Ο άνθρωπος που έφερε την Ιταλία στο χείλος του εμφυλίου πολέμου έφυγε από τη ζωή στις 6 Ιουλίου στην Κατάνια, αλλά η οικογένειά του κράτησε μυστική την είδηση μέχρι σήμερα. Ο Αντόνιο Παλάντε, που γεννήθηκε στην Ιρπίνια στις 3 Αυγούστου 1923 και φέτος θα γινόταν 100 χρόνων, παρ’ ολίγο να έμενε στην Ιστορία ως ο δολοφόνος του ηγέτη του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Παλμίρο Τολιάτι.
Οι τρεις πυροβολισμοί που έριξε στις 14 Ιουλίου 1948 ενάντια στον κομμουνιστή ηγέτη, που με τη σύζυγό του Νίλντε Ιότι μετέβαινε στη Βουλή, δεν αποδείχθηκαν τελικά θανάσιμοι. Η ψυχραιμία του Τολιάτι να ζητήσει από το κρεβάτι του νοσοκομείου να πρυτανεύσει η γαλήνη και η λογική απέτρεψε τον εμφύλιο, όταν ήδη στις πλατείες της χώρας οι συγκρούσεις ήσαν λυσσαλέες.
Ο Παλάντε είχε παραμείνει αμετανόητος για την πράξη του ίσαμε το τέλος. Το τόνισε άλλωστε και στην τελευταία του συνέντευξη στο πρακτορείο AdnKronos στις 17 Ιανουαρίου 2021. Τότε είχε επικαλεσθεί τους «ιδεολογικούς λόγους» που όπλισαν το χέρι του και περιέγραψε την πράξη του ως πατριωτική, που απέτρεψε «να βρεθεί το έθνος μας κάτω από την μπότα του κομμουνισμού». Το πρακτορείο με την αφορμή του θανάτου επαναδημοσίευσε την συνέντευξη. «Δεν μετανιώνω» είχε τονίσει ο τότε 97χρονος Παλάντε «σκέφθηκα πως έκανα το σωστό για να σωθεί η χώρα». Μολονότι, όπως θυμάται, είχαν προηγηθεί οι εκλογές του Απριλίου 1948, στις οποίες είχαν χάσει οι κομμουνιστές, για εκείνον «τίποτα δεν είχε αλλάξει».
Πρώην μέλος της φασιστικής Ιταλικής Νεολαίας του Λιτόριου και πρώην σπουδαστής σε ιεροδιδασκαλείο ο φοιτητής της Νομικής τότε και μέλος του Κινήματος των Καθημερινών Ανθρώπων (Qualunquisti) Παλάντε αποφάσισε να κάνει «μια ακραία χειρονομία που με απωθούσε από ανθρωπιστικής πλευράς, αλλά δεν έβλεπα άλλη εναλλακτική». Βέβαια, ο Παλάντε δεν μετανόησε ποτέ και για τους τριάντα νεκρούς που άφησαν πίσω τους οι συγκρούσεις στις πλατείες που ξέσπασαν όταν μαθεύτηκε η σπαρακτική (πλην όμως ακόμη ανακριβής) κραυγή της Νίλντε Ιότι «σκότωσαν τον Τολιάτι». Η κράση του κομμουνιστή ηγέτη και η νουθεσία του για καταλλαγή στα πλήθη των κομμουνιστών, που ήσαν μία ανάσα από το να “ξεθάψουν” τα όπλα της αντίστασης, εμπόδισε μία αιματηρή σύρραξη που θα υπονόμευε την ασταθή συμφιλίωση που είχε επιτευχθεί με τη συμφωνία για το Σύνταγμα της Ιταλίας. Συμφιλίωση που κορυφώθηκε με την συμπερίληψη στο 1ο Άρθρο του Συντάγματος της φράσης: «Η Ιταλία είναι ένα έθνος που θεμελιώνεται στην εργασία». Αυτό που σήμερα επιδιώκει να αναθεωρήσει η νεοφασιστική κυβέρνηση της Μελόνι και μαζί με την αναθεώρηση του τρόπου εκλογής (με άμεσες εκλογές) του προέδρου της Δημοκρατίας, επιδιώκει να διαστρεβλώσει το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Σε άλλη του συνέντευξη στη Repubblica στα ογδόντα του ο Παλάντε, εξήγησε πώς αγόρασε στη μαύρη αγορά το πιστόλι: πλήρωσε τρεις χιλιάδες λιρέτες για το όπλο και τέσσερις σφαίρες. «Έφτασα στη Ρώμη και μπόρεσα να παρακολουθήσω τις συνεδριάσεις για την ένταξη της Ιταλίας στο Ατλαντικό Σύμφωνο. Άκουσα και την ομιλία του Tολιάτι, που τα λόγια του μου έδωσαν ακόμη ένα κίνητρο. Γνωρίζοντας πως θα έφευγε από μία δευτερεύουσα πόρτα, τον περίμενα να βγει, καθισμένος στη Βία ντελα Μισιόνε. Και όταν βγήκε, συνοδευόμενος από την Νίλντε Ιότι, έριξα πάνω του και τις τέσσερις σφαίρες. Τρεις βρήκαν στόχο, η μία κτύπησε μία διαφημιστική πινακίδα», περιέγραφε ο ίδιος.
