρι, χωρίς όμως να εξηγεί από πού βγαίνει το τόσο βέβαιο συμπέρασμα. Φαίνεται ότι οι Ρωμαίοι ήξεραν και αυτοί τον οξύρρυγχο που μέχρι σήμερα υπάρχει στην Ιταλία. Το χαβιάρι της Μπρέσια είναι από τα καλύτερα που μπορείτε να βρείτε παγκοσμίως.

Είναι βέβαιο τέλος, ότι τουλάχιστον από τον 10ο αιώνα η πρώτη γευστικά εκλεπτυσμένη άρχουσα τάξη του δυτικού κόσμου, το παλάτι της Κωνσταντινούπολης, τιμούσε τακτικά και το ψάρι και τα αυγά του.

Τι είναι το χαβιάρι;

Σύμφωνα με τον FAO, τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, ως χαβιάρι χαρακτηρίζεται μόνο το αυγοτάραχο από ψάρια της τάξης των Acipenseriformes, δηλαδή των οξυρρύγχων εν γένει και μερικών στενών συγγενών τους. Το αυγοτάραχο Μεσολογγίου, από το οποίο παίρνει το όνομά του το ιταλικό bottarga, και το απολύτως ίδιο γιαπωνέζικο καρασούμι, όλα είναι από τα αυγά του κέφαλου, άρα όχι χαβιάρι. Δεν είμαστε λίγοι αυτοί που επειδή έχουμε εύκολη πρόσβαση σε κέφαλους, αλλά όχι σε οξύρρυγχους, μπορούμε να σας βεβαιώσουμε ότι το αυγοτάραχο ή και τα απλά φρέσκα αυγά κέφαλου αλατισμένα και τηγανισμένα, είναι ανώτερα από τα φτωχά δείγματα χαβιαριού που η τσέπη μας έχει επιτρέψει να δοκιμάσουμε, ειδικά αν πρόκειται για άγευστο «χαβιάρι» σολομού (που δεν είναι χαβιάρι, αφού είναι από σολομό).

Υπάρχουν γύρω στα είκοσι πέντε είδη οξύρρυγχου στον πλανήτη. Είναι μια πανάρχαια οικογένεια οστεϊχθύων που βασικά βρίσκεται σε αργή και σταθερή εξαφάνιση, μην αντέχοντας στον ανταγωνισμό με τα νεότερα είδη. Τα οικονομικής σημασίας μέλη της οικογένειας είναι μεγάλα ψάρια, φτάνουν και ξεπερνούν το ένα με ενάμιση μέτρο. Είναι πολύ μακρόβια ζώα, ζουν πάνω από 50 χρόνια, αναπτύσσονται αργά, και είναι ανάδρομα ψάρια. Το τελευταίο σημαίνει ότι όπως και οι σολομοί (και αντίστροφα από τα χέλια) γεννιούνται στα ποτάμια, ζουν στη θάλασσα ή κοντά στις εκβολές του ποταμού και ξαναγυρνούν στις πηγές που γεννήθηκαν για να αναπαραχθούν.

Στην ευρύτερη περιοχή Κασπίας και Μαύρης Θάλασσας ζουν διάφορα είδη οξύρρυγχου, μεταξύ των οποίων η μπελούγκα, η ασιότρα (осётр είναι ο οξύρρυγχος στα ρωσικά) και η σεβρούγκα, επιτείνοντας ακόμα περισσότερο τη σύγχυση στην σχετική ονοματολογία. Μέχρι σχετικά πρόσφατα κυκλοφορούσε στα νερά του βόρειου Αιγαίου και μερικών ποταμών της βόρειας Ελλάδας ένα από αυτά τα είδη, το μερσίνι – από το τούρκικο mersin (λέξη που μάλλον είναι κάποιο αντιδάνειο), που μάλλον είναι είδος ασιότρας.

