Η στιγμή του ματς μεταξύ του Φίσερ και του Σπάσκι στο Ρέικιαβικ το 1972 ήταν η σύμπτωση δύο τροχιών, μιας σκακιστικής και μιας πολιτικής. Η λάμψη που δημιούργησε αυτή η στιγμή πολλαπλασιάστηκε μέσα από τη μεγέθυνση που της χάρισε ο φακός του θεάματος.
Με το προηγούμενο έτος να έχει εκπνεύσει πέρασε και η σημαντικότερη σκακιστική περυσινή επέτειος: τα πενήντα χρόνια από το θρυλικό ματς του Φίσερ εναντίον του Σπάσκι στο Ρέικιαβικ τον Ιούλιο του 1972. Εξάντλησα επίτηδες τον χρόνο μέχρι να αποφασίσω –ενόσω «μου είχε πέσει η σημαία»- να γράψω αυτό το κείμενο, προσπαθώντας να συμβιβαστώ με το γεγονός ότι κάθε απόπειρα να πει κάποιος το οτιδήποτε γι’ αυτό ισοδυναμεί με το να αδειάσεις έναν κουβά νερό στη θάλασσα: από την πρώτη στιγμή ο αντίκτυπος ήταν τέτοιος που άρχισαν –και, φευ, συνέχισαν– να γράφονται σελίδες επί σελίδων. Προειδοποιώ λοιπόν τον αναγνώστη και την αναγνώστρια ότι από αυτό εδώ το κείμενο δεν πρόκειται να μάθει κάτι που να μην μπορεί να το βρει καλύτερα αλλού.
Μια σκέψη μου ήταν να αφήσω εντελώς ασχολίαστη την επέτειο. Δεν θα ’ταν και η πρώτη εξάλλου. Αλλά πώς να προσπεράσεις το γεγονός που καθόρισε την εξέλιξη του σύγχρονου σκακιού όσο κανένα άλλο; Ένα πρόσφατο ταξίδι δύο φίλων, της Αλεξάνδρας και του Νίκου, στην Ισλανδία μού έδωσε το έναυσμα να αποπειραθώ το απονενοημένο διάβημα – τουλάχιστον θα μείνουν οι φωτογραφίες που ευγενώς μου παραχώρησαν. Σε κάθε περίπτωση δεν σκοπεύω να κάνω τίποτα περισσότερο από το να επισημάνω επιγραμματικά τρία πράγματα: τη σημασία του ματς στη συγκυρία –πολιτική και σκακιστική–, την αξία που έχει, τόσο αγωνιστικά όσο και στις μυθιστορηματικές περισκακιστικές του λεπτομέρειες, και, τέλος, τον μακρύ απόηχό του και την επίδρασή του.
Το σημείο καμπής
Η αναμέτρηση του Φίσερ με τον Σπάσκι αποτελεί σημείο όπου διακλαδώνονται πολιτικές και σκακιστικές εξελίξεις. Βρισκόμαστε εντός του Ψυχρού Πολέμου – οποία ειρωνεία για ένα ματς που διεξάγεται στην Ισλανδία. Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο Νίξον, και ο Κίσινγκερ βρίσκεται στο απόγειό του. Παρόλο που δεν βρισκόμαστε στα πιο έντονα 60ς, ο ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων συνεχίζει ακάθεκτος. Και αίφνης για οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι έχουν την ευκαιρία να ανταγωνιστούν τους «Κόκκινους» σε μια επικράτεια που κατ’ εξοχήν αποτελεί τη σπεσιαλιτέ τους, το σκάκι. Είναι η πρώτη φορά από το 1948 (όπου ο τίτλος του πρωταθλητή προέκυψε από τουρνουά) που κάποιος μη Σοβιετικός φτάνει στο σημείο διεκδίκησης του τίτλου. Το μεσοδιάστημα χαρακτηρίζεται από την απόλυτη κυριαρχία της Σοβιετικής Σχολής. Μοιάζει λες και το παιχνίδι είναι χωρισμένο στα δύο, με τους Σοβιετικούς να καθορίζουν τις αγωνιστικές και θεωρητικές εξελίξεις και όλους τους υπόλοιπους να ακολουθούν. Η τεράστια βάση ενεργών σκακιστών στην ΕΣΣΔ αποτελεί τον τροφοδότη ενός συστήματος που εξειδικεύει τα ταλέντα. Την ίδια στιγμή η αφθονία των Σοβιετικών σκακιστών τούς βοηθά να «συνεννοούνται» στα διεθνή τουρνουά, επιτυγχάνοντας τα «σωστά» αποτελέσματα.
