Μια «γέφυρα» ανάμεσα στην προϊστορία και στη σημερινή εποχή στήνεται τις μέρες αυτές στην Ανατολική Μακεδονία, σε χωριά της Δράμας και του Παγγαίου, με την αναβίωση των δρωμένων «Διονυσιακού» παγανιστικού χαρακτήρα στο τέλος του «χριστιανικού Δωδεκαημέρου».
Το παράδοξο αυτό φαινόμενο αποτελεί και την επαλήθευση πως η προϊστορία και η ιστορία έχουν αδιατάρακτη συνέχεια σε βάθος χιλιετιών και η παράδοση και τα έθιμα είναι βαθιά ριζωμένα στα κύτταρα των ανθρώπων ενός τόπου, χωρίς να ξεριζώνονται από θρησκευτικούς, εθνοφυλετικούς ή άλλους διωγμούς όταν οι θεματοφύλακές τους (απλοί άνθρωποι του λαού, συνήθως) είναι αποφασισμένοι να τα διαφυλάξουν.
Στη Νικήσιανη Παγγαίου (Καβάλας) και σε επτά χωριά του νομού Δράμας -όλα με γηγενείς κατοίκους που προέρχονται από τις περιοχές Ηδωνίδα και Οδομαντική της αρχαιότητας, οι οποίες (μέχρι την κατάκτησή τους από τον Βασιλιά Φίλιππο Α’ της Μακεδονίας, το 356 π.Χ.) ανήκαν γεωγραφικά και φυλετικά στη Θράκη- αναβιώνουν από τις 5 έως και τις 8 Ιανουαρίου τελετουργικά έθιμα τραγικού ή κωμικού περιεχομένου, με κυρίαρχες τις ζωόμορφες μεταμφιέσεις και την κωδωνοφορία. Οι θρύλοι για την προέλευση των εν λόγω εθίμων πολλοί και ποικίλοι, συνδέοντας τα δρώμενα και τους μεταμφιεσμένους κωδωνοφόρους ακόμα και με καταγεγραμμένα ιστορικά γεγονότα (όπως με σχετικό απόσπασμα από την «Κύρου Ανάβαση (Κάθοδο των Μυρίων)» του Ξενοφώντα/401 π.Χ., όπου καταγράφεται εκπληκτικά πιστά το τελετουργικό των σημερινών «Αράπηδων» της Νικήσιανης, ή με τη συμμετοχή και συμβολή των «Αράπηδων» στη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά των Ινδών, στον Υδάσπη ποταμό το 326 π.Χ.)!
Η Νικήσιανη Παγγαίου (Καβάλας) και τα δραμινά χωριά Ξηροπόταμος, Μοναστηράκι, Καλή Βρύση, Πετρούσα, Πύργοι, Παγονέρι και Βώλακας βρίσκονται στο επίκεντρο του απόηχου της αρχαίας διονυσιακής λατρείας στη σημερινή εποχή, καθώς ο αρχαίος θεός Διόνυσος/Βάκχος (που ήταν δημοφιλέστατος σε ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό χώρο ως ο θεός-ιδρυτής και προστάτης του Θεάτρου, της γονιμότητας, του κρασιού, της ελευθερίας και της χωρίς όρια διασκέδασης, αλλά και των νεκρών!) κυριαρχούσε επί χιλιετίες στο θρησκευτικό συναίσθημα των γηγενών θρακικών φύλων των περιοχών Παγγαίου, πεδιάδας Φιλίππων-Δράμας και Ροδόπης (βόρεια περιοχή νομού Δράμας).
Ιερά του Διονύσου και λατρευτικά αντικείμενα (αγγεία κ.α.) με απεικονίσεις του αρχαίου θεού και των συνοδών του αποκαλύπτονται συνεχώς στην περιοχή αυτή χάρη στην αρχαιολογική σκαπάνη, ενώ δεν έχει εντοπιστεί έως τώρα η εγκατάσταση του -περίφημου στην αρχαιότητα- Μαντείου του Διονύσου στο όρος Παγγαίο.
Στα σημερινά δρώμενα, που αναβιώνουν οι κάτοικοι των οκτώ προαναφερθέντων χωριών της Ανατ. Μακεδονίας με θρησκευτική ευλάβεια κάθε χρόνο και συγκεντρώνουν πλήθος εντοπίων και επισκεπτών, αναπαρίστανται τελετουργικά είτε η μάχη του Διονύσου με τους Τιτάνες, ο θάνατός του και η νεκρανάστασή του με παρέμβαση του πατέρα του (του «πατέρα των θεών και των ανθρώπων») Δία είτε ο «Διονυσιακός Γάμος» και άλλες εικονικές τελετές που εκτελούνται από «θιάσους» (ομάδες μεταμφιεσμένων χορευτών/μαχητών).