Το πιο ακριβό χαβιάρι προέρχεται από σπάνια είδη μπελούγκας, τα οποία υποτίθεται είναι άγρια και όχι ιχθυοτροφείου και φτάνει τα 25.000-35.000 ευρώ το κιλό. Σήμερα που γράφεται το κείμενο, ο χρυσός βρίσκεται στα 56.000 ευρώ το κιλό, άρα με δύο κιλά χαβιάρι αγοράζετε ένα κιλό χρυσό. Τιμή ευκαιρίας. Ο πάντα γκουρμέ αναγνώστης του «Κοσμοδρομίου» ας μην ανησυχεί. Από τη μια, και δωρεάν να ήταν το συγκεκριμένο χαβιάρι, δεν θα τα αγγίζαμε: πρόκειται για έγκλημα κατά της φύσης, λόγω του ότι η μπελούγκα είναι σχεδόν εξαφανισμένη στο φυσικό της περιβάλλον. Από την άλλη, αν υποτεθεί ότι θέλετε να φάτε χαβιάρι και δεν είστε βίγκαν, τότε όπως λένε οι ειδικοί υπάρχουν πολλές αξιόλογες επιλογές.

Η Πολωνία είναι φίλη μας, αντίθετα με τη Ρωσία και το Ιράν που είναι εχθροί και κακές χώρες. Άρα ρώσικο και ιρανικό χαβιάρι, που είναι προφανώς τα καλύτερα, μην ψάξετε να βρείτε νόμιμα, έχουμε κυρώσεις που τρέχουν αυτή τη στιγμή. Το πρώτης ποιότητας δίχρωμο ασιότρα, ένα κορυφαίο χαβιάρι από την φίλη Πολωνία, θα το βρείτε εύκολα, αν και μόνο σε συσκευασίες της μίας ουγγιάς (δηλαδή των 28,35 γραμμαρίων, δηλαδή περίπου δυο με τρεις κουταλάκια του γλυκού) στα 125 δολάρια, που μπορούν να κατέβουν ίσως στα 90 μετά από κάποια παζάρια, αν το βρείτε σε προσφορά κλπ., δηλαδή μόλις όσο τρία κατώτατα ημερομίσθια της χώρας μας. Αν μάλιστα δεν παίρνετε το κατώτατο, τότε με ένα ή δύο ψωρο-ημερομίσθιά σας μόνο, εσείς και το έτερόν σας ήμισυ θα έχετε την μοναδική αφροδισιακή ευκαιρία να δοκιμάσετε λίγα αυγά πολωνικού μπελούγκα.

Τώρα, οι τσίπηδες ανάμεσά σας (που δεν υπάρχουν, επειδή οι αναγνώστες του «Κοσμοδρομίου» είναι πάντα αριστεροί του χαβιαριού και όχι τσίπηδες), θα προτιμήσετε ένα value for money προιόν, όπως ας πούμε ένα απλό μαύρο ασιότρα, στα 99 δολάρια τα 30 γραμμάρια, ή ακόμα χειρότερα, καλιφορνέζικο μπελούγκα “Tsar Nicolai” στα πενήντα μόνο δολάρια η ουγγιά (χωρίς τελωνείο και ΦΠΑ).

Αν το ψάξετε λίγο περισσότερο ίσως να βρείτε σε ακόμα χαμηλότερες τιμές. Είναι ένα δείγμα και αυτό παρακμής: βρισκόμαστε σε περίοδο πληθωριστικού επεισοδίου, με τις τιμές να ανεβαίνουν και το κόστος ζωής να είναι, υποτίθεται, αβάσταχτο. Ο πάντα φιλολαϊκός υπουργός μας αναγκάζεται να βάζει το πιστόλι στον κρόταφο των σούπερ μάρκετ, ώστε αυτά να διατηρούν «καλάθια νοικοκυριού» – και όμως! Μπορεί κανείς να αγοράσει πραγματικό χαβιάρι με ονομασία προέλευσης για λιγότερο από δύο χιλιάρικα το κιλό. Σε λίγο θα το βγάζουν στα καλάθια στη λαϊκή. Τι κατάντια…

Γιατί είναι έδεσμα μόνο των πλουσίων;