Σ’ αυτό το στάτους κβο η εμφάνιση και η άνοδος του Φίσερ είναι εντυπωσιακή. Τα συνεχή παράπονά του για τους «κομμουνιστές που κλέβουν», η μανία του με το παιχνίδι αλλά και η εκκεντρικότητα που συχνά κρατούσε πίσω την πορεία του συγκρότησαν μια εντυπωσιακή περσόνα. Θα μπορούσε να δει κανείς σ’ αυτόν μια νιτσεϊκή μορφή υπερανθρώπου που με πλήρη έλλειψη ενσυναίσθησης προχωρά προς τη θεμελίωση των δικών του αξιών, αδιαφορώντας για τον κόσμο, χωρίς πάθη, χωρίς κανένα σημείο πιθανής τρωτότητας πέρα από τον τεράστιο εγωισμό του.
Στην πραγματικότητα ωστόσο θα ήταν πιο χρήσιμο να δούμε στον Φίσερ την εκκίνηση του εκμοντερνισμού του σκακιού, τάσεις του οποίου προϋπήρχαν, αλλά ο Αμερικανός έγινε ο καταλύτης του. Η αφοσίωση του Φίσερ στο παιχνίδι, οι διαπληκτισμοί του με τους διοργανωτές για πλήθος θεμάτων, η απείθειά του για τις προσυμφωνημένες ισοπαλίες των Σοβιετικών, συγκροτούν το αίτημα της μετατροπής του παιχνιδιού σε σπορ. Το γεγονός ότι αυτό συμπίπτει με τη γραφειοκρατική εξάντληση του σοβιετικού σκακιστικού μηχανισμού, με την εντροπία των προνομίων να ωθεί στην κατατρόπωση της δημιουργικότητας, είναι μια ιστορική συγκυρία που ανέδειξε τη σπουδαιότητα της αναμέτρησης με τον Σπάσκι.
Δύο παραδείγματα από τη μαζική κουλτούρα το δείχνουν αυτό: Στην ταινία Θυσία πιονιού περιγράφεται παραστατικά το παρασκήνιο της πρώτης επί της σκακιέρας συνάντησης του Φίσερ με τον Σπάσκι. Βρισκόμαστε στη Σάντα Μόνικα το 1966. Αν και στην Αμερική, μοιάζει να είναι ο Φίσερ που παίζει εκτός έδρας: ενώ οι Σοβιετικοί έχουν καταλύσει στο ακριβό ξενοδοχείο και απολαμβάνουν τη χλιδή που τους εξασφαλίζει το κρατικό προνόμιο του να είσαι γκραν μετρ, ο Φίσερ βρίσκεται σ’ ένα ταπεινό μοτέλ με μόνη συντροφιά τον ιερέα-«δεύτερό» του, Μπιλ Λομπάρντι, και μία πόρνη. Δεν ξέρω αν έγινε ηθελημένα, αλλά ο παραλληλισμός με τον Ιησού, τον νέο θεό που έρχεται να ταράξει τα ύδατα, πριν μπει στα Ιεροσόλυμα, είναι παραπάνω από προφανής.
