Το ταξίδι του «δασκαλάκου της επαρχίας» Πέδρο Καστίγιο στην προεδρία του Περού δεν κράτησε πολύ. Μόλις ενάμιση χρόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας (ακριβώς 200 χρόνια από την ανεξαρτησία της χώρας) ο Πρόεδρος που φιλοδοξούσε η χώρα να κάνει μία προοδευτική στροφή, δεν άντεξε.
Παρασυρμένος από τα δικά του υπερφίαλα και επιπόλαια λάθη, αλλά κυρίως από τη λυσσώδη προσπάθεια της καθεστωτικής δεξιάς αντιπολίτευσης και της ολιγαρχίας στη Λίμα, ο Καστίγιο έκανε τη λάθος κίνηση σαν πρωτάρης. Το «σαχ» (στο σκάκι η άμεση απειλή εναντίον του βασιλιά) που επεχείρησε, προσπαθώντας να διαλύσει το Κοινοβούλιο, τον άφησε έκθετο επιτρέποντας στην αντιπολίτευση να τον καθαιρέσει και να τον συλλάβει ως ένοχο «συνταγματικού πραξικοπήματος».
Μετά τη σχεδόν συγχρονική καταδίκη της Κριστίνας Κίρχνερ στην Αργεντινή, την καταβύθιση της δημοφιλίας του Γκάμπριελ Μπόριτς στη Χιλή, η λατινοαμερικανική Αριστερά με την καθαίρεση του Καστίγιο δέχεται άλλο ένα καίριο πλήγμα, το οποίο θα επηρεάσει το νέο προοδευτικό μέτωπο στην ήπειρο μετά την εκλογή του Λούλα στη Βραζιλία.
Ο Καστίγιο, νοιώθοντας εγκαταλελειμμένος από υπουργούς και συντρόφους του μέσα στο κόμμα, (ο ίδιος είχε «φροντίσει» να διαρρήξει τις σχέσεις με τον Βλαδίμιρ Σερόν, τον άνθρωπο που ίδρυσε το κόμμα του και τον προώθησε στην εξουσία) ενώπιον της συζήτησης στο Κοινοβούλιο για την παραπομπή του σε πολιτική δίκη έκανε ένα απονενοημένο και βιαστικό εγχείρημα να διαλύσει το Σώμα. Αυτό έδωσε την αφορμή στις αντίπαλες δυνάμεις να μεθοδεύσουν εκείνο στο οποίο είχαν αποτύχει άλλες δύο φορές: να αποπέμψουν τον outsider Πρόεδρο που διεμβόλισε τις πολιτικές κάστες.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο χαρακτήρισε τον ελιγμό του Καστίγιο ως «πραξικόπημα», ο πρόεδρος αποπέμφθηκε και συνελήφθη. Στη θέση του ορκίσθηκε η αντιπρόεδρος Ντίνα Μπολουάρτε και έγινε η πρώτη γυναίκα κυβερνήτης στο Περού. Μία αντιπρόεδρος που ακριβώς πέρυσι τέτοιες μέρες δήλωνε πως «αν διώξουν τον Πρόεδρο εγώ θα φύγω μαζί του» και υπεράσπιζε την υπόληψη και την εικόνα του με νύχια και με δόντια.
Η περασμένη Τετάρτη (7/12) ήταν μία ιλιγγιώδης ημέρα στη Λίμα. Τα γεγονότα έτρεχαν με τέτοια ταχύτητα, που κανείς δεν μπορούσε να τα παρακολουθήσει. Η κίνηση του Καστίγιο να προκαταλάβει τη συζήτηση στο Κογκρέσο για την παραπομπή του για «ηθική ανικανότητα» έδωσε νομικά και συνταγματικά ερείσματα στο τρίτο και φαρμακερό εγχείρημα της αντιπολίτευσης. Ο Καστίγιο, ο οποίος ορκίστηκε τον Ιούλιο του 2021, μετά τη νίκη του απέναντι στην ακροδεξιά, Κέικο Φουχιμόρι στον δεύτερο γύρο των εκλογών, ακροβατούσε για πολλές εβδομάδες σε τεντωμένο σχοινί.