Η εγχώρια μυθολογία του δαιμονίου Έλληνος έχει ανακαλύψει ότι ο λόγος που το χαβιάρι είναι ακριβό είναι ο Ιωάννης Βαρβάκης, ο ονοματοδότης της Βαρβακείου Σχολής και (βγάλτε τα συμπεράσματά σας για τη σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς) της Βαρβακείου Κεντρικής Αγοράς Αθηνών. Ο Βαρβάκης λοιπόν, ήταν ένας Ψαριανός πειρατής στο προεπαναστατικό Αιγαίο, που μετά τα Ορλοφικά, όπου υπηρέτησε στο Ρώσικο Ναυτικό, μετακόμισε στις εκβολές του Βόλγα, στο Άστραχαν (και όχι «Αστραχάν» όπως το λέμε οι γαλλοτραφείς Έλληνες) το 1776. Εκεί παρατήρησε τον φτωχικό μεζέ που έτρωγαν οι ψαράδες στις όχθες του ποταμού. Ρώτησε τι είναι αυτό, του είπαν αυγά ψαριού. Έβαλε μερικά μαύρα μπαλάκια στο στόμα του, τα έσπασε με τη γλώσσα του – και αμέσως μια λάμπα λαδιού (δεν υπήρχαν ακόμα ηλεκτρικές) άναψε πάνω από το κεφάλι του: Ιδέα! Θα το συσκευάσει και θα το πουλήσει για χρυσάφι στις άρχουσες τάξεις της Ευρώπης.

Αμέσως άρχισε να ψάχνει τρόπους να το διατηρήσει. Δοκίμασε να σκάψει τεχνητές σπηλιές, αφού του είχαν πει ότι έτσι το διατηρούν οι Πέρσες. Αυτό δεν λειτούργησε, όπως και διάφορες άλλες προσπάθειες που έκανε, αλλά τελικά τα κατάφερε όταν χρησιμοποίησε βαρελάκια από σφεντάμι μέσα στα οποία έβαζε το χαβιάρι μαζί με ένα απολύτως μυστικό, δικής του επινόησης «μπαχαρικό» το οποίο ακόμα και σήμερα δεν ξέρουμε τι είναι. Και ιδού, ω! του θαύματος, το χαβιάρι μπορούσε να διατηρείται για μήνες! Κατόπιν τούτων, πήρε την αποκλειστικότητα εμπορίας του χαβιαριού από την αυτοκράτειρα Μεγάλη Αικατερίνη, η οποία εντυπωσιασμένη από τον πολυμήχανο Έλληνα, ζήτησε να τον γνωρίσει αυτοπροσώπως.

Σε όλη αυτή τη διαδικασία, ο Ιβάν Αντρέεβιτς Βαρβάτσι, όπως ήταν πλέον γνωστός, όχι μόνον δεν καβάλησε το καλάμι, αλλά έμεινε ένας απλός άνθρωπος. Μάλιστα αρνήθηκε να βάλει τους αθώους και εργατικούς κατοίκους του Άστραχαν να δουλέψουν ως δουλοπάροικοι, όπως είχε κάθε δικαίωμα, αλλά αντιθέτως, όχι μόνο τους αντάμειβε πλουσιοπάροχα, αλλά ζήτησε και κατάφερε ένα γενναίο ποσοστό των κερδών να επιστρέφει στους Χαζάρους που κατοικούσαν στην περιοχή του Δέλτα του Βόλγα ως επιδοτήσεις σχολεία και αγαθοεργίες, με αποτέλεσμα οι Αστραχανιότες μέχρι σήμερα να θυμούνται με ευγνωμοσύνη και συγκίνηση τον καλό Ιβάν Αντρέεβιτς, να έχει καλά ο θεός τους απογόνους του. Ο πάντα ανήσυχος ήρωάς μας, λίγα χρόνια αργότερα δεν δίστασε να εγγραφεί στην Φιλική Εταιρία (και μάλιστα με το όνομά του και όχι με ψευδώνυμο) και να συνεισφέρει τα μάλα στον Εθνικό Αγώνα.

Αν θέλετε να μάθετε και άλλες τέτοιες φανταστικές (δηλαδή αποκυήματα φαντασίας) λεπτομέρειες μπορείτε να (προσπαθήσετε να) δείτε την υπερπαραγωγή του 2012 «Ο Πειρατής (Ο Θεός Αγαπά το Χαβιάρι)» του Γιάννη Σμαραγδή. Με τη συμμετοχή διεθνών αστέρων, με πλούσια σκηνικά και κοστούμια, με γυρίσματα επί τόπου εκεί που έζησε και έδρασε ο γίγας αυτός του Ελληνισμού και νέος Οδυσσεύς, η ταινία είναι μια τηλεοπτικής αισθητικής υπερβαρετή και κακογυρισμένη αγιογραφία με μεγάλες σεναριακές τρύπες και διεκπεραιωτικές ερμηνείες από το διάσημο καστ του.