Συγκεκριμένα, τα έθιμα αυτά, που συγκαταλέγονται στην ευρύτερη κατηγορία των «Αγερμών» (=όμιλοι ανθρώπων που γυρνούν κυκλικά γύρω από τους οικισμούς τους, για εξασφάλιση θεϊκής προστασίας στην κοινότητα), χαρακτηρίζονται από τις ζωόμορφες ενδυμασίες όσων συμμετέχουν, αλλά και από το πανδαιμόνιο ήχων που επίτηδες προκαλούν με τα ευμεγέθη κουδούνια (ζώων) που φορούν στη μέση τους. Ένας συνδυασμός που στη λαϊκή φαντασία λειτουργεί αποτρεπτικά κατά των δαιμονικών στοιχείων (καλικάντζαροι, στοιχειά κ.α.) που απειλούν τους ανθρώπους και την κανονικότητα της ζωής τους μέσα στον χρόνο.
Σε άλλα χωριά οι μεταμφιεσμένοι αποκαλούνται «Αράπηδες» (Νικήσιανη, Ξηροπόταμος, Μοναστηράκι και Παγονέρι), ενώ σε άλλα έχουν διαφορετικές ονομασίες («Μπαμπούγερα» στην Καλή Βρύση, «Αρκούδες» και «Αράπηδες» στον Βώλακα). Ειδικά στην Πετρούσα και στους Πύργους το έθιμο αποκαλείται «Μπάμπιντεν» (βουλγαρικής επιρροής ονομασία). Ο χαρακτηρισμός «Αράπηδες» δικαιολογείται κυρίως επειδή οι ζωικής προέλευσης στολές (προβιές κατσικιών και αρνιών) των μεταμφιεσμένων είναι συνήθως σκούρου χρώματος (μαύρες ή σκούρες καφέ και γκρι προβιές και μάλλινες κάπες).
Ας δούμε πιο αναλυτικά κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά δρώμενα ανά περιοχή:
Νικήσιανη Παγγαίου (Καβάλας)
Η Νικήσιανη του δήμου Παγγαίου είναι ένα από τα μεγαλύτερα κεφαλοχώρια του νομού Καβάλας (30χλμ ΒΔ από την πόλη της Καβάλας και 25χλμ Ν της Δράμας), απλωμένη σε υψόμετρο άνω των 350μ. στο δασωμένο βόρειο τμήμα του Παγγαίου όρους και δεσπόζει της πεδιάδας Φιλίππων – Δράμας. Στην περιοχή της εντοπίζονται απομεινάρια των φημισμένων αρχαίων μεταλλείων χρυσού και αργύρου του Παγγαίου. Βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής (5χλμΝΑ) από το ιστορικό μοναστήρι της Ανατολικής Μακεδονίας «Παναγία Εικοσιφοίνισσα».
Η μεγαλύτερη απόδειξη της μακραίωνης ιστορίας της Νικήσιανης και της σχέσης των κατοίκων της με τη μυθολογία και την προϊστορία του Παγγαίου είναι η ύπαρξη του εθίμου των «Αράπηδων».
Ένα έθιμο που μας παραπέμπει ευθέως στις συνήθειες και στις λατρείες που επικρατούσαν ανάμεσα στις θρακικές φυλές του Παγγαίου πριν από τα ιστορικά χρόνια ακόμα, στην εποχή των θρύλων και της μυθολογίας πάνω στο βουνό, όπου η Ορφική Φιλοσοφία-Θρησκεία συνάντησε τον Διόνυσο και τους ιερούς συνοδούς του (τις Μαινάδες, τους Σάτυρους, τους Σιληνούς)…
Η ζωόμορφη μεταμφίεση των παλικαριών της Νικήσιανης στην καρδιά του Χειμώνα, τότε που το σκοτάδι κυριαρχεί κι ο ήλιος είναι δυσεύρετος, τα δαιμονιώδη κουδουνίσματα των τσανιών και των μπαταλιών που έχουν κρεμασμένα στη ζώνη τους, η τελετουργική μονομαχία των δύο αρχηγών των «Αράπηδων» στην κορύφωση του δρώμενου και η ανάσταση του ηττημένου (που ακολουθείται από φρενήρη, πανηγυρικό χορό των δυο μονομάχων και των υπολοίπων μελών του ομίλου των κωδωνοφόρων) μας παραπέμπουν ευθέως στη διονυσιακή λατρεία, που φέρεται να γεννήθηκε και να άνθισε στο όρος Παγγαίο, προτού διαδοθεί αργότερα σ’ όλο τον ελληνικό κόσμο.