Με τη σειρά του ο Βιτόριο Τζακομπίνι στο απολαυστικό του βιβλίο Βασιλιάς σε καταδίωξη (μτφρ. Π. Σκόνδρας, Κέδρος, 2011) θα περιγράψει με γλαφυρότητα την μπονβιβερίστικη οπτική του Σπάσκι για τη ζωή, στον αντίποδα του φισερικού ασκητισμού:
Ακόμα και πριν από τα μεγάλα ραντεβού κοιμόταν πάντα του καλού καιρού και προπονούταν ελάχιστα […] Τα ατελείωτα προγεύματά του με βάση τα αυγά –σφιχτά, χτυπητά, τηγανητά, μελάτα–– λίτρα καφέ και βουνά βούτυρο και σαλάμι διακόπτονταν από σχοινοτενείς μονολόγους για τα όνειρα που είδε τη νύχτα και για τους αρχαιοελληνικούς μύθους. Συχνά ψυχαγωγούσε τους φίλους του με διασκεδαστικές, πάντα απρεπείς, πολύ προσβλητικές μιμήσεις. (σ. 164)
Δεν θα πρέπει ωστόσο να ταυτίζουμε τους σκακιστές και τις χώρες τους. Παρά τον αντικομμουνισμό του ο Φίσερ δεν είναι πιόνι των Αμερικανών. Ακόμα κι όταν δηλώνει «Αυτό το μικρό πράγμα μεταξύ εμένα και του Σπάσκι είναι μια μικρογραφία ολόκληρης της παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης», πιο πολύ τον εαυτό του σχολιάζει παρά την παγκόσμια κατάσταση. Κι αν οι Αμερικανοί κάνουν το λάθος να τον θεωρούν ως τέτοιο, θα πάρουν την απάντηση που τους αρμόζει όταν φτάσει στη γραμμή της προαγωγής: ο Αμερικανός πρωταθλητής που νίκησε τους Σοβιετικούς θα μετατραπεί σε μέγα αντιαμερικανό, στα όρια της παράνοιας. Διόλου τυχαία η ζωή του είχε ξεκινήσει υπό το βάρος της συνεχούς παρακολούθησης της μητέρας του, Γερμανοεβραίας μετανάστριας από το πάντα ανήσυχο FBI. Ο Φίσερ παίζει μόνος του, απλά τυχαίνει στο Ρέικιαβικ να συμφωνεί μαζί του και το ιστορικό συγκείμενο. Αν το απόγειο της δυτικής ιδεολογίας είναι ο ατομικισμός πώς να περιμένει κανείς ένας γνήσιος εκπρόσωπός του να μην τον επιδεικνύει διαρκώς;
Ομοίως, ο Σπάσκι είναι ο χειρότερος από πολιτική άποψη για τη θέση ενός προασπιστή του σοβιετικού σθένους. Καταγόμενος από οικογένεια ιερέων, μοναρχικός, ο Σπάσκι ξέρει ότι έχει ασυλία για όσο κερδίζει – αλλά δεν θα δώσει και το είναι του γι’ αυτό. Εκμεταλλεύεται ένα σύστημα που τον εκμεταλλεύεται – και δεν θα διστάσει λίγα χρόνια αργότερα να αυτομολήσει στη Δύση. Μέχρι τότε έπαιζε το παιχνίδι με τους δικούς του όρους, και το ίδιο έκανε και στο Ρέικιαβικ.
Πλάι στο άλογο
Ως το Ρέικιαβικ ο δρόμος υπήρξε μακρύς. Όπως διαχρονικά συνηθιζόταν στο σκάκι, οι δύο αντίπαλοι άρχισαν την αναμέτρηση από τον καθορισμό των όρων της. Η ισλανδική πρωτεύουσα ως επιλογή των Σοβιετικών γνώρισε αρχικά την αποδοκιμασία του Φίσερ, που ενστικτωδώς απέκρουε τις προτάσεις του αντιπάλου. Χωρίς να έχει σημασία η διελκυστίνδα των επιλογών –μια γεωγραφία της ασυμφωνίας– μένει να καταλήξουμε στο ότι ο Φίσερ συναίνεσε στο παρά πέντε: όταν ο Μαξ Όιβε –ο 5ος παγκόσμιος πρωταθλητής και τότε πρόεδρος της ΦΙΝΤΕ– έθεσε ένα τελεσίγραφο στον διεκδικητή: ή εκεί ή θα παίξει ο επόμενος τη τάξει.
Και κάπως έτσι στις αρχές Ιουλίου του 1972 ο πλανήτης περίμενε την έναρξη του ματς του αιώνα. Στην Αμερική η αδημονία για την πιθανότητα να ηττηθούν επιτελούς οι Σοβιετικοί στο σκάκι έχει πάρει διαστάσεις μαζικού φαινομένου. Η αναμέτρηση έχει γίνει η είδηση της ημέρας και όλα τα μεγάλα μέσα στέλνουν και τους αντίστοιχους ανταποκριτές – ο New Yorker χαρακτηριστικά θα στείλει τον πολύ Τζορτζ Στάινερ, η πένα του οποίου αναβαθμίζει το γεγονός σε πολιτιστικό συμβάν. Ο Φίσερ ωστόσο για άλλη μια φορά δεν θα είναι προβλέψιμος. Η θέση του στην πτήση της 27ης Ιουνίου για Ρέικιαβικ θα μείνει κενή. Ο Μπιλ Λομπάρντι, βασικός «δεύτερος» του Φίσερ στο ματς θα τον περιμένει στην Ισλανδία, ενώ ο Μπόμπι θα απομονωθεί στην αμερικανική ενδοχώρα. Θα πρέπει να περιμένουμε ως τις 11 Ιουλίου –με καθυστέρηση δέκα ημερών– μέχρι οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ανάμεσα σε Αμερικανούς, Σοβιετικούς και τους έρμους τους Ισλανδούς να μένουν στη μέση σαν τον γάιδαρο του Χότζα μέχρι να πειστεί ο Μπόμπι –φήμες θέλουν και τον ίδιο τον Κίσινγκερ να βάζει το χέρι του– να πάει να παίξει, επιτελώντας το σκακιστικό και πολιτικό καθήκον του.
