Του Κώστα Ράπτη, αναδημοσίευση από τον ιστότοπο Capital.gr
Όταν τον Απρίλιο του 2005 ο κατά κόσμον Γιόζεφ Ράτσινγκερ εξελέγη Πάπας ήταν ήδη 78 ετών, είχε δηλ. ξεπεράσει κατά τρία χρόνια το όριο ηλικίας στο οποίο οι Καθολικοί επίσκοποι οφείλουν να υποβάλλουν την παραίτησή τους. Η δική του δεν είχε γίνει δεκτή, διότι ο πολωνικής καταγωγής γηραιός Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β’ ήταν απολύτως εξαρτημένος από τις υπηρεσίες του, σε σημείο ώστε πολλοί να μιλούν για συνεργατική «παποσύνη Βοϊτίλα-Ράτσινγκερ».
Στο κονκλάβιο που συνεκλήθη με τη συμμετοχή 115 εκλεκτόρων, μόνο ο προεδρεύων Γερμανός καρδινάλιος και ο Αμερικανός συνάδελφός του Ουίλιαμ Μπάουμ, είχαν ορισθεί μέλη του «Ιερού Κολλεγίου» πριν αρχίσει η 27ετής περίοδος Βοϊτίλα. Εν μέσω συρροής πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών από όλο τον κόσμο για την κηδεία του Πάπα και ιαχών του πλήθους για άμεση αγιοποίηση του εκλιπόντος (Santo subito!) η ζήτηση για μία επιλογή συνέχειας ήταν μεγάλη. Η εκλογή του διαδόχου χρειάστηκε μόνο τέσσερις ψηφοφορίες. Παρότι οι εκλέκτορες είχαν ορκισθεί, όπως σε κάθε κονκλάβιο, να τηρήσουν αυστηρά το απόρρητο της διαδικασίας, ορισμένες πληροφορίες που διέρρευσαν εκ των υστέρων φέρουν την φιλελεύθερη μερίδα των καρδιναλίων (που συνήθιζε να δίνει τις τακτικές συναντήσεις της στο St. Galen της Ελβετίας) να έχει επιχειρήσει την ανατροπή, προβάλλοντας την υποψηφιότητα του αρχιεπισκόπου Μπουένος Άιρες, Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο. Οι ίδιες ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες θέλουν τον Αργεντινό καρδινάλιο να έχει εντέλει υποχωρήσει, καλώντας τους υποστηρικτές του να προτιμήσουν τον Ράτσινγκερ.
Ο νέος Πάπας βρισκόταν στον αντίποδα του «μιντιακού» προκατόχου του, η δε γερμανική καταγωγή του προκαλούσε αντανακλαστικά επιφύλαξης. Ωστόσο, μετά από 24 χρόνια στη Ρώμη ως επικεφαλής της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστεως (που παλιότερα ήταν γνωστή ως Sant’ Ufficio και ακόμη παλαιότερα ως Ιερά Εξέταση) ο Ράτσινγκερ είχε αρκούντως «ιταλοποιηθεί» και ο ισχυρότερος υποστηρικτής του ήταν ο πρόεδρος της Ιταλικής Επισκοπικής Συνέλευσης, καρδινάλιος Καμίλο Ρουίνι, ήτοι ο πολιτικός εγκέφαλος της διαφύλαξης του ρόλου της Εκκλησίας στον δημόσιο βίο της Ιταλίας, μετά την έκλειψη της Χριστιανοδημοκρατίας.
Λαμβάνοντας το όνομα Βενέδικτος ΙΣτ’, ο Γιόζεφ Ράτσινγκερ κατέστησε σαφέστατες τις προτεραιότητές του: ακολουθώντας τα βήματα του αγίου Βενεδίκτου, προστάτη της Γηραιάς Ηπείρου, και του Πάπα Βενεδίκτου ΙΕ’, ο οποίος διεκτραγωδούσε την αλληλοσφαγή των Ευρωπαίων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο νέος ποντίφικας φιλοδοξούσε να διατηρήσει χριστιανική την Ευρώπη και πνευματικά ευρωπαϊκή την Χριστιανοσύνη.
Πρόσφατο ήταν, άλλωστε, το επεισόδιο της αποτυχίας συμπερίληψης της αναφοράς των χριστιανικών ριζών της Ευρώπης στο προοίμιο του Ευρωσυντάγματος, καθώς και η απόρριψη του προτεινόμενου επιτρόπου της Κομισιόν, Ρόκκο Μπουτιλιόνε, λόγω της αφοσίωσής του στην παραδοσιακή Καθολική διδασκαλία περί ηθών.
