Το 2023 ανοίγει μέσα σε ένα περιβάλλον όχι άγνωστο: τα μηνύματα έρχονται και είναι καταιγιστικά, αλλά το κατεστημένο της πατρίδας μας κάνει ότι βρέχει.
Το προφανές μήνυμα συνίσταται στην επαναβεβαίωση του τουρκικού casus belli σχετικά με την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, οπουδήποτε στο Αιγαίο, ακόμα και νοτιοδυτικά της Κρήτης. Απαντώντας σε φήμες περί επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. νοτιοδυτικώς της Κρήτης, όλοι οι αρμόδιοι υπουργοί της Τουρκίας απειλούν με πόλεμο, στη βάση του παράνομου τουρκικού casus belli. Μετά από 27 χρόνια συνένοχης σιωπής και κατευνασμού από ελληνικής πλευράς, η Τουρκία διεκδικεί να καθοδηγεί την ελληνική πολιτική και την άσκηση της κυριαρχίας, όχι μόνο εκεί που συνορεύουν οι δύο χώρες αλλά στο σύνολο του Αιγαίου. Φυσικά, αυτό ήταν γνωστό, απλώς οι κυβερνήσεις μας έκαναν ότι δεν το ήξεραν. Η Τουρκία η οποία υποτίθεται ότι θα κατευναζόταν με το δέλεαρ και με τα λεφτά της Ε.Ε., εν τω μεταξύ ανέπτυξε μια ανθηρή αμυντική βιομηχανία και στρατηγικές συνεργασίες, ασφυκτικής περικύκλωσης του Ελληνισμού.
Αυτό όμως είναι το ένα μόνο σημαντικό μήνυμα. Υπάρχει και ένα ακόμα, εξίσου σημαντικό, το οποίο δεν εμφανίζεται πουθενά στα μέσα ενημέρωσής μας, λόγω επαρχιωτισμού και συνενοχής (και πάλι) των ελληνικών κυβερνήσεων από το 2011 και μετά. Στη Μόσχα διεξήχθη συνάντηση μεταξύ των υπουργών Άμυνας της Συρίας και της Τουρκίας, παρουσία του Ρώσου ομολόγου τους, για πρώτη φορά από το 2011. Έχουμε γράψει πολλές φορές ότι ο πόλεμος της Τουρκίας εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης της Συρίας στο πλαίσιο της επιχείρησης αλλαγής καθεστώτος στη Δαμασκό, υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, συμπεριλαμβανομένης της πατρίδας μας, αποτέλεσε τον μεγάλο τυχοδιωκτισμό του Ερντογάν και τη μεγάλη του ήττα. Η Τουρκία μαζί με τις ΗΠΑ λεηλάτησε το Χαλέπι και άλλες περιοχές της συριακής επικράτειας, αποτέλεσε και αποτελεί (όπως και πάλι και οι ΗΠΑ) κατοχική δύναμη και έφτασε πολύ κοντά στο να εγκαταστήσει ένα δορυφορικό της καθεστώς όπως εκείνο της Λιβύης, στη Δαμασκό. Αν το είχε πετύχει δεμ θα μιλούσαμε για νεο-οθωμανικό «όραμα» του Ερντογάν αλλά για νεο-οθωμανική πραγματικότητα.
Την Τουρκία τη σταμάτησαν ο στρατός της Συρίας με τον Άσαντ, η Ρωσία, το Ιράν και η Χεζμπολάχ. Την ενίσχυσε όλο το ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων των δικών μας κυβερνήσεων, οι οποίες τόσο στη Λιβύη, όσο και στη Συρία υπονόμευσαν τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, το διεθνές δίκαιο και τις παραδοσιακές φιλίες του Ελληνισμού, κατ’ εντολή των ΗΠΑ και δουλεύοντας υπέρ της Τουρκίας. Ο τουρκικός τυχοδιωκτισμός προκάλεσε τη μεγαλύτερη ήττα της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια από στρατηγικής απόψεως, παρά τα εδάφη τα οποία κατέχει και τούτο διότι διόγκωσε τον κουρδικό κίνδυνο, δεν πέτυχε τους μείζονες στόχους του και την κατέστησε ευάλωτη, αλλά συνάμα και αναγκαία από και για τη Ρωσία.