Και η αναμονή το δίχως άλλο τον κόπο: στην πρώτη παρτίδα, σε ένα φαινομενικά «αθώο», ισόπαλο φινάλε, ο Φίσερ υπέπεσε σε ένα ασυγχώρητο για την κλάση του λάθος, χάνοντας τον αξιωματικό του. Ο Σπάσκι δεν «αστόχησε» και το 1-0 για τον κάτοχο του τίτλου του παγκόσμιου πρωταθλητή ήταν γεγονός. Ο Φίσερ αντέδρασε με τον γνώριμο φισερικό τρόπο. Αφού ανακάλυψε ότι τον ενοχλούν οι κάμερες του ABC, που είχε την αποκλειστικότητα της κάλυψης του αγώνα, ζήτησε οι επόμενες παρτίδες να διεξάγονται άνευ. Και για να μη μείνει καμία αμφιβολία περί των προθέσεών του, δεν κατεβαίνει να αγωνιστεί στην επόμενη, δεύτερη, παρτίδα. Όχι μόνο χάνει 0-2, αλλά όλα φαίνονται να τελειώνουν. Τα συμβόλαια μοιάζουν πολύ ισχυρά για να σπάσουν και οι Σοβιετικοί δεν δείχνουν διατεθειμένοι να ανεχτούν άλλα καπρίτσια. Είναι εξάλλου φοβερή εύνοια της τύχης να συνεχίσουν να κρατούν τα ηνία στο άθλημα και να κερδίσουν χρόνο για να προετοιμάσουν έναν καινούριο παγκόσμιο πρωταθλητή, πιο πειθήνιο από τον σε μεγάλο βαθμό αυτόνομο Μπόρις Σπάσκι. Κι είναι ακριβώς αυτός, ο Σπάσκι, που δεν θα τους το επιτρέψει. Στην τελευταία θεατρική του κίνηση πριν φύγει από την Ισλανδία, ο Φίσερ στέλνει τελεσίγραφο: ή η τρίτη παρτίδα θα παιχτεί σε ένα απομονωμένο δωμάτιο, χωρίς κάμερες και κοινό ή αυτός εγκαταλείπει. Ο Σπάσκι, ενάντια στη βούληση της ομάδας του, δέχεται αμέσως. Δεν ξέρουμε αν είναι η ασυνείδητη επιθυμία του να χάσει το ματς –όπως είχε ισχυριστεί ο Ντόνερ– ή η πίστη του ότι ο Φίσερ ψάχνει λόγους να μην παίξει, που κινούν την απόφασή του. Σε κάθε περίπτωση, είναι το καθοριστικό λάθος που θα κρίνει όλο το ματς. Από την άλλη αποτελεί την κίνηση των δύο θαυμαστικών χωρίς την οποία η σκακιστική ιστορία θα ήταν εντελώς διαφορετική. Στο ημίφως μιας –μικρότερης από την κύρια- αίθουσας που χρησιμοποιούνταν για ανάπαυση, ο Φίσερ θα κερδίσει πειστικά για πρώτη φορά στη ζωή του τον Μπόρις Σπάσκι. Η ιστορία άρχιζε να γράφει.
