Με μια φουρκέτα να θυμομετρήσω το άδειό σας κεφάλι
Κ. Καρυωτάκης
Απ’ τα κατάβαθα της ιστορίας, η Τέχνη σ’ όλες τις μορφές της επιχείρησε ν’ αντιπαλέψει την εγγενή στην ανθρώπινη φύση απερισκεψία, τη φυσική ανοησία και ηλιθιότητα, που διακρίνει το ανθρώπινο Γένος, όταν δεν μπορεί -ακόμη και σήμερα- να ξεπεράσει την ενστικτώδη κατάσταση και να κατανοήσει πως είναι το μόνο είδος με το δώρο της αντίληψης του χρόνου και της κατασκευής του χώρου και του κόσμου του.
Η Τέχνη, ακόμη και στις πιο θεσμικές μορφές της, όταν δηλ. καλείτο να συνεισφέρει στην παραγωγή και αναπαραγωγή των δομών και των σχέσεων της κοινωνίας και της εξουσίας, πάντα εμπεριείχε κάποια σπέρματα αμφισβήτησης της κυριαρχίας (από τον ομηρικό Θερσίτη και τον Αίαντα, τον Γιλγαμές μέχρι τον βλάσφημο μοντερνισμό και τις τάσεις του 20ου αιώνα). Η Τέχνη, πέρα από την κουφιστική διάσταση που της προσέδιδε ο Χέγκελ, αυτής που δεν μπορεί να ξεριζώσει δια παντός το «Κακό», οδηγεί τον άνθρωπο στην αφύπνιση, την άρση του από την επιφανειακή αντίληψη του κόσμου και της κοινωνίας, ορθοτομώντας τις συνθήκες και βυθομετρώντας τα συναισθήματα και τις υποστασιακές αγωνίες του.
Από τον άθλο του Προμηθέα, να ξυπνήσει τους ανθρώπους από τον «δογματικό ύπνο» των Θεών, το αφήγημα του Γιλγαμές, που πιστεύοντας τους Θεούς θέλησε αποφασιστικά να χαράξει πορεία ίσαμε το τέλος του Κόσμου για να βρει την αθανασία, την εξιστόρηση της Θεογονίας από τον Ησίοδο μην τυχόν ο αγροίκος, αμαθής αδελφός του ξυπνήσει και κατανοήσει πως το θείο είναι ουσιαστικά ανθρώπινη κατασκευή και συμβατική διήγηση, η Τέχνη διαρκώς αναμετράται με τη λιγόψυχη, πλην όμως ακατανίκητη λόγω αριθμητικής ισχύος, ανοησία. Η ροπή προς την ανοησία διακατέχει κάθε άνθρωπο… από τον πλέον μορφωμένο, ή έμπειρο, μέχρι τον άβγαλτο έφηβο και την όποια δεσποσύνη που, όπως έλεγε κι εύστοχα ο ποιητής, μπορούμε «με μια φουρκέτα να βυθομετρήσουμε το άδειό της κεφάλι».
Δεν είναι λίγοι οι διανοητές στην ιστορία της ανθρωπότητας, από τον Ρότζερ Μπάρτον στην «Ανατομία της Μελαγχολίας», τον Ντιντερό, τον Χιουμ, τον Καντ, τον Σοπενάουερ, τον Κίρκεγκορντ, τον Βίτγκεντσταϊν, και μέχρι σήμερα τον Χάρι Φράνκφουρτ με το Bullshit του, για να αναφέρω μόλις λίγους, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πάσχισαν να δώσουν απάντηση σε τούτο το αδυσώπητο ερώτημα: «Πώς είναι δυνατόν ένας έξυπνος άνθρωπος να παίρνει λάθος αποφάσεις; Ή να κάνει λάθος κρίσεις;» Πολύ περισσότερο δε, όταν ο άνθρωπος αυτός είναι έξυπνος, με καλλιεργημένη ευαισθησία, ηθικό ανάστημα, εμπειρία του κόσμου, οξυμένη λογική παρατήρηση.
