Εν μέσω παρακολουθήσεων, Ντογιάκου και κηδείας έκπτωτου, μια παλιά «ασθένεια» (ή για να είμαστε πιο ορθοί ένας γνωστός τυχοδιωκτισμός) επανέρχεται στις τάξεις της «αριστεράς»: τα μέτωπα.
Το προηγούμενο διάστημα είδαμε, για παράδειγμα, εκπροσώπους του τροτσκισμού (ή εκδοχών του σε κάθε περίπτωση) να εμφανίζονται σε κινήσεις για την υπεράσπιση των δημοκρατικών κατακτήσεων και του κράτους δικαίου, χέρι-χέρι με τη μνημονιακή, νεοφιλελεύθερη δεξιά, που παριστάνει το «κέντρο».
Σε πιο πρόσφατα, συλλογικά κείμενα, συνυπογράφουν πολιτικά και επιστημονικά πρόσωπα υπεύθυνα για την κατεδάφιση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα και επομένως για κομβικότατες αφαιρέσεις από τον πυρήνα της συνταγματικής προστασίας (έστω αυτής που έχουμε). Παλιότερα, είχαμε «δημοκρατικά τόξα», με τους πρεσβευτές της θεωρίας των δύο άκρων (πολλοί εκ των οποίων είχαν προφανείς άκρες στη Χρυσή Αυγή) μέσα σε αυτά. Το ζήτημα όμως έχει ακόμα μεγαλύτερο ιστορικό βάθος: από τότε που τμήματα της κομμουνιστικής αριστεράς ήταν διατεθειμένα να συνεργαστούν μέχρι και με τον έκπτωτο, εν μέσω χούντας. Παλιές ιστορίες που όμως δεν θα έπρεπε να είναι και ξεχασμένες.
Κατά ένα μέρος πρόκειται για θεωρητική αφέλεια: το επιμέρους αναγορεύεται σε γενικό, οπότε κάθε ικανότητα για διαυγή ματιά χάνεται. Ο κάθε Ντογιάκος είναι ένας σημαντικός κίνδυνος για τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, ο οποίος όμως δεν αποτελεί παρά μόνο δευτερεύοντα κίνδυνο, σε ένα γενικό πλαίσιο στρέβλωσης έως και βιασμού του πυρήνα της (αστικής) δημοκρατίας στην Ελλάδα και των εγγυήσεων αυτής, λόγω ξενοκρατίας και ολιγαρχίας. Είναι επομένως τουλάχιστον προβληματικό να υποθέτεις ότι μπορείς να υπερασπίζεσαι τη δημοκρατία, μαζί με εκείνους που πρωταγωνίστησαν στην υποβάθμιση έως αναίρεσή της.
Κατά ένα άλλο μέρος πρόκειται για εσωτερίκευση μιας ιστορικής ήττας, από δεκαετίες πριν. Ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς και «αριστεράς» θεωρεί ότι απλώς δεν μπορεί μόνο του και ότι επομένως πρέπει να χρησιμοποιεί αστούς πολιτικούς και οργανικούς διανοουμένους, προκειμένου να εμφανίζεται πιο ευπρόσωπο. Φυσικά, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι (αυτή) η αριστερά που χρησιμοποιείται σαν πλυντήριο ευθυνών.
Και κατά ένα τρίτο μέρος πρόκειται για μικροκομματικούς υπολογισμούς και επίδειξη νομιμοφροσύνης, όπως για παράδειγμα το φλερτ Τσίπρα-Βενιζέλου. Με προίκα μια πορεία από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία προς τη νεοφιλελεύθερη ΤΙΝΑ και προς την ολοκλήρωση σχεδόν της διαπραγμάτευσης της συμφωνίας για τις βάσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας έχει περιορίσει την αντιπολίτευσή του σε ορισμένες (ούτε καν όλες) τις διαχειριστικές όψεις του Μητσοτακισμού. Σοβαρότατες και απεχθείς αναμφιβόλως, όμως πίσω από αυτές, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει έτοιμος να ξεπλύνει όλο το άθλιο μοντέλο εξουσίας επί του ελληνικού λαού, επιδεικνύοντας προς αυτό μια στάση άψογης νομιμοφροσύνης και πολιτικού καθωσπρεπισμού. Επομένως, τι καλύτερο από ένα φλερτ έως και αρραβώνα με άλλες, καθεστωτικές όψεις και πρόσωπα; Ακόμα και με εκείνες οι οποίες πριν λίγο καιρό φλέρταραν και με τον Μητσοτακισμό.
Να είμαστε σαφείς: δεν υπάρχει τίποτα κακό με τις συμμαχίες που συνάπτονται επί της αρχής, ούτε και με συμπορεύσεις σε επιμέρους μάχες. Προφανώς τέτοιες συμμαχίες θα γίνονται και με πρόσωπα του αστικού πολιτικού και πνευματικού κόσμου και μάλιστα με πολλά, αν είναι εφικτό. Υπάρχουν δε αξιολογότατα τέτοια πρόσωπα. Αλλά με πρόσωπα συνεπή και σε ένα πλαίσιο ηγεμονίας των ιδεών σου. Όχι με πρόσωπα και δυνάμεις που έχουν πρωταγωνιστήσει στην πλέον αντιλαϊκή διαχείριση όλων των τελευταίων κρίσεων. Αλλιώς, η χαμένη αξιοπιστία των υπηρετών του κατεστημένου επεκτείνεται και σε όλους τους υπολοίπους. Σε τελική ανάλυση δεν χρειάζεται να υπογράφουν όλοι μαζί ένα κείμενο για να αποκτήσει αυτό αξία. Μπορούν και ο καθένας ξεχωριστά, για παράδειγμα. Πολύ περισσότερο, αν κανείς θέλει να υπερασπιστεί κατακτήσεις της αστικής δημοκρατίας, μπορεί να το πετύχει συγκρουόμενος και με τους μείζονες αντιπάλους τους, όχι μόνο με τους τελειωμένους από καιρό.
Προσοχή στα μέτωπα λοιπόν. Για όσους είναι καλόπιστοι. Οι υπόλοιποι, απλώς ετοιμάζονται για την αλλαγή φρουράς έτσι και αλλιώς, άρα δεν έχουν και πολλά να προσέξουν.