«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος αποφασίζει να ‘βιάσει’ μια αθώα παιδική ψυχή και να τη γεμίσει με μίσος και πόνο, γιατί οι χαραγματιές που αφήνει μένουν εκεί, για πάντα και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα, φτιάχνουν έναν άνθρωπο που πρέπει να κάνει την δύσκολη επιλογή ποιο μονοπάτι θα ακολουθήσει, τι επιλογές θα κάνει, πως θα διαχειριστεί την βία που υπέστη»…
Τα λόγια της ηθοποιού και σκηνοθέτριας Μαίρης Ανδρέου στο Κοσμοδρόμιο στοχεύουν στη ρίζα του προβλήματος, στην καρδιά του κτήνους της παιδικής κακοποίησης.
Δεν είναι μόνο το βίαιο συναπάντημα με τη χυδαιότητα, ο οριστικός εξοβελισμός ενός παιδιού από τον κόσμο της αθωότητας· είναι και το βάρος, η χαίνουσα πληγή της μετέπειτα πορείας του θύματος που δεν λέει να κλείσει.
Αφορμή για αυτές τις σκέψεις και το επακόλουθο ρεπορτάζ θα μπορούσε να είναι το ανέβασμα της παράστασης «Πουπουλένιος», του Μάρτιν ΜακΝτόνα (Martin McDonagh) από το ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία της Μαίρης Ανδρέου. Ενός έργου «τρυφερού» και «σκληρού», μα απόλυτα αληθινού.
Όμως, όχι. Αφετηρία αυτού του σημειώματος ήταν οι πρόσφατες καταγγελίες και οι αποκαλύψεις γύρω από την «Κιβωτό του Κόσμου» και τη δράση του πατέρα Αντώνιου. Μια δράση που, όπως όλα δείχνουν, έμενε καλά κρυμμένη, για χρόνια έχοντας ως στυλοβάτες τη μιντιακή πανοπλία του πατέρα, μα και την ανάθεση του κρίσιμου ζητήματος της παιδικής προστασίας από το κράτος στους ιδιώτες. Θεάρεστους και μη.
Στο πλαίσιο αυτό, κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικές οι παρεμβάσεις ανθρώπων, όπως ο κ. Γιώργος Νικολαΐδης που έθεσαν το ζήτημα στην πραγματική του διάσταση.
Σύμφωνα με πρόσφατη παρέμβασή του στην εφημερίδα «Πελοπόννησος», ο ψυχίατρος και διευθυντής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού υποστήριξε ότι πρέπει να υπάρξει μια εθνική στρατηγική για αποϊδρυματοποίηση, που να θέτει συγκεκριμένα και δεσμευτικά χρονικά ορόσημα, μετά τα οποία όλα τα ιδρύματα θα κλείσουν και κανένα παιδί, ήδη τραυματισμένο δεν θα οδηγείται ώστε να θυματοποιηθεί ξανά για το καλό του. Λένε ότι «θα μπουν ελεγκτικοί μηχανισμοί (σε όλα τα ιδρύματα) ανεξαιρέτως, ακούμε, λες κι είναι δυνατόν κάποιος απ’ έξω να ελέγχει τη ζωή ενός ιδρύματος 24 ώρες το 24ωρο», σχολίασε δεικτικά.
Αυτή τη στιγμή, πανελλαδικά, 82 δομές, ιδιωτικές και εκκλησιαστικές, βρίσκονται σε λειτουργία, ενώ κανείς δεν είναι σε θέση να πει ποιες λειτουργούν σωστά, επεσήμανε σε ρεπορτάζ της στα τέλη Νοεμβρίου η εφημερίδα «Δημοκρατία», σημειώνοντας παράλληλα ότι ευρωπαϊκά κονδύλια ύψους 15 εκατομμυρίων ευρώ κατευθύνθηκαν απευθείας στις δομές και όχι στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις του συστήματος. Εδώ, να σημειωθεί ότι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, μόλις το ¼ των ιδρυμάτων που υπάρχουν στη χώρα ανήκουν στο δημόσιο και είναι, σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη, ως επί τω πλείστων ιδιωτικού δικαίου, εκ των οποίων οι περισσότερες κλίνες που προσφέρονται, είναι από δυο- τρεις μεγάλους μη κυβερνητικούς παρόχους, π.χ. «Το χαμόγελο του παιδιού» και η «Κιβωτός».