Η Εθνική Εισαγγελέας, Πατρίσια Μπεναβίδες από τα μέσα Οκτωβρίου είχε διατάξει δίωξη κατά του Προέδρου στο πλαίσιο έρευνας για την εμπλοκή του σε υποθέσεις διαφθοράς. Το τραγικό στην υπόθεση είναι πως μία ημέρα πριν τη συνεδρίαση του Κογκρέσου, οι αντίπαλοι του Καστίγιο δεν είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν τους 87 βουλευτές που ήταν απαραίτητοι για να ψηφίσουν υπέρ της απομάκρυνσης του προέδρου του Περού. Όμως με το λάθος του Καστίγιο να διατάξει το κλείσιμο του Κοινοβουλίου (επιχειρώντας να επαναλάβει το πραξικόπημα του Αλβέρτο Φουχιμόρι το 1992), να συστήσει κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης, να ανακατατάξει το δικαστικό σώμα και να εφαρμόσει απαγόρευση κυκλοφορίας, έδωσε τα απαραίτητα πολεμοφόδια στους αντιπάλους του. Εγκαταλελειμμένος και από το ίδιο του το κόμμα, το Peru Libre, την αστυνομία και τον στρατό, που αρνήθηκαν να συμπράξουν με τη διάλυση του Κοινοβουλίου και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ο Καστίγιο βρέθηκε αντιμέτωπος όχι μόνον με 87 αλλά με 101 ψήφους υπεραρκετές για να τον αποκαθηλώσουν.
Η πολιτική άγνοια του Καστίγιο είναι εμφανής στην κίνηση αυτή: αγνόησε τα πολιτικά συμφέροντα σε ένα κατακερματισμένο Κοινοβούλιο, με 13 κοινοβουλευτικές ομάδες, όπου όλοι θέλουν να διατηρήσουν τη βουλευτική τους έδρα και το status quo. Ο Καστίγιο είχε απωλέσει τη δεδηλωμένη της volonté générale του λαού του, ο οποίος είδε για μία φορά ακόμη την αποτυχία του αριστερού λαϊκισμού και της υπόσχεσης για μία pouvoir constituant στη διακυβέρνηση και τη λύση στο χρονίζον πρόβλημα της ακραίας φτώχειας.
Ο Καστίγιο (κάστρο στα ισπανικά) μοιάζοντας να είναι κλεισμένος στον «ελεφάντινο πύργο» της εξουσίας δεν διείδε τη χαμηλή εκτίμηση που έχαιρε πλέον στο εκλογικό σώμα, αλλά και στο ίδιο του το κόμμα και υπερτίμησε τις εξουσίες του. Η μοναξιά του Καστίγιο αποδείχθηκε στη σύλληψή του έξω από την πρωτεύουσα, σαν τη βασιλική οικογένεια της Γαλλίας στη Βαρέν.
Η διακυβέρνηση του Καστίγιο εξ αρχής αποδείχθηκε ένας αδύναμος κρίκος, ένα άθυρμα στις εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες του κυβερνάν. Η πολιτική του απειρία τον έκανε να αυτοσχεδιάζει με οικτρό τρόπο. Διόρισε μέσα στον ενάμιση τούτο χρόνο ούτε λίγο, ούτε πολύ 80 υπουργούς και άλλαξε το υπουργικό συμβούλιο πέντε φορές. Έφερε στο Κοινοβούλιο, νόμους οπισθοδρομικούς «για τα κοινωνικά δικαιώματα», όπως κατήγγειλαν οι Συνήγοροι του Πολίτη. Οι κατηγορίες για διαφθορά σε βάρος του οικογενειακού του κύκλου και εναντίον του ίδιου αυξάνονταν και έπαιρναν αδρή και πειστική μορφή όσο περνούσε ο καιρός. Το δικαστικό σύστημα από καιρό είχε αρχίσει να ερευνά τις υποψίες για παράνομο πλουτισμό του προέδρου α λα Κίρχνερ στην Αργεντινή, δηλαδή με μίζες από την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, υπόθεση για την οποία ερευνάται και ο υπουργός Μεταφορών, Χουάν Σίλβα.
Από την άλλη, η πτώση του Καστίγιο δεν πρόκειται να λύσει τα σοβαρά προβλήματα που μαστίζουν τη χώρα. Εξάλλου κανένας από τους πέντε Προέδρους τα τελευταία πέντε χρόνια δεν κατόρθωσε να τα αντιμετωπίσει. Εφεξής ανοίγει ένας δαντικός κύκλος της κολάσεως, όπου θα διευρύνει την πολιτική και κοινωνική άβυσσο στο απροστάτευτο Περού. Τις μεγαλύτερες συνέπειες θα τις δεχθεί εν γένει η αριστερή παράταξη, η οποία στήριξε σύμπασα τον Καστίγιο και πλέον διασύρεται και απονομιμοποιείται στη συνείδηση του κόσμου. Οι εσωτερικές διαμάχες εντός του κυβερνώντος κόμματος και, κυρίως, το βρώμικο παιχνίδι της δεξιάς παράταξης της Φουχιμόρι, που επιθυμεί να επιστρέψει στην εξουσία πάση θυσία. Αφήνει τη χώρα έρμαιο για άλλη μια φορά στο πολιτικό κυνήγι μαγισσών και την παραδίδει στο κοινωνικό κεφάλαιο των ελίτ και όχι της κοινωνίας των πολιτών.