«Συνομιλώντας» με την Ιστορία
Μέσα απ’ το παγανιστικό έθιμο των «Αράπηδων» ξανάρχεται στο φως η ξεχασμένη λατρεία των τοπικών θεοτήτων της Γονιμότητας (του Διονύσου και της Βενδίδας), καθώς η μάχη, ο θάνατος, ο θρήνος κι η ανάσταση μετέπειτα των παλικαριών συμβολίζουν τη συνεχή μάχη ανάμεσα στα στοιχεία της Φύσης, ανάμεσα στον Χειμώνα (όπου η Φύση νεκρώνεται κι οι σπόροι μένουν θαμμένοι στη γη) και στην Άνοιξη (όταν τα πάντα ξαναβλασταίνουν κι οι σπόροι ανασταίνονται και δίνουν νέα ζωή), ανάμεσα στη Ζωή και στον Θάνατο… Κατ’ επέκταση κι ανάμεσα στο Σκοτάδι και στο Φως, στο Κακό και στο Καλό (που στο τέλος ανασταίνεται και θριαμβεύει).
Οι «Αράπηδες», επειδή οι προβιές που φορούν είναι πάντα μαύρου ή γενικώς σκούρου χρώματος, προφανώς αποκαλούνται στα νεώτερα χρόνια μ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό («Αράπηδες» = Μαύροι). Στην πραγματικότητα είναι ο απόηχος των μυθικών μορφών του βουνού και της άγριας φύσης, των Σιληνών, των Σατύρων, του Πάνα και των άλλων ζωόμορφων θεοτήτων και όντων που συντρόφευαν τον -δημοφιλέστατο στην ελληνική αρχαιότητα-Διόνυσο/Βάκχο και τις Μαινάδες του, τις Βακχίδες, στα προϊστορικά πανηγύρια και στις τελετές τους στο Παγγαίο (και αλλού)…
Ένας θρύλος που συνοδεύει το έθιμο είναι πως κωδωνοφόροι του Παγγαίου έβγαλαν τον Μέγα Αλέξανδρο από δύσκολη θέση, στη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ασία, όταν ο βασιλιάς των Ινδών Πώρρος παρέταξε μια σειρά ελεφάντων στη μάχη του εναντίον των Μακεδόνων (326 π.Χ., στον παραπόταμο του Ινδού ποταμού, Υδάσπη -σημερινό ανατολικό Πακιστάν). Το πρωτόγνωρο θέαμα είχε κατατρομάξει τον στρατό του Μεγ. Αλεξάνδρου, που δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τα τεράστια ζώα. Τότε, λέει ο θρύλος, παρουσιάστηκαν στον Μακεδόνα στρατηλάτη Σάιοι (θρακική φυλή, που κατοικούσε στην περιοχή της Νικήσιανης) και προσφέρθηκαν να πανικοβάλουν τους ελέφαντες μ’ έναν δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Μεταμφιέστηκαν, λοιπόν, με προβιές και κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο με τα κουδούνια που φορούσαν έτρεψαν σε φυγή την παράταξη των ελεφάντων και βοήθησαν τον Αλέξανδρο να κερδίσει στη μάχη!
Ο Καβαλιώτης δικηγόρος και ιστορικός ερευνητής Θεόδωρος Δημοσθ. Λυμπεράκης εντόπισε μια εξαιρετικά σημαντική καταγραφή για το συγκεκριμένο έθιμο των «Αράπηδων» της Νικήσιανης στο 6ο Βιβλίο του έργου «ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ» του αρχαίου Αθηναίου στρατηγού και ιστορικού Ξενοφώντος, ο οποίος οδήγησε αξιοθαύμαστα τον (μισθοφορικό) στρατό των Μυρίων από τα βάθη της Ανατολίας στον Εύξεινο Πόντο κι από εκεί στη σωτηρία και την επιστροφή στις ελλαδικές κοιτίδες του (401 π.Χ.).
Ο Ξενοφών περιγράφει επακριβώς το έθιμο των σημερινών «Αράπηδων» της Νικήσιανης, καθώς αναφέρεται στην αναπαράστασή του από Θράκες που υπηρετούσαν στον στρατό του (των Μυρίων), όταν οι Μύριοι φιλοξενήθηκαν για λίγο από τον βασιλιά των Παφλαγόνων, Κορύλα, στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στη διάρκεια της περιπετειώδους επιστροφής τους από τα Κούναξα της Μεσοποταμίας προς τον Εύξεινο Πόντο.