Ο Βαρβάκης όντως έγινε ζάπλουτος από το εμπόριο, όχι μόνο ενός είδος αλατισμένου αυγοτάραχου αλλά και άλλων ειδών. Όμως το χαβιάρι δεν έμελλε να γίνει σημαντικό για τις ανώτερες τάξεις παρά πολλά πολλά χρόνια αργότερα. Γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα το χαβιάρι έξω από την ρωσική σφαίρα επιρροής ήταν σε γενικές γραμμές ένα φαγητό των φτωχών, όπως και όλα τα ψαρικά. Οι πλούσιοι προτιμούσαν κρεατικά και κυνήγια.

Πράγματι, οι διάφοροι οξύρρυγχοι της Αμερικής και στην Ανατολική και στην Δυτική Ακτή είναι και αυτοί εξαιρετικές πηγές χαβιαριού. Στην περιοχή του ποταμού Χάτσον (στη Νέα Υόρκη) τα αυγά του οξύρρυγχου του Ατλαντικού ήταν τόσο φτηνά που το έδιναν για μεζέ μαζί με την μπύρα των 5 σεντς στα παραπήγματα του λιμανιού, όπου έπιναν οι ναύτες και οι εργάτες. Και ήταν στην Νέα Υόρκη το 1812 που ο Ρόμπερτ Έιαρς, φέρνοντας την νέα ευρωπαϊκή τεχνολογία συντήρησης τροφής της κονσέρβας, ίδρυσε το πρώτο εργοστάσιο κονσερβοποίησης στην Αμερική, εμπορευόμενος εκτός από φασόλια και φρούτα, διάφορα άλλα φαγητά της εργατικής τάξης, όπως στρείδια και χαβιάρι.

Η ζήτηση για χαβιάρι ήταν μεγάλη και η αμερικάνικη βιομηχανία χαβιαριού ήταν με διαφορά η μεγαλύτερη του κόσμου, καλύπτοντας γύρω στο 90% της παγκόσμιας ζήτησης καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά μέχρι τα τελευταία χρόνια του αιώνα, όταν η έλλειψη κανονισμών, η άναρχη αλιεία ενός ευαίσθητου είδους και η καταστροφή και μόλυνση των ποταμών οδήγησαν σε ένα ξαφνικό κραχ στην παραγωγή, μια από τις πρώτες καταγεγραμμένες περιπτώσεις κατάρρευσης αλιείας. Αν και η πιο γνωστή τέτοια περίπτωση σήμερα είναι η κατάρρευση της αλιείας του μπακαλιάρου του ΒΔ Ατλαντικού το 1992, το χαβιάρι ήταν και αυτό θύμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Η Σοβιετική Ένωση, έγινε σταδιακά μετά τον πόλεμο ο μεγαλύτερος παραγωγός χαβιαριού στον κόσμο. Εδώ βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο. Μέχρι εδώ το χαβιάρι ήταν ένας μεζές περίπου για όλους, όχι ειδικά για τις ανώτερες τάξεις. Οι τελευταίες το ήξεραν και το τιμούσαν στην Ευρώπη, ειδικά μέσω των Ρώσων πριγκήπων εμιγκρέδων που το έφεραν στα γαλλικά σαλόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Προφανώς στις περισσότερες δυτικές χώρες ήταν εισαγόμενο, με την εξαίρεση της Ιταλίας που είχε ντόπια παραγωγή υψηλότατης ποιότητας. Ο Ψυχρός Πόλεμος σήμαινε όμως ότι το σοβιετικό χαβιάρι δεν μπορούσε να έρχεται στη Δύση σε ποσότητες ανάλογες της ζήτησης. Η τιμή εκτοξεύτηκε, άρα έγινε μια λιχουδιά για πολύ λίγους.

Χαβιάρι με σαμπάνια

Στη Σοβιετική Ένωση ουδέποτε το χαβιάρι ήταν το σπάνιο έδεσμα που είναι τώρα εδώ. Χωρίς να αποτελεί το πιο φτηνό πράγμα του κόσμου, ήταν μια μικρή λιχουδιά για όποιον την ήθελε. Και δεν το ήθελαν όλοι, αφού σε πολλούς ουρανίσκους δεν αρέσει καθόλου, ειδικά σε αυτούς που δεν το έχουν ξαναδοκιμάσει, δεδομένου ότι είναι επίκτητη γεύση, όπως και όλες ανεξαιρέτως οι «ακριβές» γεύσεις.

