Η ζωή του Τζούλιαν Ασάνζ από το αν θα επιτραπεί στην Βρετανική κυβέρνηση να τον εκδώσει στις ΗΠΑ, καθώς οι δικαστικές οδοί προσφυγής τελειώνουν και πλέον προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που εκδοθεί, η αμερικανική δικαιοσύνη θα έχει την δυνατότητα να τον στείλει μέχρι και 175 χρόνια φυλακή στα αμερικάνικα γκουλαγκ, για το έγκλημα της αποκάλυψης των εγκλημάτων της Αυτοκρατορίας. Έχουν δοθεί διαβεβαιώσεις πως σε περίπτωση έκδοσής του, δεν θα εγκλειστεί σε κάποια από τα Supermax κολαστήρια των ΗΠΑ, φυλακές φτιαγμένες για να διαλύουν το μυαλό των κρατουμένων μια μόνιμη παραβίαση όλων των συμβάσεων εναντίον των βασανιστηρίων. Τίποτα όμως δεν δεσμεύει την υπερδύναμη – κατά συρροή παραβάτη διεθνών κανόνων και των ίδιων της των υποσχέσεων, μεταξύ άλλων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – και κανένας δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη πως δεν θα καταλήξει εκεί αργά ή γρήγορα.
Είναι παρήγορο πως μετά από στάση που κυμαινόταν από την συνενοχή στην δαιμονοποίηση του Ασάνζ, μέχρι την υποτίμηση της σημασίας του – τουλάχιστον από τα Αγγλοσαξωνικά μέσα – πέντε μεγάλες παγκόσμιες εφημερίδες αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να συμπαρασταθούν στον Ασάνζ και να ζητήσουν να μην εκδοθεί, εν ονόματι της ελευθερίας του τύπου επισημαίνοντας πως η δημοσιοποίηση δεν είναι έγκλημα.
Πρόκειται για τους New York Times, την βρετανική Guardian, τη γαλλική Le Monde, το γερμανικό Der Spiegel και την Ισπανική El Pais. Η έκκλησή τους για τον Ασάνζ ακολουθεί:
Η δημοσίευση δεν είναι έγκλημα: Η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να τερματίσει τη δίωξη του Τζούλιαν Ασάνζ για την δημοσίευση απόρρητων πληροφοριών.
Πριν από δώδεκα χρόνια, στις 28 Νοεμβρίου 2010, πέντε διεθνή μέσα ενημέρωσης – οι New York Times, η Guardian, η Le Monde, η El País και το Der Spiegel – δημοσίευσαν σε συνεργασία με το WikiLeaks μια σειρά αποκαλύψεων που έγιναν πρωτοσέλιδα σε όλο τον κόσμο.
Το “Cablegate“, ένα σύνολο 251.000 εμπιστευτικών τηλεγραφημάτων από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, αποκάλυπτε διεθνή διαφθορά, διπλωματικά σκάνδαλα και υποθέσεις κατασκοπείας σε όλον τον κόσμο.
Όπως έγραψαν οι New York Times, τα έγγραφα διηγούνταν “την ωμή ιστορία του πώς η κυβέρνηση λαμβάνει τις σημαντικότερες αποφάσεις της, τις αποφάσεις που κοστίζουν στη χώρα περισσότερο σε ζωές και χρήματα”. Ακόμη και σήμερα, το 2022, δημοσιογράφοι και ιστορικοί συνεχίζουν να δημοσιεύουν νέες αποκαλύψεις, αξιοποιώντας τον μοναδικό αυτόν θησαυρό εγγράφων.
Για τον Τζούλιαν Ασάνζ, εκδότη του WikiLeaks, η δημοσίευση του “Cablegate” και αρκετών άλλων σχετικών διαρροών είχε σοβαρότατες συνέπειες. Στις [11 Απριλίου] 2019, ο Ασάνζ συνελήφθη στο Λονδίνο βάσει ενός αμερικανικού εντάλματος σύλληψης και κρατείται εδώ και τριάμισι χρόνια σε βρετανική φυλακή υψηλής ασφαλείας που συνήθως χρησιμοποιείται για τρομοκράτες και μέλη ομάδων οργανωμένου εγκλήματος. Αντιμετωπίζει την έκδοσή του στις ΗΠΑ και ποινή κάθειρξης έως και 175 ετών σε αμερικανική φυλακή υψίστης ασφαλείας.