Πρόκειται για μια βαθιά κακοποιητική συνθήκη για τα παιδιά, υποστηρίζει με τη σειρά της η Αγγελική Ρουμελιώτου, κοινωνική λειτουργός, επιμελήτρια ανηλίκων και υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας, μιλώντας στην «Πελοπόννησο» για τη λειτουργία των ιδρυματικών δομών . «(…) Ιδιαίτερα δε για τα παιδιά 0-5 ετών η εισαγωγή σε ιδρυματικό πλαίσιο θα έπρεπε να απαγορεύεται. Για τα δε παιδιά που ήδη έχουν βρεθεί σε ιδρυματικές δομές, έχουμε πολλάκις απευθύνει έκκληση στους αρμόδιους να θεσμοθετήσουν την επανένωση με την οικογένεια τους, αν υπάρχουν ώριμες προϋποθέσεις, ή διαφορετικά την τοποθέτηση σε ανάδοχη οικογένεια ή τη στήριξη της τεκνοθεσίας, και μάλιστα ως μοναδικών εναλλακτικών μορφών παιδικής προστασίας».
Τώρα, ίσως σκεφτείτε: οι επιστήμονες μιλούν, συγκεκριμένα και τεκμηριωμένα, οι αρμόδιες υπηρεσίες, οι κρατικοί φορείς, η ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου, τι ακριβώς κάνουν;
Απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα έδωσε και πάλι ο κ. Νικολαΐδης, σύμφωνα με τον οποίο: «(…)Τα τελευταία χρόνια, τόσο από αυτή όσο και από την προηγούμενη κυβέρνηση, υπάρχει μια μεγάλη ρητορική επίκληση της αποϊδρυματοποίησης, αλλά στην πράξη δεν έχει γίνει κάτι. Την ίδια στιγμή που η υφυπουργός- σ.σ. κ. Μιχαηλίδου- κάνει δηλώσεις ότι τα ιδρύματα είναι κακοποιητικά και πρέπει να γίνει αποϊδρυματοποίηση, είχε δημοσιεύσει μια ΚΥΑ που αφορούσε τις προδιαγραφές λειτουργίας των ιδρυμάτων, σαν να είναι βέβαιη η πολιτεία ότι τα ιδρύματα θα μακροημερεύσουν και άρα θα πρέπει να εισάγουμε ένα κανονιστικό πλαίσιο για αυτά».
Ωστόσο, πέραν του ρητορικού επιπέδου, των επισημάνσεων των επιστημόνων και των «μεταρρυθμιστικών» εξαγγελιών των εκάστοτε κυβερνώντων, υπάρχει και η πραγματικότητα. Η καθημερινότητα ενός παιδιού, ακόμη κι ενός βρέφους στα οριοθετημένα πλαίσια μιας δομής φιλοξενίας.
Τι σημαίνει, δηλαδή «παιδί σε ίδρυμα», τι επιπτώσεις έχει το μεγάλωμα ενός νεογνού ή και ενός βρέφους εντός ενός ιδρύματος, στην ανάπτυξη του; Υπάρχει ο κίνδυνος μη αναστρέψιμων βλαβών που μπορούν να καθορίσουν την μετέπειτα ζωή του;
Η απάντηση, δυστυχώς, είναι θετική. «Ειδικά στα νεογνά και στα βρέφη», εξηγεί ο κ. Νικολαΐδης, «ο εγκέφαλος αναπτύσσεται από τα ερεθίσματα που παίρνει από το περιβάλλον του». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι τα μωρά που ζουν σε ιδρυματικά πλαίσια και δέχονται τη φροντίδα ενός εναλλασσόμενου, μη σταθερού προσωπικού, λόγω των βαρδιών· και που η φροντίδα που λαμβάνουν δεν γίνεται εξατομικευμένα, βάσει των αναγκών κάθε παιδιού, αλλά με γνώμονα το ωρολόγιο πρόγραμμα του ιδρύματος, αποτελούν παράγοντες που δύνανται να προκαλέσουν «μη αναστρέψιμες βλάβες στον εγκέφαλο».