Στον απόηχο της σαρωτικής παποσύνης Βοϊτίλα, η οποία πιστωνόταν με την καταλυτική υπονόμευση του «ανατολικού μπλοκ», αλλά και με την καταστολή (μερίμνη πρωτίστως του Ράτσινγκερ) της λατινοαμερικανικής «θεολογίας της απελευθέρωσης», ο διεθνής ρόλος της Καθολικής Εκκλησίας αποτελούσε πλέον ένα αίνιγμα. Η προσδοκία ότι ο καθολικισμός θα αναδεικνυόταν (χάρη και στη διαρκή αύξηση του αριθμού των ισπανοφώνων στις ΗΠΑ) σε κυρίαρχο δόγμα της αμερικανικής αυτοκρατορίας δεν επαληθεύτηκε. Μετά τον «κοινό θρίαμβο επί του κομμουνισμού» οι σχέσεις Ρώμης-Ουάσιγκτον ήσαν περίπλοκες και αμήχανες. Η Αγία Έδρα αποδοκίμασε την εισβολή στο Ιράκ το 2003 (με τον καρδινάλιο Ράτσινγκερ να δηλώνει χαρακτηριστικά ότι «η έννοια του προληπτικού πολέμου δεν περιλαμβάνεται στην Κατήχηση»), ενώ στην αμερικανική κοινωνία το κύρος της Εκκλησίας καταρρακώθηκε λόγω του σκανδάλου κακοποίησης ανηλίκων που ξέσπασε το 2002 στην Βοστώνη. Την ίδια στιγμή, η κατεξοχήν «ρωμαιοκαθολική ήπειρος», η Λατινική Αμερική, γινόταν πεδίο μαζικής θρησκευτικής μεταστροφής, με τους εκ του Βορρά ευαγγελικούς να κατακτούν τις παραγκουπόλεις και όχι μόνο.
Επιπλέον, η διαφύλαξη της προνομιακής θέσης της Εκκλησίας σε μιαν Ευρώπη που εκκοσμικευόταν ραγδαία και παραδιδόταν σε ό,τι ο ποντίφικας αποκαλούσε «δικτατορία του σχετικισμού», φάνταζε μάχη οπισθοφυλακής. Διόλου τυχαία, ο πάπας Βενέδικτος ανακαλούσε την παραβολή του «κόκκου σινάπεως», υπονοώντας ότι για τους Χριστιανούς στη σύγχρονη Δύση εναπόκειται ο ρόλος δυναμικής μειοψηφίας.
Παράλληλα ως αναθρεμμένος με τους αρχαίους κλασικούς Γερμανός πρώην πανεπιστημιακός ο Ράτσιγκνερ επέμενε ιδιαίτερα στη γείωση της πίστης στον ορθό λόγο και την ελληνική πνευματική κληρονομιά, σε μιαν εποχή όπου στην διεθνή «αγορά των θρησκευτικών ιδεών» κέρδιζαν έδαφος κάθε είδους «χαρισματικές» τάσεις. Το σκάνδαλο της υποτιμητικής αναφοράς του στο Ισλάμ και τον Μωάμεθ, κατά τη διάρκεια διάλεξής του στο Ρέγκενσμπουργκ το 2006, προέκυψε ακριβώς από την προσπάθειά του να υποστηρίξει ότι διαχωρισμένη από τον ορθό λόγο η πίστη κινδυνεύει να καταλήξει στη βία.
Είναι σε αυτά τα πεδία που έγκειται η πραγματική αποτυχία του πάπα Ράτσιγνκερ και όχι στο σκάνδαλο διαρροών Vatileaks, το οποίο φέρεται να επέφερε την πρωτοφανή παραίτησή του. Η ειρωνεία της Ιστορίας διαπερνά έντονα όλη τη διαδρομή του: ο σημαντικότερος ακαδημαϊκός θεολόγος της γενιάς του παγκοσμίως περνά στα χρονικά περισσότερο ως φορέας διοικητικής ανεπάρκειας. Ο άνθρωπος που ενσάρκωνε τις μεγαλύτερες ελπίδες της προοδευτικής θεολογίας κατά τη δεκαετία του ’60 (ο καθηγητής Ράτσινγκερ μετείχε στην ανανεωτική Β’ Βατικανή Σύνοδο ως συνεργάτης του εκ των πρωταγωνιστών της, καρδιναλίου Φρινγκς της Κολωνίας) βρέθηκε μετά το σοκ του «Μάη του ’68» να πραγματοποιεί συντηρητική στροφή και να κατακτά το προσωνύμιο «ροτβάιλερ του Θεού». Ο λεπταίσθητος και μάλλον αγοραφοβικός εστέτ, που λάτρευε τα γατιά και ερμήνευε τον Μότσαρτ στο πιάνο, βρέθηκε εκτεθειμένος στους προβολείς, προσπαθώντας από τη μια να διοικήσει έναν οργανισμό σε κρίση και από την άλλη να κοινοποιήσει ένα μήνυμα περίπλοκης διανοητικότητας. Ευρισκόμενος επί δεκαετίες στην καρδιά και στην κορυφή ενός αρχαίου θεσμού παγκόσμιας εμβέλειας, ο εκλιπών πρώην Πάπας Βενέδικτος υπήρξε τελικά μια αρκετά μοναχική περίπτωση, με προβληματική επικοινωνία με τον σύγχρονο κόσμο.