Ο ίδιος διατείνεται πως δεν ήταν έμμισθο όργανο κάποιων: «Δεν είμαι μισθωμένος δολοφόνος, όσο κι εάν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ήθελαν να με στρατολογήσουν, ούτε είχα ποτέ καμία σχέση με τους ‘βαρόνους’ της Σικελίας. Ήδη στην πρώτη μου κατάθεση στο αστυνομικό τμήμα, αμέσως μετά το περιστατικό, τους είπα ότι επρόκειτο για μία προσωπική μου, πατριωτική χειρονομία, που σκοπό είχε να εκδικηθεί όλους τους Ιταλούς [βλ. φασίστες] που σκοτώθηκαν από τους παρτιζάνους στον Βορρά. Το συναίσθημά μου ήταν καθαρά εθνικιστικό για την Ιταλία. Δεν στόχευσα έναν συγκεκριμένο, αλλά ενάντια σε ένα ιδανικό. Στόχος μου δεν ήταν το άτομο Τολιάτι, αλλά ο ‘Καλύτερος’ [il Migliore, όπως επονομαζόταν ο Τολιάτι], ο επικεφαλής του ιταλικού κομμουνισμού, το μακρύ χέρι του Στάλιν».
Ο ίδιος φαντασιωνόταν πως με τη δολοφονία του Τολιάτι θα ήταν δυνατόν να φέρει μία αλλαγή στη χώρα και στα απομνημονεύματά του χύνει όλη τη μνησικακία του για τους κομμουνιστές, επαναλαμβάνοντας τους αστικούς μύθους για ωμότητες των “κόκκινων” παρτιζάνων ενάντια στους «λευκούς» σε μία παράλληλη μάχη υπεροχής μετά την πτώση της φασιστικής δημοκρατίας στο Σαλό. Για τον Τολιάτι ιδιαίτερα, ο Παλάντε του καταλόγιζε πως «δεν κούνησε το δάκτυλο για να σώσει», τους Ιταλούς στρατιώτες της στρατιάς Armir που πολέμησαν στα μέτωπα της Ρωσίας πλάι στους Ναζί και αιχμαλωτίστηκαν από τον Κόκκινο Στρατό για να σταλούν στα σοβιετικά στρατόπεδα, με πολλούς να πεθαίνουν από τις κακουχίες του ρωσικού χειμώνα.
Για τον Παλάντε, «η μοίρα της πατρίδας μου διακυβευόταν: η επιλογή ήταν ελευθερία ή δικτατορία». Και η δολοφονία του έμοιαζε στο μυαλό του η μόνη λύση. Μία λύση που με τον καιρό ομολογούσε πως μόνο στο μυαλό ενός αφελούς και ιδεαλιστή θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα.
Γιος δασοφύλακα, ο Παλάντε έγινε βομβιστής στα 25 του για να απαλλάξει τη χώρα από τον κομμουνιστικό κίνδυνο, πριν προχωρήσει στην επίδοξη δολοφονία του Τολιάτι. Μετά την απόπειρα και αφού μειώθηκε η αρχική ποινή του, εξέτισε φυλάκιση πέντε ετών και τριών μηνών και αποφυλακίσθηκε τελικά το 1953. Μετά την αποφυλάκισή του, καθώς δεν μπορούσε να εργασθεί στο δημόσιο, βρήκε δουλειά στη Δασοφυλακή, όπως και ο πατέρας του και αργότερα στην Περιφέρεια, χωρίς να ασχοληθεί έκτοτε με την πολιτική. Από τη ζωή έφυγε χωρίς να δει να αναλαμβάνουν την εξουσία στη χώρα οι επίγονοι του κόμματος που είχε υπηρετήσει ως νεολαίος, για να αγαλλιάσει η ψυχή του (μαζί με το ψυχορράγημα του Δημοκρατικού Κόμματος, που οδεύει προς τη νέα, πιο φιλελεύθερη, μεταμόρφωσή του) ότι επιτέλους η χώρα του απαλλάχθηκε από τον κομμουνισμό.