Ακόμη χειρότερα, αν το παιδί βρεθεί στις αίθουσες αναμονής των παιδιατρικών νοσοκομείων, ακόμη μιας ελληνικής πρωτοτυπίας που αποδεικνύει τον κακοποιητικό χαρακτήρα του λεγόμενου «συστήματος παιδικής προστασίας» στη χώρα μας. «Προκλητικά υπέρογκα ποσά (…) σε κατευθύνσεις που ευαγγελίζονται φιλανθρωπία, ενώ τελικά, τραυματισμένα παιδιά καταλήγουν σε νοσοκομεία και ιδρύματα», λέει η Ζωή Σακκούλη, κοινωνική λειτουργός και πρόεδρος του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Δυτικής Ελλάδας.[Πελοπόννησος, 27/11/2022]
Οι δηλώσεις της κυρίας Σακκούλη δημοσιεύθηκαν την ίδια ημέρα που η ιστοσελίδα «The Manifold» έκανε γνωστή την ιστορία ενός επτάχρονου αγοριού που βιάστηκε από έναν δεκατετράχρονο, κατά τη διάρκεια παραμονής του στο Νοσοκομείο Παίδων, ενόσω ανέμενε τη μεταφορά του σε ίδρυμα. Ένα φρικιαστικό συμβάν, υπό το βλέμμα του κράτους κι ένας διαρκής βασανισμός του παιδιού και της (προβληματικής, σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές) οικογένειάς του, από την πρόνοια, την αστυνομία και την εισαγγελία που αναδεικνύει εύληπτα την πολύπλευρη κακοποίηση αυτών των ψυχών.
Υπάρχουν λύσεις;
Σαφώς και υπάρχουν. Όχι εύκολες, αλλά υπάρχουν. Για τον λόγο αυτό επικοινωνήσαμε με την Βούλα Πολίτη, ψυχολόγο, μέλος του Τμήματος Υγείας-Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Προηγουμένως, η κυρία Πολίτη είχε αρθρογραφήσει σχετικά με το θέμα, σχολιάζοντας εκτός των άλλων και τη λύση της επαγγελματικής αναδοχής που κέρδισε έδαφος στη δημόσια συζήτηση, έπειτα από τις καταγγελίες για την «Κιβωτό». Για την κυρία Πολίτη: «Η αποποίηση της ευθύνης του κράτους στον τομέα αυτό κορυφώνεται με το θεσμό της επαγγελματικής αναδοχής, μιας πρακτικής που εκμισθώνει ‘γονείς’ ώστε να δέχονται επί 24ώρου βάσεως ακόμα και 5 παιδιά στο σπίτι τους, μιας πρακτικής που η διεθνής εμπειρία από την εφαρμογή της δείχνει ότι μόνο προς το συμφέρον των παιδιών δε λειτουργεί».
Η ρίζα του προβλήματος, υποστηρίζει η ίδια βρίσκεται στον θανατηφόρο συνδυασμό της φτώχειας με την ατομική ευθύνη. Η τελευταία αποτελεί ένα αφήγημα που αφήνει έξω από το κάδρο της συζήτησης τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γονείς, ώστε, μόνοι τους, να αναθρέψουν τα παιδιά τους, χωρίς κανένα σχέδιο από την πλευρά της πολιτείας για την παιδική προστασία σε επίπεδο πρόληψης και γειτονιάς.
Ένας ενιαίος, κρατικός φορέας παιδικής προστασίας με ανάπτυξη σύγχρονων δομών βραχυχρόνιας φιλοξενίας, για όσα παιδιά χρειάζεται να τοποθετηθούν σε δομή, θα μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα, από κοινού με την ουσιαστική στήριξη και προώθηση των θεσμών της τεκνοθεσίας και αναδοχής, υποστηρίζει η κυρία Πολίτη.
Ωστόσο, μήπως αποτελεί πανάκεια ότι το κράτος μπορεί να είναι πανταχού παρόν και να επιλύει τα πάντα, ρωτώ την ίδια. «Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις ότι το συγκεκριμένο κράτος μπορεί να παρέχει ουσιαστική παιδική προστασία», απαντά η συνομιλήτρια μου, τονίζοντας ακόμη πως το αίτημα αυτό αποτελεί την αφετηρία, όχι τόσο με την έννοια του κράτους, αλλά του ενιαίου φορέα. «Υπάρχει χαοτικός κατακερματισμός». Η παιδική προστασία «πρέπει να είναι ευθύνη ενός ενιαίου κρατικού φορέα».