Με γνώμονα τούτο, ο Φαουστικός ήρωας του Γκαίτε δίκαια θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί το πλέον ανέσπερο σύμβολο της ανθρώπινης φύσης. Ο Φάουστ αναδεικνύεται απόλυτα παραδειγματικός, καθώς συμπεριφέρεται ως ο μεγαλύτερος ανόητος όλων, καθώς ως πανεπιστήμων αφήνεται απόλυτα και αψυχολόγητα και κυρίως απερίσκεπτα να καθοδηγηθεί από μία παροδική ροπή και να θυσιάσει τα πάντα για έναν -όπως στο τέλος θ’ αποδειχθεί- πρόσκαιρο από τη φύση και τον χαρακτήρα του αντικειμένου του πόθου του έρωτα. Και μολονότι είναι η προσωποποίηση της σοφίας, του ορθολογισμού και της κρίσης, πουλάει την ψυχή του, χάνει ακόμη και την αξιοπρέπειά του και την όποια του μικρή ευδαιμονία, για να κατακτήσει μία επιπόλαια και ανάξια ψυχή.
Η Τέχνη πασχίζει να μετριάσει την αμφιθυμία και αμφισημία της ανθρώπινης φύσης, την οποία ουδέποτε καμία επιστήμη, καμία γνώση επίκτητη, καμία τεχνολογική εξέλιξη και ιατρική πανάκεια δύναται να εκριζώσει από τον άνθρωπο. Δυστυχώς, τα συμπεράσματα δεν είναι ευμενή γι’ αυτήν, ακόμη κι όταν έχει βαρύνουσα σημασία και επιτυχία… το κοινό στην πλειονότητά του παραμένει απλός παρατηρητής, ανίδεος καταναλωτής των παθών, που απεικονίζονται και όχι των μηνυμάτων πίσω από τις εικόνες, τις μορφές, τα σύμβολα, τις αλληγορίες. Συχνά αντιλαμβάνεται ως κυριολεξία την ειρωνεία της Τέχνης και βγαίνει από τα διδασκαλεία της το ίδιο άξεστος, διανοητικά και συμπεριφορικά, με πριν…. Η Τέχνη γνωρίζει τότε πως πρέπει να εργασθεί με μία μειοψηφία, με την ελπίδα ότι αυτή θ’ αυγατίσει και θα παράξει νεοσσούς που θα φέρουν αργότερα το μήνυμα ως ώριμοι σημαιοφόροι και στους υπόλοιπους.
Στο σημερινό τοπίο, που η τεχνολογία της «επικοινώνησης» (και όχι της επικοινωνίας) της προσωπικής νεύρωσης και αμάθειας (γιατί πλέον δεν σώνουν οι ώρες για περισυλλογή, μάθηση, κατανόηση του εαυτού μας και του άλλου), η ίδια η Τέχνη υποχωρεί, καθώς αντανακλά σε κάποιο βαθμό το επίπεδο της κυρίαρχης τάσης και της γλώσσας της κοινωνίας. Οι «ανεγκέφαλοι» που έμειναν ως κυρίαρχα παραδείγματα, έχουν «πολλά κεφάλια» ως Ύδρα, που ξεπετάγονται διαρκώς και από παντού. Αλίμονο, το σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας έχει γραφεί σε σκοτεινές στιγμές, που διήρκεσαν αιώνες, όπου ο σκοταδιστικός ανορθολογισμός, η ισοπεδωτική ηλιθιότητα, η ολέθρια τρυφηλότητα ήταν ο κανόνας και οι «φωτεινές» στιγμές, η ανάδυση Τιτάνων του Πνεύματος, της Επιστήμης, της πολιτικής, ήταν μόνον κάποιες εξαιρέσεις.
Με αυτές τις σκέψεις κάποιος μπορεί κάλλιστα να κάνει μία αναγωγή στις σημερινές εκκωφαντικές αντικαλλιτεχνικές συνθήκες στον τόπο μας. Από το ξεκίνημά της η τωρινή κυβέρνηση, ίσως έχοντας επίγνωση για τον καταλυτικά διαπαιδαγωγικό για την κοινωνική και την υποστασιακή συνείδηση του ανθρώπου, που στη βαθύτερη διάστασή της πάντα αποδεικνύεται «επικίνδυνη» για τις εξουσίες, μοιάζει να αναμετράται λυσσαλέα με κάθε μορφή Τέχνης, λες και επρόκειτο για έναν πολιτικό της αντίπαλο.