Μια μικρή σημείωση είναι αναγκαία εδώ. «Επίκτητες» είναι οι γεύσεις που χρειάζονται εκπαίδευση, δεν είναι «εγγενείς». Το γλυκό, το ουμάμι, το ελαφρά αλατισμένο είναι εγγενείς γεύσεις. Το πικρό, το ξινό, το πολύ αλατισμένο, μας αρέσουν, αν μας αρέσουν, μόνο ύστερα από εκπαίδευση και επανάληψη, για αυτό και καλούνται επίκτητες γεύσεις. Υπάρχουν αρκετές επίκτητες γεύσεις που είναι εξαπλωμένες στον γενικό πληθυσμό, όπως ο καφές, οι καυτερές πιπεριές, το χαβιάρι τον 19ο αιώνα στην Ν. Υόρκη κλπ. Πρόκειται για γεύσεις από υλικά που βρίσκονται εύκολα, σε βιομηχανική κλίμακα, που η κατανάλωσή τους είναι φτηνή, αλλά όχι υποχρεωτική, που δεν είναι απαραίτητα για την επιβίωση. Έτσι, δεν σημαίνει κάτι αν δεν σας αρέσει ο καφές ή δεν τρώτε σκόρδο, είναι απλώς καθημερινές φτηνές απολαύσεις.

Προφανώς δεν είναι όλες οι λαϊκές γεύσεις επίκτητες. Αντίθετα όμως, όλες οι σπάνιες και ακριβές γεύσεις πρέπει να είναι επίκτητες, πρέπει ο γνώστης να έχει το βαλάντιο για να δοκιμάσει περισσότερες από μία φορές μέχρι να εκπαιδευτεί και να μάθει να του αρέσει. Έτσι, ήταν η υπέρογκη τιμή που προκάλεσε και την γευστική απογείωση του χαβιαριού, όχι το αντίθετο, όπως ακριβώς έχει συμβεί με όλα τα είδη γευστικής πολυτέλειας, συμπεριλαμβανόμενου του κρασιού. Οφείλω να κλείσω τα μάτια με απόλαυση όταν δοκιμάζω ένα ακριβό κρασί, ένα καλό ασιότρα ή μια σπάνια μπελούγκα, μια ακριβή εν γένει γεύση.

Η γευστική απόλαυση είναι τριμερής. Είναι εν μέρει οργανοληπτικές ιδιότητες, εν μέρει οι συνθήκες που τρώμε (βασικά η παρέα μας) και εν μέρει το χρήμα, το πόσο ακριβό ή αποκλειστικό είναι το φαγητό μας. Είναι τέτοιος ο ρόλος της τελευταίου παράγοντα, που σε όσα είδη έχουν καταφέρει ιστορικά να «καπαρώσουν» τον ρόλο της ανώτερης γεύσης, αυτής την οποία μόνον οι μύστες μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν, όπως το κρασί, η τιμή είναι το αντικειμενικά σημαντικότερο κριτήριο.

Είναι αποδεδειγμένο γεγονός: υπάρχει όντως μια ελίτ επαγγελματιών, που όχι μόνο έχουν την πολύ σπάνια ικανότητα της γευστικής και οσφρητικής μνήμης (θυμούνται γεύσεις, όπως εμείς θυμόμαστε γεγονότα), αλλά έχουν περάσει και τουλάχιστον μια δεκαετία εντατικής εκπαίδευσης. Για τα μέλη αυτής της ελίτ είναι όντως δυνατό να καταλάβουν πλήρως όχι μόνο τις νότες βανίλιας και το ξύσμα πορτοκαλιού στο τάδε gran cru Βουργουνδίας, αλλά ακόμα και την χρονιά και τον αμπελώνα με αρκετή (όχι απόλυτη) ακρίβεια. Για όλους τους υπόλοιπους, ακόμα και φτασμένους επαγγελματίες του χώρου, είναι δύσκολο ως αδύνατο να διακρίνουν ένα «καλό» (ακριβό) από ένα «κακό» (φτηνό) κρασί, αν η ετικέτα είναι κρυμμένη. Συχνά μάλιστα, ακόμα και οι επαγγελματίες του χώρου προτιμούν το κατώτερο κρασί από το ανώτερο. Έχει μείνει στην ιστορία η «κρίση του Paris», μια τυφλή δοκιμή που οργάνωσε το 1970 στο Παρίσι ένας Αμερικάνος έμπορος κρασιών, στην οποία Γάλλοι ειδικοί γευσιγνώστες και σομελιέ έκριναν ότι τα καλιφορνέζικα κρασιά ήταν καλύτερα από τα (πολύ ακριβότερα) γαλλικά, προς μεγάλη τους καταισχύνη. Η κοινή αντίληψη διεθνώς είναι ότι τα καλιφορνέζικα δεν είναι και δεν θα γίνουν ποτέ ισοδύναμα με τα γαλλικά…