Είναι, ως εκ τούτου, υπέροχο και ιδιαίτερα σημαντικό το ότι το ίδιο εκείνο έθιμο τελούν μέχρι σήμερα, απαράλλακτο, οι σημερινοί απόγονοι των αρχαίων Θρακών, που ζουν εδώ και χιλιάδες χρόνια στο χρυσοφόρο Παγγαίο (άλλοτε σπουδαία κοιτίδα θρακικών φύλων). Διαβάστε, λοιπόν, την περιγραφή του από τον Ξενοφώντα:
[6.1.5] ἐπεὶδὲσπονδαί τε ἐγένοντοκαὶἐπαιάνισαν, ἀνέστησανπρῶτονμὲνΘρᾷκεςκαὶπρὸςαὐλὸνὠρχήσαντοσὺντοῖςὅπλοιςκαὶἥλλοντοὑψηλά τε καὶκούφωςκαὶταῖςμαχαίραιςἐχρῶντο• τέλος δὲ ὁ ἕτεροςτὸνἕτερονπαίει, ὡςπᾶσινἐδόκει [πεπληγέναιτὸνἄνδρα]• ὁ δ᾽ ἔπεσετεχνικῶς πως. [6.1.6] καὶἀνέκραγονοἱΠαφλαγόνες. καὶ ὁ μὲνσκυλεύσαςτὰὅπλατοῦἑτέρουἐξῄειᾄδωντὸνΣιτάλκαν• ἄλλοιδὲτῶνΘρᾳκῶντὸνἕτερονἐξέφερονὡςτεθνηκότα• ἦνδὲοὐδὲνπεπονθώς.
Και τώρα, δείτε τη μετάφραση:
[6.1.5] Κι αφού έγιναν οι σπονδές και παιάνισαν, σηκώθηκαν πρώτα οι Θράκες και χόρευαν οπλισμένοι, κατά τον ήχο του αυλού και πηδούσαν ψηλά κι ελαφρά και κρατούσαν γυμνά τα σπαθιά τους και τα έπαιζαν. Τέλος, ο ένας χτυπά τον άλλο, έτσι, ώστε όλοι νόμισαν ότι είχε πληγωθεί ο άνθρωπος, πλην αυτό έγινε με τέχνη, (ώστε να μην προκληθεί) βλάβη. [6.1.6] Οι Παφλαγόνες φώναξαν δυνατά. Και ο μεν νικητής, αφού αφαίρεσε τα όπλα του αντιπάλου του, βγήκε έξω, υμνώντας τον Σιτάλκη, (σ.σ.: τότε βασιλιά των Θρακών), άλλοι δε Θράκες μετέφεραν τον νικημένο σαν να ήταν νεκρός, αλλ’ όμως εκείνος δεν είχε πάθει τίποτε.
Η αναβίωση του εθίμου
Το έθιμο αναβιώνει την περίοδο του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και παραδοσιακά κορυφωνόταν στις 7 Ιανουαρίου (του Αγίου Ιωάννου). Πρακτικοί λόγοι, όμως, επέβαλαν τα τελευταία χρόνια τη μετάθεση του κυρίως δρώμενου για τις 6 Ιανουαρίου (ανήμερα των Θεοφανίων). Εκτελείται με δωρική και απολύτως τραγική αυστηρότητα, χωρίς κανένα κωμικό στοιχείο στην τελετουργία του. Σ’ αυτό ξεχωρίζει από όλα τα άλλα σχετικά δρώμενα είτε της περιοχής Δράμας είτε άλλων εθίμων με κωδωνοφόρους μεταμφιεσμένους (π.χ. Σοχού, Σκύρου, Ραγκουτσάρια Δυτ. Μακεδονίας κ.α.).
Το έθιμο ξεκινά με νυχτερινές εξορμήσεις κωδωνοφόρων αγοριών και παλικαριών στους δρόμους και τα στενά της γραφικής και ιστορικής Νικήσιανης από τα μέσα Δεκεμβρίου –και ιδίως από τις παραμονές των Χριστουγέννων και μετά. Χωρίς να είναι ντυμένοι με τη στολή του «Αράπη», τριγυρνούν γεμίζοντας το χωριό με τον χαρακτηριστικό ήχο των μεγάλων κουδουνιών, που προαναγγέλλουν τις γιορτές και την κορύφωση του εθίμου στις αρχές Ιανουαρίου.
Την ημέρα της αναβίωσης του δρώμενου (6 Ιανουαρίου) αποκλειστικά άνδρες, δεκάδες αγόρια, παλικάρια και μεγαλύτεροι, με τη φροντίδα του Πολιτιστικού Μορφωτικού Συλλόγου Νικήσιανης «Ο Αράπης», μεταμφιέζονται φορώντας μάλλινο (από γίδινο μαλλί) χιτώνα που φτάνει μέχρι τα γόνατα (την κάπα), μάλλινες λευκές κάλτσες (καλτσούνια) που δένονται στα πόδια με λεπτές δερμάτινες λουρίδες (λαπάρες), τσαρούχια από δέρμα χοίρου (τσιρβούλια), καθώς και ένα πανύψηλο κωνικό κάλυμμα της κεφαλής/«μάσκα» (μπαρμπότα αποκαλείται στη Νικήσιανη), που έχει τρύπες στη θέση των ματιών και δένεται με ειδικό ζωνάρι στο πίσω μέρος των ώμων του «Αράπη», για να κρατιέται στη θέση του. (Αξίζει να σημειωθεί πως οι αρχαίοι Ρωμαίοι ονόμαζαν «μπαρμπούτα» (Barbuta) ένα είδος περικεφαλαίας/κράνους).