Και δεν σταμάτησε. Επανερχόμενοι στην κεντρική αίθουσα και με το θέμα των καμερών υπό διαβούλευση μέχρι να βρεθεί η χρυσή τομή της παρουσίας τους χωρίς να φαίνονται από τον ιδιόρρυθμο Αμερικανό, οι δύο αντίπαλοι ακολούθησαν την προδιαγεγραμμένη πορεία. Ο Φίσερ έπαιξε εμφανώς ανώτερο σκάκι, χωρίς να φοβάται να αναμετρηθεί με βαριάντες στις οποίες ο Σπάσκι δεν είχε ουδέποτε ηττηθεί. Χαρακτηριστική υπήρξε η 6η παρτίδα του ματς, όπου ο Φίσερ έπαιξε για πρώτη φορά ως λευκός το Γκαμπί της Βασίλισσας (και για τρίτη μόλις φορά κάτι που να μην αρχίζει με το πιόνι του Βασιλιά). Ο Σπάσκι απάντησε με την αγαπημένη του βαριάντα Ταρτακόβερ, μια από τις πλέον στέρεες άμυνες του μαύρου, στην οποία δε ουδέποτε είχε χάσει στο παρελθόν. Ο Φίσερ έπαιξε υποδειγματικά την παρτίδα, γεμάτος σιγουριά, ενώ ο ξαφνιασμένος από την επιλογή ανοίγματος του αντιπάλου του Σπάσκι δεν κατάφερε να βρει τον δρόμο προς τη σωτηρία. Κι ο ίδιος στο τέλος χειροκρότησε τον αντίπαλό του, σε μια κίνηση που προοικονομούσε σαφώς την εξέλιξη του ματς. Παίχτηκαν συνολικά μόνο 21 από τις 24 προγραμματισμένες παρτίδες, καθώς με 12,5-8,5 σκορ υπέρ του Αμερικανού δεν υπήρχαν περιθώρια να αλλάξει το τελικό αποτέλεσμα. Ο Φίσερ ήταν αυτός που θα ανέκοπτε τη σχεδόν τριαντάχρονη συνεχή κυριαρχία των Σοβιετικών.
Ο απόηχος
Τo τέλος του ματς βρήκε τον κόσμο με έναν νέο παγκόσμιο πρωταθλητή και ένα νέο παιχνίδι. Η επικράτηση του Φίσερ φέρνει στο προσκήνιο το σκάκι ως άθλημα. Οι γκρίνιες του Φίσερ για τα έπαθλα και τις συνθήκες διεξαγωγής των αγώνων στέφθηκαν με επιτυχία, όπως και η συνεχής δουλειά προετοιμασίας και εμβάθυνσης, που αγγίζουν εδώ ένα νέο βάθος αλλά και μια νέα… επιφάνεια. Γιατί μπορεί οι Σοβιετικοί σκακιστές να είναι το ίδιο διάσημοι στην ΕΣΣΔ, αλλά ο τρόπος της διάδοσης του σκακιού ως ιδεολογίας ακολουθεί τις παραδοσιακές ατραπούς της εμφάνισής του ως σοβαρής, διανοητικής ενασχόλησης. Στη Δύση ο Φίσερ μετατρέπει τον σκακιστή σε κανονικό σελέμπριτι. Τα πρωτοσέλιδα και οι τηλεοπτικές εμφανίσεις είναι το θέαμα– δεν επιδιώκουν να επισυνάψουν στην εικόνα του καμία ποιότητα εστέτ λογιοσύνης. Τους αρκεί η εκκεντρικότητα του νερντ, όπου το «απροσάρμοστο» (ή πολλές φορές και ανάρμοστο) των απαντήσεων γίνεται η πιπεράτη ατάκα που οδηγεί στην κατανάλωση. Ο Φίσερ που δεν ξέρει αν στο μέλλον προτιμά να αγοράσει αυτοκίνητο ή να παντρευτεί, ο Φίσερ που αρέσκεται να βλέπει το εγώ του αντιπάλου να διαλύεται, ο Φίσερ που δεν πίνει ποτέ, ο μισογύνης. Και αργότερα ο παρανοϊκός αντισημίτης, ο αντιαμερικανός, ο φυγάς. Η εικόνα του μαγεύει, χωρίς να χρειάζεται κανείς να ξέρει σκάκι. Αρκεί που υπάρχει η εικόνα.