Βεβαίως, οι σχέσεις Συρίας και Τουρκίας δεν μπορούν να αποκατασταθούν εύκολα μετά τα όσα έχουν συμβεί. Η δε αξιοπιστία της Τουρκίας είναι ελάχιστη. Ωστόσο, μια από τις σημαντικότερες ικανότητες ενός ηγέτη είναι να αναπροσαρμόζει τις πολιτικές του ενόψει μιας ήττας ή τουλάχιστον εν μέσω αυτής. Εν προκειμένω, η απόσυρση έστω μέρους (πολύ περισσότερο του συνόλου) των τουρκικών δυνάμεων, με αντάλλαγμα τον περιορισμό έως την εξαφάνιση του κουρδικού κινδύνου για την Τουρκία θα αποτελέσει σημαντική πηγή ανακούφισης για την τελευταία. Από τη μια θα διατηρήσει μέρος της επιρροής της σε ένοπλες ομάδες του αντιδραστικού Ισλάμ, ενώ από την άλλη θα αποπειραθεί να σφραγίσει τα σύνορά της. Επιπλέον, η Τουρκία τόσο επιλέγει, όσο και χρειάζεται, στρατηγικές συνεργασίες με τη Ρωσία και με την Κίνα, προκειμένου να αντισταθμίζει την ηγεμονική επιρροή την οποία διέθετε μέχρι πρότινος η Ουάσιγκτον πάνω της, αλλά και να διευρύνει τη δική της επιρροή στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ.
Αν συνδυάσουμε τις δύο εξελίξεις έχουμε την εξής διαμορφούμενη ισορροπία: από τη μια η Τουρκία «πολιορκεί» τον Ελληνισμό στα ανατολικά και νότια σύνορά του, αξιοποιώντας τη Λιβύη (εν μέρει και στα βορειοδυτικά του δια μέρους του αλβανικού κατεστημένου). Από την άλλη διευρύνει την επιρροή της στα στρατηγικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Διαθέτει δε, εν δυνάμει πολύ σημαντικές, για τα ελληνικά δεδομένα, εφεδρείες χάρη στα δορυφορικά της καθεστώτα και τις ελεγχόμενες πολιτικο-στρατιωτικές ομάδες αλλά και μια αναπτυσσόμενη, εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Η Τουρκία αντιμετωπίζει τα προβλήματα και αντλεί τα πλεονεκτήματα μιας σχεδόν υπερκινητικής δύναμης σε ένα θεμελιωδώς μετασχηματιζόμενο κόσμο.
Ο Ελληνισμός είναι εσωτερικά ασύνδετος (εγκατάλειψη του δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας-Κύπρου) αλλά κυρίως, αδρανής λόγω της αμερικανοκρατίας σε Αθήνα και Λευκωσία. Το κατεστημένο ζει με τη φαντασίωση ότι θα «σώσει την παρτίδα» (στην πραγματικότητα ότι θα αποφύγει μια μείζονα καταστροφή) χάρη στον όποιο Μενέντεζ, τη στιγμή που υπηρετεί όλες τις μείζονες τουρκικές πολιτικές, είτε με τις ενέργειές του, είτε με την αδράνειά του και ενώ παραβλέπει ότι κανένας Μενέντεζ δεν είναι ούτε ικανός, ούτε πρόθυμος να θυσιάσει τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ για την Ελλάδα. Στο δε, επίπεδο των εξοπλισμών προσπαθεί να εμφανίσει ως μεγάλο επίτευγμα το γεγονός ότι αφού διαλύσαμε την αμυντική μας βιομηχανία, αγοράζουμε τα πάντα σχεδόν απ’ έξω, πανάκριβα και όχι με βάση τις εθνικές αμυντικές ανάγκες.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η Τουρκία νιώθει αρκετά ισχυρή, ώστε να συμπεριφέρεται στην Ελλάδα σαν να πρόκειται για δορυφορικό κράτος, υπαγορεύοντάς μας την πολιτική μας μέχρι και στην Κρήτη. Θα έχει μάλιστα μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε τι θα πράξει η ελληνική κυβέρνηση, η οποία λεονταρίζει στο εσωτερικό και τρέχει σε μυστικές συναντήσεις με την Τουρκία στο εξωτερικό.