Με παραγέμισμα ξερών χορταριών (ή και μικρό μαξιλάρι, στα νεότερα χρόνια) κάτω από τη μάλλινη κάπα δημιουργείται μια τεχνητή καμπούρα στην πλάτη του «Αράπη».
Όλη η στολή (χιτώνας και κάλυμμα της κεφαλής) είναι μαύρου, σκούρου καφέ ή σκούρου γκρι χρώματος και αποπνέει αυστηρότητα και δωρικότητα. Αυτή η χρωματική διαφορά είναι από τις πιο ουσιαστικές, που ξεχωρίζει τους «Αράπηδες» της Νικήσιανης από τους δερματοφόρους και τους κωδωνοφόρους άλλων περιοχών.
Στη μέση του ο «Αράπης» κρεμά βαριά κουδούνια (το τεράστιο στρογγυλό μπατάλι και τα μακρόστενα τσάνια), για να βγάζει όσο γίνεται πιο δυνατόν ήχο, καθώς περπατά, τρέχει, χοροπηδά ή χορεύει! Το συνολικό βάρος των κουδουνιών μπορεί να φτάνει και τα 30 κιλά! Στα χέρια του κρατά ένα ξύλινο σπαθί μεσαίου μεγέθους (μαχαίρα).
Στο παρελθόν, την αυστηρή μορφή του «Αράπη» ελάφρυνε σε ορισμένες περιπτώσεις ένα κεντημένο άσπρο μαντήλι (συνήθως τριγωνικού σχήματος), που δενόταν με προσοχή στη μέση περίπου της μπαρμπότας, στο μπροστινό μέρος. Το μαντήλι κεντούσαν οι αρραβωνιαστικιές για τους αρραβωνιαστικούς τους, που ντύνονταν «Αράπηδες». Έτσι, μέσα στον όμιλο των μεταμφιεσμένων ξεχώριζαν όσοι φορούσαν το κεντημένο μαντήλι και ένα κορίτσι μπορούσε να εντοπίσει τον μνηστήρα του από το μαντήλι που φορούσε.
Παλαιότερα η προετοιμασία για το ντύσιμο των «Αράπηδων» γινόταν σε διάφορα σπίτια του χωριού και οι όμιλοι των «Αράπηδων» ξεκινούσαν από τρία διαφορετικά σημεία, προτού συναντηθούν στο ύψος του Δημοτικού Σχολείου Νικήσιανης για να ξεκινήσουν τον ηχηρό γύρο τους στο χωριό. Από την περιοχή της «Αγιάννας» (γειτονιά του Ναού της Αγίας Άννας), από την περιοχή της γειτονιάς του Αγίου Γεωργίου και απ’ τη Μεσοχωριά (η περιοχή γύρω από το παλιό Δημοτικό Σχολείο και τον κεντρικό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου) ξεκινούσαν οι «Αράπηδες» προτού σμίξουν για να σεργιανίσουν στο χωριό, να τους συγχαρούν και να τους κεράσουν στα καφενεία και να επισκεφτούν τα σπίτια…
Πολλές φορές οι όμιλοι των «Αράπηδων» δέχονταν φιλοδωρήματα από τους συγχωριανούς τους, στη διάρκεια των επισκέψεών τους σε καφενεία και σπίτια. Τα χρήματα, που αποκαλούνταν «Αραπική» («Αραπ’κή»), συγκεντρώνονταν συνολικά και καταναλώνονταν σε ομαδικό γλέντι των «Αράπηδων» ανήμερα του Αγίου Αθανασίου (18 Ιανουαρίου).
Το τελετουργικό
Σήμερα η προετοιμασία των «Αράπηδων» γίνεται στην Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων της Νικήσιανης. Όταν ετοιμαστούν όλοι οι «Αράπηδες» (αρκετές δεκάδες, που φτάνουν και πάνω από 50 συνολικά) με τη βοήθεια εθελοντών συγχωριανών τους, λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι των Θεοφανίων (6 Ιανουαρίου), ξεκινούν την πορεία τους στους δρόμους του χωριού, προκαλώντας θαυμασμό και ρίγη με την εντυπωσιακή και τρομακτική εμφάνισή τους, προτού καταλήξουν στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου Νικήσιανης για τον τελετουργικό χορό τους και την τελική πράξη του δρώμενου ενώπιον εκατοντάδων συγκεντρωμένων συγχωριανών τους και επισκεπτών.