Παρότι ωστόσο η εικόνα του σελέμπριτι σκακιστή δεν χρειάζεται το σκάκι, γεγονός είναι ότι η ύπαρξη ενός δυτικού πρωταθλητή –ακόμα κι αν μετά την ενθρόνισή του ο πρωταθλητής δεν ξανάπαιξε σκάκι– δημιούργησε νέο ενδιαφέρον για το παιχνίδι. Οι ερασιτέχνες σκακιστές πολλαπλασιάστηκαν, με αντίστοιχη αύξηση και των επαγγελματιών. Ο Φίσερ έδειξε τον δρόμο σε πολλούς νέους που αναζητούσαν μια καριέρα που να συνδυάζει τη διανοητική αναζήτηση με μια αντισυμβατική στάση. Παρότι ο Φίσερ δεν υπήρξε ποτέ πολιτικοποιημένος, η επιτυχία του λειτούργησε ως σηματοδότης για πολιτικοποιημένα νιάτα της χίπικης εποχής, δημιουργώντας μια γενιά μποέμ σκακιστών στην Ευρώπη – με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα την Αγγλία, όπου ο απόηχος της φισερικής επιτυχίας, από κοινού με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, οδήγησε στην αύξηση των γκραν μετρ στα τέλη των 70ς και τις αρχές των 80ς: το σκάκι ήταν μια βιώσιμη εναλλακτική στη μεσοαστική συμβατικότητα.
Η «στιγμή Φίσερ» αναβάθμισε και την επαγγελματοποίηση του σοβιετικού σκακιού. Ο τρόπος που οι Κάρποβ και Κασπάροβ αναπτύχθηκαν σκακιστικά και άσκησαν την κυριαρχία τους στη μεταφισερική περίοδο αποτελεί συνέχιση της κληρονομιάς του. Αν ο μοναχικός καβαλάρης Φίσερ αμφισβήτησε τον σοβιετικό τρόπο, ο δεύτερος κατάφερε εντέλει να ενσωματώσει την αμφισβήτηση οδηγούμενος στην τελειοποίηση. Χωρίς τον Φίσερ η σοβιετική σχολή πιθανόν να είχε λιμνάσει: με αυτόν ξεδίπλωσε πλήρως το δυναμικό της.
Και σε όλα αυτά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την Ισλανδία. Παρότι η χώρα είχε από νωρίς σκακιστική παιδεία –με τον Φρίντρικ Ολαφσον να αποτελεί ισχυρό γκραν μετρ– το γεγονός ότι το Ρέικιαβικ έγινε το ορόσημο της ανόδου του Φίσερ στον σκακιστικό Όλυμπο αποτέλεσε το αφετηριακό σημείο μιας ανείπωτης αγάπης για τον Αμερικανό γκραν μετρ. Όχι μόνο το σκάκι αποτελεί μια από τις αγαπημένες ενασχολήσεις στο νησί, αλλά και ο ίδιος ο Φίσερ έγινε πραγματικό τοπόσημο. Το γεγονός ότι η χώρα έδωσε το 2005 άσυλο στον καταδιωκόμενο από τις αμερικανικές δυνάμεις για την παραβίαση του εμπάργκο εναντίον της Γιουγκοσλαβίας Φίσερ συντέλεσε στο να περάσει εκεί τα τελευταία χρόνια της ταραχώδους ζωής του. Ο τάφος του Φίσερ σε μια κωμόπολη, 60 χιλιόμετρα από το Ρέικιαβικ αποτελεί πόλο έλξης αναρίθμητων επισκεπτών κάθε χρόνο.
Μια πλήρης παρουσίαση του ματς του αιώνα θα αποτελούσε έργο για βιβλίο – και πόσα εξάλλου τέτοια δεν κυκλοφορούν! Το γεγονός ότι ένα από αυτά έγραψε ο τότε πρόεδρος της ΦΙΝΤΕ (και πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής) Μαξ Όιβε (μαζί με το τρομερό και ανερχόμενο τότε παιδί του ολλανδικού σκακιού Γιαν Τίμαν) είναι ενδεικτικό νομίζω της σημασίας του ματς και για το ενδοσκακιστικό φαντασιακό. Η στιγμή του ματς υπήρξε η στιγμή της σύμπτωσης δύο τροχιών, μιας σκακιστικής και μιας πολιτικής. Η λάμψη που δημιούργησε αυτή η στιγμή πολλαπλασιάστηκε μέσα από τη μεγέθυνση που της χάρισε ο φακός του θεάματος. Το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές του δράματος δεν έμειναν αμέτοχες μαριονέτες των υπερατομικών τροχιών δίνει στο όλο σκηνικό την αύρα μυθιστορήματος – ο αναγνώστης θα πρέπει να αποφασίσει αν θα το διαβάσει σαν μεταμοντέρνο αμερικανικό ή κλασικό ρωσικό.