Τη ρωτώ ακόμη αν μπορεί να διασφαλιστεί ότι αυτός ο ενιαίος κρατικός φορέας δεν θα μπορούσε να αποτελέσει κακοποιητικό περιβάλλον για ένα παιδί, όσο διάστημα αυτό βρεθεί υπό την ευθύνη του. Σημείο κλειδί, επισημαίνει η κυρία Πολίτη είναι ο εκσυγχρονισμός των κρατικών δομών φιλοξενίας, καθώς οι υπάρχουσες δομές είναι στημένες με «παλαιότερη λογική επιστημονικών δεδομένων που δεν καλύπτουν τις ανάγκες των παιδιών σήμερα».
Τη δική του οπτική γύρω από την επαγγελματική αναδοχή έχει καταθέσει και ο κ. Νικολαΐδης , υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχει θεσμός που να είναι πανάκεια, ούτε θεσμός που να μην έχει παραδείγματα δυσλειτουργίας. Το θέμα είναι ποιος θεσμός δίνει μικρότερες πιθανότητες κακοποίησης. Ξέρουμε ότι αν στη φυσική οικογένεια υπάρχουν οι x πιθανότητες να κακοποιηθεί ένα παιδί, στην ανάδοχη αυτές είναι τριπλάσιες και στην περίπτωση του ιδρύματος οι εκατονταπλάσιες. Οπότε είναι πολύ πιο προστατευτικό για το παιδί να πάει σε μια ανάδοχη οικογένεια, απ’ ό,τι σε ένα ίδρυμα. Δεύτερον, η τοποθέτηση σε μια ανάδοχη οικογένεια από το σύστημα, δεν σημαίνει ότι μετά το αφήνει εκεί και το ξεχνάει».
Ποιος ο ρόλος των εκπαιδευτικών;
Μία ακόμη παράμετρος που πρέπει να εξεταστεί είναι εκείνη του σχολείου.
Τι συμβαίνει όταν ένα παιδί βρίσκεται μεταξύ δομής και αναδοχής; Ποιος ο αντίκτυπος στη μόρφωσή του; Πότε ένας εκπαιδευτικός πρέπει να χτυπήσει καμπανάκι ότι κάτι δεν πάει καλά;
«Στα τρία χρόνια που βρέθηκα σε δημόσιο σχολείο του Φιλύρου Θεσσαλονίκης, είχα την ευκαιρία να έρθω σε επαφή, αλλά και να διδάξω σε παιδιά που φιλοξενούνταν στα παιδικά χωρία SOS», λέει στο Κοσμοδρόμιο η Μ.Χ, εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. «Τα παιδιά ήταν διαφόρων ηλικιών, οι οποίες αρκετές φορές ήταν ανακόλουθες με την τάξη που φοιτούσαν, έφηβοι για παράδειγμα που παρακολουθούσαν την Ε’ δημοτικού».
Η Μ.Χ, αναφέρεται κυρίως σε παιδιά Ρομά που είχαν απομακρυνθεί από τις οικογένειές τους για διάφορους λόγους. Κάποια από αυτά είχαν πάει και σε ανάδοχες οικογένειες για κάποιο διάστημα.
Τη ρωτώ σχετικά με την παρουσία τους στο σχολείο και τη σχέση τους με τα υπόλοιπα μέλη της σχολικής κοινότητας. «Ήταν γενικά αποδεκτή η παρουσία τους και στην τοπική και στη σχολική κοινότητα, αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν υπήρχε ενσωμάτωση. Στα διαλείμματα, κατά κύριο λόγο, έκαναν παρέα μόνο μεταξύ τους και η συμμετοχή τους σε σχολικές δράσεις ήταν σπάνια. Τα περισσότερα, αν όχι όλα, είχαν μαθησιακές δυσκολίες και παρακολουθούσαν το τμήμα ένταξης».