Στην τελική φάση, εντός της απλόχωρης αυλής του σχολείου, οι «Αράπηδες» σχηματίζουν έναν κύκλο, χοροπηδούν για ν’ ακουστούν ηχηρότατα τα κουδούνια τους -ξεκουφαίνοντας τον κόσμο- και στη συνέχεια επικρατεί απόλυτη ηρεμία, καθώς οι δυο κορυφαίοι του ομίλου των «Αράπηδων» ξεχωρίζουν και βγαίνουν στη μέση του κύκλου για να παλέψουν. Στη διάρκεια της συμβολικής πάλης ο ένας «Αράπης» πέφτει «νεκρός» κι ο αντίπαλός του μαζί με τους υπόλοιπους «Αράπηδες», που συγκεντρώνονται όρθιοι σε σφιχτό κύκλο πάνω από τον «νεκρό» σκεπάζοντάς τον, θρηνούν σιωπηρά. Ύστερα από λίγα λεπτά απόλυτης σιωπής και δέους, ο «νεκρός» ανασταίνεται κι αρχίζει ξέφρενο χορό και δαιμονιώδη κουδουνίσματα μαζί με όλους τους συντρόφους του, που αποκαλύπτουν τα πρόσωπά τους ρίχνοντας πίσω στην πλάτη τις μπαρμπότες τους.
Είναι το δρώμενο μια αναπαράσταση του μύθου του Θεού Διόνυσου, που σκοτώνεται στη μάχη του με τους Τιτάνες κι ανασταίνεται αμέσως μετά από τον πατέρα του Δία (τον ύψιστο των Θεών του αρχαιοελληνικού κόσμου); Πιθανότατα…
Πάντως, είναι σίγουρα ο θρίαμβος της ζωής πάνω στον θάνατο, η επικράτηση της ανάστασης της Φύσης την Άνοιξη πάνω στον σκοτεινό Χειμώνα και οι άνθρωποι αξίζει να το γιορτάζουν!..
Πριν και μετά την ολοκλήρωση του δρώμενου τα χορευτικά τμήματα του Πολιτιστικού Μορφωτικού Συλλόγου Νικήσιανης «Ο Αράπης», καθώς και προσκεκλημένοι σύλλογοι από άλλες περιοχές, ψυχαγωγούν τους θεατές με τοπικούς χορούς στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου Νικήσιανης, ενώ με ευθύνη του Συλλόγου προσφέρονται εδέσματα (ιδίως τα περίφημα «σαρμαδάκια» Νικήσιανης) και εντόπιο κρασί και τσίπουρο στους θεατές, που συνήθως αψηφούν το κρύο για να παρακολουθήσουν κατά εκατοντάδες την εκδήλωση. Το δρώμενο ολοκληρώνεται με τοπικά τραγούδια, συνοδεία ζουρνάδων (κατ’ αντιστοιχίαν των αρχαίων «αυλών»), από φημισμένους δημοτικούς τραγουδιστές της Νικήσιανης (με τη μακραίωνη παράδοση στη βυζαντινή μουσική και στο δημοτικό τραγούδι) και με πάγκοινο χορό, που απλώνεται σε κύκλο σε όλη την αυλή του Δημοτικού Σχολείου.
Αξίζει να σημειωθεί πως το έθιμο των «Αράπηδων» για πολλά χρόνια ήταν υπό απαγόρευση ή υπό διωγμό από την χριστιανική Εκκλησία, καθώς θεωρείτο (και πράγματι είναι) «παγανιστικό», κατάλοιπο της εθνικής (ειδωλολατρικής) θρησκείας των αρχαίων κατοίκων της περιοχής (θρακικών και μακεδονικών φύλων). Παρ’ όλ’ αυτά, οι ρίζες του εθίμου αποδείχθηκαν τόσο ισχυρές, ώστε το δρώμενο επέζησε κάθε απαγόρευσης μέσα στους αιώνες (παρότι ειδικά η Νικήσιανη έχει ιδιαίτερη και βαθιά θρησκευτική προσήλωση στην Ορθοδοξία κι ήταν το ένα από τα δύο μόνο με αμιγή ελληνικό πληθυσμό χωριά του Παγγαίου στην Τουρκοκρατία –το άλλο είναι η Μεσορόπη). Τα αγόρια και τα παλικάρια της Νικήσιανης επιζητούν με ιδιαίτερη περηφάνια να ντυθούν «Αράπηδες» τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους και να βροντήξουν τα κουδούνια τους στα σοκάκια του ιστορικού χωριού τους! Αρκετοί, μάλιστα, έρχονται ακόμα κι από το εξωτερικό (Αυστραλία, Γερμανία κ.α.) για τον σκοπό αυτό.