Αλλά πιο σχετική με το θέμα μας είναι μια τυφλή δοκιμή που έγινε το 1900 και πάλι στο Παρίσι, όταν η σαμπάνια Νόβι Σβετ από το τσιφλίκι του πρίγκηπος Γκαλίτσιν, στην περιοχή της Χερσώνας κοντά στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας, κέρδισε το πρώτο βραβείο σαμπάνιας σε τυφλή δοκιμή στον διεθνή διαγωνισμό Grand Prix de Champagne. Ξαφνικά ο όρος «διεθνής», που οι Γάλλοι είχαν προσθέσει με ψηλομύτικη διάθεση ειρωνείας στον διαγωνισμό, απέκτησε ένα απρόσμενο περιεχόμενο.

Η τεχνογνωσία που είχε αναπτυχθεί στην οινοποιία του πρίγκηπος δεν πήγε χαμένη αργότερα. Το 1928 σε ένα σοβχόζ, υπό την διεύθυνση του Αντόν Φραλόφ-Μπαγκρέγιεφ (που είχε για χρόνια εργαστεί για τον πρίγκηπα Γκαλίτσιν) οινοποιήθηκε για πρώτη φορά η Совeтское шампанское, Σαβιέτσκαϊε Σαμπάνσκαϊε. Ο ιδιοφυής Φραλόφ-Μπαγκρέγιεφ που η Επανάσταση τον είχε στείλει μέχρι και στην Γαλλία για να μελετήσει τις τελευταίες εξελίξεις, είχε αναπτύξει μια δική του συσκευή για την σαμπάνια. Η σοβιετική σαμπάνια, ως προπαγανδιστικό εργαλείο, δεν διέλαθε της προσοχής του συντρόφου Ιωσήφ, ο οποίος προσωπικά επέβλεψε το 1936 το διάταγμα για την βιομηχανική της παραγωγή.

Η σαμπάνια αυτή συνέχισε να παράγεται διαρκώς ακόμα και μετά την πτώση του τείχους. Ακόμα και σήμερα πωλείται ως Σαβιέτσκαϊε Σαμπάνσκαϊε, τουλάχιστον σε όσες χώρες που έχουν δεσμούς με την Ε.Ε. δεν έχει απαγορευτεί ο όρος «σαμπάνια», λόγω προέλευσης ονομασίας. «Σαμπάνια» είναι μόνο ο γαλλικός αφρώδης οίνος Καμπανίας. Έτσι, στην Ουγγαρία μαρκετάρεται ως Sovetskoye Igristoye. Επίσης, υπάρχουν και οι χώρες που έχουν απαγορεύσει τον όρο «σοβιετικός», όπως η Ουκρανία…

Ο γράφων έχει δοκιμάσει σοβιετική σαμπάνια την δεκαετία του 2000 στην Βουλγαρία. Παρά την χαμηλή τιμή της (από 5 ως 10 ευρώ το μπουκάλι) είναι απρόσμενα καλή, ισοδύναμη με πολύ ακριβότερα σπουμάντε και σαμπανιζέ. Βέβαια, είναι πολύ πιο γλυκιά: το brut μπουκάλι που είχαμε δοκιμάσει, στη Δύση θα έπαιρνε τον χαρακτηρισμό του ημίγλυκου, αν όχι του γλυκέος οίνου.