Έχει μία υπουργό Πολιτισμού (με μπόλικες φουρκέτες στο κεφάλι), που διαμηνύει πως η μόνη πολιτιστική πολιτική είναι εκείνη που προσπορίζει τουρίστες, που θα νομιμοποιεί παράνομες συλλογές, που θα εξαπατάται από τον Λιγνάδη, που θα αγνοεί τα ευρήματα στη Βενιζέλου και γενικώς ό,τι δεν είναι επικερδές και δεν εκπορεύεται από κάποιον ιδιωτικό πολιτιστικό οργανισμό που «χορηγεί» και προωθεί τη δική του εκδοχή για την Hochkultur (υψηλή, θεσμική, Τέχνη). Δίπλα της έχει μία υπουργό Παιδείας, που πασχίσει να εξοβελίσει οτιδήποτε είναι καλλιτεχνικό, κοινωνιολογικό και δεν συμβάλλει στην «κατάρτιση» του εργαζόμενου που θέλει η αγορά και εμπίπτει στον δημόσιο χαρακτήρα της Παιδείας. Αυτή η κυβέρνηση είναι σαν να καταδιώκει τον πολιτισμό εν γένει.
Ας θυμηθούμε πώς αντιμετώπισε τους καλλιτέχνες μέσα στην πανδημία, τα καλλιτεχνικά μαθήματα, τι έγινε με το ΕΜΠΡΟΣ, την περίπτωση Ινδαρέ (δηλ. τα ψέματα που φτυάρισε η επίσημη Πολιτεία για τον ξυλοδαρμό του από τους μπάτσους) και τώρα την υποβάθμιση των πτυχίων από δραματικές σχολές. Η κυβέρνηση τη μόνη αξία που διατρανώνει ότι προωθεί είναι αυτή της «αριστείας» των προνομιούχων και ημιμαθών. Η μόνη σχέση όλων αυτών με το «αριστεύειν» είναι αυτή που έδιναν στην έννοια οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι: αριστεύειν=κολατσιό.
«Η ανοησία είναι σοβαρή υπόθεση», αναφωνεί στον τίτλο του βιβλίου του ένας συγκαιρινός μας διανοητής, ο Maurizio Ferraris, που βλέπει στην κουλτούρα το μοναδικό αντιφάρμακο για την ανοησία. Όμως, πώς και με ποια κουλτούρα θα μπορέσουμε να κατορθώσουμε να αποζευχθούμε από το άρμα της life style ηλιθιότητας, που γίνεται κυρίαρχος κανόνας, ως σχετικισμός, αερολογία και περιπτωσιολογία, και στην ίδια την Τέχνη; Πώς θα μπορέσουμε μέσα από το διάχυτο πλέγμα των δημοσιολογούντων και αγοραίων, που υποβιβάζουν κάθε σοβαρή συζήτηση σε «ύθλο γραϊδίων», είτε αυτοί είναι συγγραφείς και ειδικοί, είτε δημοσιογραφούντες, με την κοινοτοπία της παρατήρησής τους και της απόδοσής τους, και όποτε προωθούν και παρουσιάζουν την Τέχνη (ιδίως όποια καταφέρνει ν’ αποσπασθεί από την κοινότοπη τάση του συρμού της εποχής της) την απογυμνώνουν ουσιαστικά από τη βαθιά της προοπτική; Με δεδομένο ότι είναι πάντοτε άκαιρη και ανεδαφική η διάκριση σε υψηλή και λαϊκή κουλτούρα, ποιοι πρέπει να είναι οι ουσιαστικοί στόχοι του πολιτισμού της νέας εποχής, απέναντι στην εκ νέου γιγαντωμένη αμάθεια, στη νέα κοινοτοπία και ανοησία του κυρίαρχου «βιβλίου των πολλών;»