Μοναστηράκι Δράμας
Το δρώμενο των «Αράπηδων» του Μοναστηρακίου Δράμας (5,5χλμ Β της Δράμας) έχει αρκετές ομοιότητες, αλλά και διαφορές από το συνώνυμό του της Νικήσιανης. Η κύρια εκδήλωσή του διαδραματίζεται στις 6 Ιανουαρίου, στις 3μμ., στο κέντρο του χωριού. Οι «Αράπηδες» κι εδώ φορούν προβιές ζώων και σκουρόχρωμη κάπα, όμως οι κωνικές μακριές μάσκες τους συνήθως δεν είναι μαύρες, αλλά λευκές, κοκκινότριχες, γκρίζες κ.α. Επίσης δεν φορούν ειδικές κάλτσες, αλλά μακρύ τρίχινο παντελόνι μέχρι κάτω και κανονικά παπούτσια (όχι «γουρουνοτσάρουχα»). Ο όμιλος («τσέτα») των «Αράπηδων» στο Μοναστηράκι συνοδεύεται πάντα από μία ομάδα τσολιάδων, που σ’ όλη τη διαδρομή και στη διάρκεια του δρώμενου χορεύουν στροβιλίζοντας τις πολύ κοντές λευκές φουστανέλες τους.
Το έθιμο είναι σπονδυλωτό και αποτελείται από τέσσερα μέρη:
α) το δρώμενο της «Αρκούδας» με τον «Αρκουδιάρη» (κωμικό). Η «αρκούδα» συμβολίζει το Κακό, που προσπαθεί να εισβάλει στην τοπική κοινωνία, αλλά οι «Αράπηδες» επαγρυπνούν για να την διώξουν,
β) το δρώμενο της μονομαχίας μεταξύ των δύο αρχηγών των «Αράπηδων» και τη νεκρανάσταση του ηττημένου (δραματικό),
γ) την απαγωγή της «γκιλίγκας» (άνδρα ντυμένου γυναίκα) από «Αράπηδες» και την απελευθέρωσή «της» με επέμβαση των ευζώνων (κωμικό) και
δ) την εικονική άρωση του χώρου και σπορά από έμπειρο γεωργό του χωριού, με τη βοήθεια των «Αράπηδων» που ζεύονται το ψευτο-άροτρο, σε μία συμβολική επιχείρηση γονιμοποίησης της γης με την προσδοκία της ευφορίας της στους μήνες που ακολουθούν.
Η εκδήλωση αρχίζει από το βράδυ της 5ης Ιανουαρίου, με τη συγκέντρωση της ορχήστρας (οργανοπαίκτες με «κεμενέ»/αχλαδόσχημη μακεδονική λύρα και νταχαρέ/«νταϊρέ») και των υποψήφιων «Αράπηδων» (άνδρες συνήθως νεαρής ηλικίας) στο κτίριο του Πολιτιστικού Συλλόγου Μοναστηριακίου (όπου λειτουργεί και Πολιτιστικό Εργαστήρι Μάσκας – Κουστουμιού «Αράπηδων»). Συνοδεία τοπικού τσίπουρου και κρασιού οι νεότεροι μυούνται στο έθιμο από νωρίς το βράδυ. Ακολούθως, χωρίς να ντυθούν με τις στολές τους, ζωσμένοι μόνο με ελαφρά κουδούνια, τα αγόρια κάνουν έναν συμβολικό γύρο του χωριού προαναγγέλλοντας όσα θα ακολουθήσουν την επαύριο.
Το επόμενο πρωί, ανήμερα των Θεοφανίων, η «τσέτα» ξεκινά την κυκλική περιοδεία της στο χωριό, αρχίζοντας με επίσκεψη στο νεκροταφείο για να τιμηθούν οι νεκροί συγχωριανοί και, ιδίως, όσοι είχαν συμβάλει στα περασμένα χρόνια στην αναβίωση του εθίμου. Η συγκεκριμένη κίνηση είναι μια αναγωγή στο μύθο της καθόδου της Περσεφόνης στον Άδη, μετά την απαγωγή της από τον Θεό του Κάτω Κόσμου Πλούτωνα, που σύμφωνα με τη Μυθολογία συνέβη ακριβώς σ’ αυτά τα μέρη (Ηδωνίδα). (Σχετικό είναι και το πρόσφατο εντυπωσιακό εύρημα της «απαγωγής της Περσεφόνης» σε επιδαπέδιο ψηφιδωτό στο αρχαίο ταφικό μνημείο του λόφου Καστά της κοντινής Αμφίπολης).
Μετά οι «Αράπηδες» και οι Εύζωνοι κάνουν το γύρο του χωριού, επισκεπτόμενοι τα σπίτια του Μοναστηρακίου για κεράσματα κι ευχές, προτού καταλήξουν στο κέντρο του οικισμού όπου μπροστά σε εκατοντάδες επισκέπτες και μονίμους κατοίκους θα ξεδιπλωθούν τα μέρη του δρωμένου μέχρι και μετά τη δύση του ήλιου, νωρίς το βράδυ (όπως αναφέρθηκε παραπάνω). Στο τέλος της εκδήλωσης όλοι οι παρευρισκόμενοι (συντελεστές του δρώμενου και θεατές) πιάνονται σε κυκλικό χορό ενδυναμώνοντας το κοινοτικό αίσθημα.