Ωστόσο, στην περίπτωση αυτών των παιδιών το μαθησιακό μπαίνει, λόγω των συνθηκών, σε δεύτερη μοίρα, μιας και το κύριο (κι αν θέλετε τη γνώμη του γράφοντος, απόλυτα λογικό) μέλημά τους ήταν να βρίσκονται εκτός της δομής. «Παρόλο που τα τυπικά βήματα γίνονταν (κανονική φοίτηση, παρακολούθηση τμήματος ένταξης) το μέλημα των παιδιών δεν ήταν πώς θα πάνε στο γνωστικό κομμάτι. Αυτό που ενδιέφερε τα παιδιά ήταν να βρίσκονται εκτός της δομής που ζούσαν το υπόλοιπο της μέρας τους. Να είναι σε ένα πλαίσιο διαφορετικό, ακόμη κι αν δεν υπήρχε όφελος στο εκπαιδευτικό κομμάτι. Τα κίνητρα για μάθηση ήταν ελάχιστα», με τη συμπεριφορά τους μέσα στην τάξη να δηλώνει ξεκάθαρα «ότι αυτό που ζητούσαν από την εκπαιδευτική διαδικασία ήταν απλά η αίσθηση τού ανήκειν στο ευρύτερο σύνολο».
Η μαρτυρία της Μ.Χ είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι το σχολείο (πρέπει να) είναι το δεύτερο σπίτι, το καταφύγιο για παιδιά και έφηβους. Έτσι, ζήτησα από τη συνομιλήτριά μου να συζητήσουμε και την περίπτωση που ο εκπαιδευτικός αντιληφθεί ότι κάτι τρέχει με έναν από τους μαθητές του. Τι κάνει; Πότε ένας εκπαιδευτικός οφείλει να χτυπήσει καμπανάκι;
«Σαν εκπαιδευτικοί μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τις κοινωνικές υπηρεσίες, αν αντιληφθούμε ότι συμβαίνει κάτι στο οικογενειακό περιβάλλον ενός παιδιού. Τα πιο συχνά περιστατικά για τα οποία επικοινωνούμε, αφορούν την ελλιπή φοίτηση».
Κι αν αφορά κάτι ακόμη πιο σοβαρό, όπως η κακοποίηση, ρωτώ ξανά. «Όταν υποψιαζόμαστε σωματική κακοποίηση η διαδικασία είναι ως εξής: αν υπάρχουν εμφανή σημάδια κακοποίησης (π.χ. μώλωπες) επικοινωνούμε απευθείας με την αστυνομία ανηλίκων. Έχει συμβεί τέτοιο περιστατικό στο σχολείο μου, όπου είδαμε πολλαπλούς μώλωπες σε παιδάκι Α’ δημοτικού επανειλημμένα, ειδοποιήσαμε την αστυνομία κι έγιναν οι σχετικές διαδικασίες. Αν δεν υπάρχουν εμφανή σημάδια, τότε επικοινωνούμε με τις κοινωνικές υπηρεσίες. Η εμπειρία μου στα σχολεία έχει δείξει ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί δεν αποφασίζουν εύκολα να κινήσουν τέτοιες διαδικασίες». Τη ρωτώ γιατί πιστεύει πως υπάρχει αυτή η διστακτικότητα κι οι περισσότεροι νιώθουν άβολα; Έχει να κάνει με το βάρος της ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης; Η απάντηση ήταν καταφατική, ενώ ρόλο, ίσως διαδραματίζει και το γεγονός πως μετά τη παρέμβαση των κοινωνικών υπηρεσιών η μέχρι τώρα εμπειρία της Μ.Χ. αποδεικνύει πως η γνώμη του εκπαιδευτικού δεν συνυπολογίζεται στο τελικό αποτέλεσμα (αφαίρεση κηδεμονίας).
Θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των διδασκόντων; Δεν το γνωρίζω. Υπάρχουν άλλοι, αρμοδιότεροι εμού να απαντήσουν. Εκείνο που γνωρίζω όμως, είναι ότι η περίπτωση της «Κιβωτού» δεν αποτελεί, παρά μια μικρής έκτασης ιστορία, μέσα στα πλαίσια της κύριας αφήγησης. Αυτό, στη λογοτεχνία, όπως θύμιζε σε πρόσφατο άρθρο της η Αιμιλία Καραλή, ονομάζεται κατά σατανική σύμπτωση: εγκιβωτισμός.
Πράγματι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ο καταιγισμός των “αποκαλύψεων” για τη διαβίωση των παιδιών στις δομές και για τα τεράστια και ανέλεγκτα ποσά που διαχειρίζονταν οι ιδρυτές τους, δεν αποτελεί την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα του συστήματος παιδικής προστασίας στη χώρα. Με το κράτος να αποποιείται των ευθυνών του και μεγαλόσχημους παράγοντες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου να χτίζουν το κοινωνικό τους προφίλ μέσα από τα παιδιά.
Και τα παιδιά; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε.