Ένας 39χρονος Έλληνας υπήκοος, ρωσικής καταγωγής, φέρεται να λειτουργούσε για πολλά χρόνια ως κατάσκοπος της ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών GRU εις βάρος της Αυστρίας, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Εσωτερικών της χώρας.
Πρόκειται για γιο ενός πρώην υπαλλήλου των υπηρεσιών πληροφοριών της Ρωσίας, ο οποίος υπηρέτησε στη Γερμανία και την Αυστρία ως διπλωμάτης κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του.
Ο 39χρονος ύποπτος αυτή τη στιγμή βρίσκεται ακόμη ελεύθερος, αλλά αντιμέτωπος με ποινή φυλάκισης από έξι μήνες έως πέντε χρόνια όπως ορίζει ο αυστριακός ποινικός κώδικας για αποδεδειγμένη υποστήριξη μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών εις βάρος της χώρας.
Σύμφωνα με πληροφορίες της αυστριακής εφημερίδας Kronen Zeitung, ο 39χρονος εργαζόταν για την τοπική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών Glavnoye Rasvedywatelnoye Uprawleniye (GRU) μετά από ειδική στρατιωτική εκπαίδευση στη Ρωσία. Ως εκ τούτου, βρισκόταν σε επαφή με διπλωμάτες και αξιωματούχους πληροφοριών από διάφορες χώρες. Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών, είχε επισκεφθεί τη Μόσχα λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής εισβολής των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία.
«Υπάρχει η υποψία ότι χρησιμοποιήθηκε ως πηγή πληροφοριών για την εξωτερική πολιτική, την κοινωνία στο σύνολό της και την πολιτική ασφάλειας της χώρας» ανέφερε σε ανακοίνωσή του το αυστριακό υπουργείο Εξωτερικών, τονίζοντας ότι παρότι εμφανιζόταν ως άνεργος και λάμβανε κοινωνικό επίδομα, είχε πραγματοποιήσει από το 2018 έως τις αρχές του 2022 ταξίδια σε 65 ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στην Ρωσία, τη Λευκορωσία και την Τουρκία και τη Γεωργία και διέθετε αρκετά ακίνητα στη Βιέννη, τη Μόσχα και την Αθήνα.
Παράλληλα, σύμφωνα με πληροφορίες, εντοπίστηκαν τοποθεσίες στην πόλη της Βιέννης που ο ύποπτος χρησιμοποιούσε για την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις οποίες φέρεται να συνδέεται στενά και διπλωματικό προσωπικό της Μόσχας.
Κατά τη διάρκεια έρευνας της ειδικής αντιτρομοκρατικής ομάδας Cobra στα ακίνητα του υπόπτου στη Βιέννη, κατασχέθηκαν ένας ανιχνευτής σήματος, μια στολή προστασίας από θραύσματα καθώς και κινητά τηλέφωνα, φορητοί υπολογιστές και tablet, στα οποία αξιολογήθηκαν συνολικά δέκα εκατομμύρια αρχεία.
Με πληροφορίες από www.derstandard.at