Στη Δύση ξέρουμε να καλοτρώμε…

Είπαμε ότι η τρέλα με το χαβιάρι στη Δύση ξεκινάει ακριβώς κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μαζί με την τρέλα για βότκα (που έγινε το ποτό των γιάπηδων) και τα πούρα Αβάνας – δηλαδή τα αληθινά, επειδή οι εταιρίες μετά την Κουβανική Επανάσταση μετακόμισαν στην Δομινικανή Δημοκρατία. Οι πλούσιοι ρέκτες ήθελαν κουβανέζικα, όχι δομινικανά πούρα.

Δεν είναι τόσο οι οργανοληπτικές ποιότητες των προϊόντων αυτών που τα κάνει επιθυμητά, αλλά η τιμή τους, η μόδα, η αίσθηση του απαγορευμένου κλπ. Προσέξτε επίσης ότι και τα τρία ήταν αρχικά προϊόντα για τους φτωχούς, κάτι που ουδέποτε υπήρξαν τα «μεγάλα» γαλλικά κρασιά και ειδικά η σαμπάνια.

Η διαδικασία που εκτυλίσσεται εδώ περιγράφτηκε στην γενικότητά της από τον οικονομολόγο Θόρσταϊν Βέμπλεν στο βιβλίο του “The Theory of the Leisure Class” το 1899, ένα παρεξηγημένο βιβλίο. Σε αυτό εξηγεί βασικά το φαινόμενο του νεοπλουτισμού, με βάση τους νέους αστούς που προέκυψαν από την εκρηκτική ανάπτυξη της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης. Για αυτούς η αγορά και συσσώρευση ακριβών ειδών πολυτελείας (αυτά που τα λέμε status symbols σήμερα) σε ποσότητες μεγαλύτερες από αυτές που μπορούν να καταναλωθούν, είναι αναγκαίο χαρακτηριστικό για την κατοχύρωση της νέας ανώτερης ταξικής θέσης. «Νά, δείτε, μπορώ να αγοράσω χαβιάρι, να πιω σαμπάνια, να κατέχω ακριβά αυτοκίνητα, είμαι πλούσιος άρα ανώτερος από σας!». Η κατανάλωση δηλαδή ειδών πολυτελείας δεν είναι σύμμορφη με το νεοκλασικό οικονομικό μοντέλο που πιστεύει ότι τα άτομα καταναλώνουν, ώστε να επιτύχουν την ωφελιμιστική μεγιστοποίηση αναγκών τροφής, στέγασης κ.ο.κ. Η κατανάλωση ειδών πολυτελείας γίνεται για αμιγώς κοινωνικούς λόγους. Ο Βέμπλεν την ονόμασε «επιδεικτική κατανάλωση» (conspicuous consumption).

Το σημαντικό δεν είναι το να σου αρέσει το χαβιάρι ή να ξέρεις να καλοτρώς. Αυτό είναι κάτι που το μαθαίνεις και το συνηθίζεις – και αν όχι εσύ, τότε τα παιδιά σου. Το σημαντικό είναι να μπορείς να αγοράσεις το καλό φαγητό.

…και οι Σοσιαλιστές ακόμα περισσότερο…

Από όλα τα σχέδια για τα οποία ενδιαφέρθηκε προσωπικά ο Στάλιν, η σοβιετική σαμπάνια ήταν ένα από τα λίγα που είχαν ευτυχή κατάληξη. Η ιδέα που είχαν τότε για τον σοσιαλισμό ήταν αυτή της μετακαπιταλιστικής αφθονίας: με την γιγαντιαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πολύ σύντομα το σοσιαλιστικό στρατόπεδο θα γίνει ένας βιομηχανικός, καταναλωτικός παράδεισος. Σκεφτείτε ένα τεράστιο mall που όλα τα είδη είναι δωρεάν. Προφανώς το σχέδιο αυτό ήταν λάθος.