Με πρωτοβουλία του τοπικού Πολιτιστικού Συλλόγου, από τον περασμένο Φεβρουάριο (2022) οι «Αράπηδες Μοναστηρακίου Δράμας» εντάχθηκαν στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς με σχετική απόφαση της υπουργού Πολιτισμού.
Καλή Βρύση Δράμας
Ο Διόνυσος έχει την τιμητική του στην Καλή Βρύση Δράμας (περίπου 23 χλμ Δ της πόλης της Δράμας), καθώς στο χωριό αυτό έχει ανασκαφεί και ιερό του θεού (4ος π.Χ. αιώνας). Το δρώμενο, με ζωόμορφες μεταμφιέσεις και κουδούνια, έχει την ονομασία «Μπαμπούγερα» κι είναι αναπαράσταση σατιρικού γάμου μεταξύ δύο ανδρών (ο ένας μεταμφιεσμένος σε γυναίκα/«νύφη»), με τον Διόνυσο να «ευλογεί» την «ένωση» και να κυριαρχεί στην κεντρική εκδήλωση.
Το έθιμο εκτυλίσσεται για συνολικά τρεις μέρες (6-8 Ιανουαρίου), με την κορύφωση (τον «Διονυσιακό Γάμο») να πραγματοποιείται την τελευταία μέρα (8/1) από νωρίς το μεσημέρι, στο κέντρο της Καλής Βρύσης.
Τα «Μπαμπούγερα» κατακλύζουν τους δρόμους του χωριού, αναστατώνοντας τον τόπο με τους ήχους των κουδουνιών τους και πειράζοντας τους πάντες, ενώ το εντόπιο κρασί ρέει προσφέρεται δωρεάν σε όλους! Η εμφάνισή τους διαφέρει από τους παραδοσιακούς «Αράπηδες», καθώς τα χρώματα της στολής περιλαμβάνουν πολύ λευκό, ενώ η μάσκα (πολύ λιγότερο αυστηρή) καταλήγει σε δύο χαριτωμένα «κερατάκια».
Συνοδεία μουσικών οργάνων και των μεταμφιεσμένων «Μπαμπούγερων», η «γαμήλια πομπή» με τον γαμπρό και τη «νύφη» οδηγείται στην κεντρική πλατεία, όπου ο μεταμφιεσμένος σε Διόνυσο νέος δίνει «ευλογία» και ευχές στο νέο «ζευγάρι», με διαλόγους που προξενούν άφθονο γέλιο στους «προσκεκλημένους» στο γάμο, που συνωστίζονται κατά εκατοντάδες γύρω τους. Ακολουθεί το «γαμήλιο γλέντι», με τραγούδια και χορούς, όπου «Μπαμπούγερα», «νεόνυμφοι», «Διόνυσος» και θεατές σμίγουν σε ένα πανηγύρι χαράς και ευωχίας μέχρι το βράδυ.
Για όσο διαρκεί η μέρα ο τοπικός Πολιτιστικός Σύλλογος Καλής Βρύσης μπορεί να οργανώσει την ξενάγηση όσων επισκεπτών ενδιαφέρονται στο ιερό του Διονύσου και σε άλλα σημεία αρχαιολογικής αξίας στην περιφέρεια του χωριού.
Εν τέλει, η αναβίωση των δρώμενων με τους μεταμφιεσμένους κωδωνοφόρους της Ανατολικής Μακεδονίας, στη Νικήσιανη Παγγαίου και σε επτά χωριά της Δράμας από τις 5 έως και τις 8 Ιανουαρίου, κλείνει με τον πιο χαρούμενο και παραδοσιακό τρόπο την εορταστική περίοδο Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς – Θεοφανίων.
Η σύνδεση με την Ιστορία αποδεικνύεται ζωντανή κι ανθεκτική στο χρόνο, σφυρηλατημένη με δεσμούς ακατάλυτους μεταξύ των προϊστορικών κι ιστορικών προγόνων με τους σημερινούς απογόνους τους, που κρατούν ψηλά την παράδοση κι έχουν καταφέρει να την κοινωνούν κάθε χρόνο όχι μόνο στους κατοίκους της περιοχής τους, αλλά και σε χιλιάδες επισκέπτες (Έλληνες και ξένους) που σπεύδουν να παραστούν σε δρώμενα σπάνια ή και μοναδικά σ’ έναν ανάλογα σπάνιας ομορφιάς τόπο με φιλόξενους και φιλότιμους οικοδεσπότες.