Η ομάδα αυτή συντακτών και εκδοτών, που όλοι είχαν συνεργαστεί με τον Ασάνζ, αισθάνθηκε την ανάγκη να επικρίνει δημόσια τη συμπεριφορά του το 2011, όταν δόθηκαν στη δημοσιότητα μη αντίγραφα των τηλεγραφημάτων χωρίς την απόκρυψη ονομάτων, και ορισμένοι από εμάς ανησυχούν για τους ισχυρισμούς του κατηγορητηρίου ότι επιχείρησε να βοηθήσει στην ηλεκτρονική διείσδυση σε απόρρητη βάση δεδομένων. Ενώνουμε όμως τώρα τη φωνή μας για να εκφράσουμε τις σοβαρές ανησυχίες μας σχετικά με τη συνεχιζόμενη δίωξη του Julian Assange για την απόκτηση και δημοσίευση διαβαθμισμένου υλικού.
Η κυβέρνηση Ομπάμα-Μπάιντεν, που ήταν στην εξουσία κατά τη διάρκεια της δημοσίευσης των WikiLeaks το 2010, απέφυγε να απαγγείλει κατηγορίες κατά του Ασάνζ, εξηγώντας ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να απαγγείλουν κατηγορίες και κατά δημοσιογράφων από μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Η θέση της προέτασσε την ελευθερία του Τύπου, παρά τις άβολες συνέπειές της. Υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο, η θέση αυτή άλλαξε. Το υπουργείο Δικαιοσύνης επικαλέστηκε έναν παλιό νόμο, τον νόμο περί κατασκοπείας του 1917 (που σχεδιάστηκε για τη δίωξη πιθανών κατασκόπων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), ο οποίος δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ για τη δίωξη ενός εκδότη ή ενός ραδιοτηλεοπτικού φορέα.
Το κατηγορητήριο αυτό δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο και απειλεί να υπονομεύσει την πρώτη τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ και την ελευθερία του Τύπου.
Η απόκτηση και αποκάλυψη ευαίσθητων πληροφοριών, όταν αυτό είναι απαραίτητο για το δημόσιο συμφέρον, αποτελεί βασικό μέρος της καθημερινής εργασίας των δημοσιογράφων. Εάν αυτή η εργασία ποινικοποιηθεί, ο δημόσιος λόγος και οι δημοκρατίες μας αποδυναμώνονται σημαντικά.
Δώδεκα χρόνια μετά τη δημοσίευση του “Cablegate”, είναι καιρός η κυβέρνηση των ΗΠΑ να τερματίσει τη δίωξη του Julian Assange για τη δημοσίευση απορρήτων πληροφοριών.
Η δημοσίευση δεν είναι έγκλημα.
Οι συντάκτες και οι εκδότες των:
- New York Times | The Guardian | Le Monde | Der Spiegel | El País
ΥΓ: Για την υποκρισία της Guardian στην περίπτωση του Ασάνζ έγραψε προχθές η Caitlin Johnstone:
Η συμμετοχή της Guardian στην επιστολή αυτή είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, δεδομένου του καθοδηγητικού ρόλου που το έντυπο αυτό έχει παίξει στην κατασκευή της δημόσια στήριξης για την καταδίωξή του εξ αρχής.
Αν η Guardian θέλει πραγματικά να βοηθήσει να σταματήσει η καταδίωξη του ηρωικού ιδρυτή των Wikileaks, ο καλύτερος τρόπος να το κάνει θα ήταν να ανακαλέσει τη λάσπη, την παραπληροφόρηση και τα ωμά ψεύδη, και να ζητήσει επίσημα συγγνώμη για την δημοσίευσή τους