Στον καπιταλισμό, η επιδεικτική κατανάλωση σημαίνει την διαρκή κατασκευή προϊόντων επίδειξης. Οι ευγενείς είχαν χρυσοποίκιλτες άμαξες, οι νεόπλουτοι χρησιμοποίησαν αυτοκίνητα. Ο Φορντ ανακάλυψε τον τρόπο να δώσει αυτοκίνητα στην εργατική τάξη, μαζικοποιώντας την παραγωγή. Οι πλούσιοι, για να ξεχωρίζουν, άρχισαν να χρησιμοποιούν μεγάλα αυτοκίνητα. Σύντομα οι μεγάλοι κινητήρες έγιναν φτηνοί. Οι πλούσιοι άρχισαν να χρησιμοποιούν ακριβές μάρκες, ή ελικόπτερα και ιδιωτικά τζετ. Ο κύκλος συνεχίζει μεν, αλλά αυτό δεν είναι καλό. Η βιομηχανία είναι πάντα έτοιμη να μετατρέψει το σημερινό είδος πολυτελείας σε αυριανό είδος μαζικής κατανάλωσης, όργανο φαντασίωσης κοινωνικής ανόδου για τους αποκάτω. Στο μεταξύ νέα αντικείμενα επιδεικτικής κατανάλωσης προκύπτουν, νέες πηγές φαντασίωσης πυροδοτούν τα καταναλωτικά όνειρα όσων δεν είναι καλά-καλά σε θέση να επιβιώσουν.

Ο σοβιετικός σοσιαλισμός γρήγορα διαπίστωσε ότι προσπαθούσε απλώς να επιταχύνει την φυσιολογική για καπιταλισμό διαδικασία, να κάνει είδη μαζικής κατανάλωσης αυτά που ήταν είδη πολυτελείας στον καπιταλισμό. Δεν μπορούσε να το κάνει καλύτερα από τον καπιταλισμό. Ακόμα χειρότερα, η γρήγορη μαζικοποίηση των ειδών πολυτελείας μπορεί να αντιμετωπίζει όρια σε ορισμένες περιπτώσεις. Δεν υπάρχουν αρκετοί οξύρρυγχοι, ώστε όλοι να έχουμε την μερίδα χαβιαριού που μας αντιστοιχεί. Η τεράστια επέκταση του αυτοκινήτου σημαίνει αβίωτες πόλεις, μόλυνση, κολοσσιαία αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου.

Οι δυτικοί σοσιαλιστές, ήδη από τη δεκαετία του ’80, το κατάλαβαν, ίσως λόγω και των λαϊκών τους καταβολών. Δεν γίνεται όλοι να τρώμε χαβιάρι και να πίνουμε ακριβή σαμπάνια (όχι τη σοβιετική). Δεν γίνεται όλοι να τρώμε αστακομακαρονάδες, που ήταν το σύμβολο της ελληνικής σοσιαλιστικής ευμάρειας. Όντας έξυπνοι, εργατικοί και παρατηρητικοί, έμαθαν γρήγορα από τους συντηρητικούς συναδέλφους τους πολύτιμα μαθήματα ζωής, που τα εφάρμοσαν μέχρι κεραίας.

Σε μια κοινωνία δημοκρατική και σοσιαλιστική, λοιπόν, μόνο οι σοσιαλιστές και οι συντηρητικοί ευρωβουλευτές είναι αυτοί που μπορούν να ξέρουν πάντα πιο είδος χαβιαριού πάει με τη σαμπάνια που στραφταλίζει στο ποτήρι που τυχαίνει να κρατούν όταν κουβεντιάζουν χαλαρά με άλλους συναδέλφους, αλλά και τραπεζίτες, βιομηχάνους και λομπίστες, πάνω από έναν λιτό αλλά κομψό μπουφέ, μετά από μια μέρα έντασης και κούρασης, πάντα για το καλό των ευρωπαϊκών λαών.

Οι υπόλοιποι βολευτείτε, ανάλογα με τα εισοδήματά σας. Υπάρχει και το αυγοτάραχο Μεσολογγίου. Υπέροχο είναι. Και αν δεν έχετε για αυγοτάραχο, δεν πειράζει. Και ο ταραμάς του σούπερ μάρκετ, νοστιμότατος είναι…

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ακυρώθηκε, λόγω χιονοθύελλας, το 10% των πτήσεων στο Παρίσι

Βραζιλία: Κατηγορίες για απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Λούλα στον προκάτοχό του Ζαΐρ Μπολσονάρου

Κόντρα Δήμου Αθηναίων και υπουργείου Πολιτισμού για το βρώμικο σιντριβάνι στο Σύνταγμα

Σε αποχώρηση αναγκάστηκε ο Ματ Γκάετς-Δεν θα γίνει υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα