Ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς και της «αριστεράς», εξαιτίας της αδυναμίας του να δει πέρα από το επιμέρους, σε διαφορετικές (και όχι λίγες) περιπτώσεις βλέπει το τυρί αλλά δε βλέπει τη φάκα. Δεν θα μιλήσουμε για τα διεθνή ζητήματα, όπου αυτό είναι εξόφθαλμο. Ούτε και για το επίκαιρο ζήτημα που αφορά χειρισμό της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής, οπότε και ορισμένοι θεώρησαν αφελώς ότι περίπου επέβαλαν στο αστικό κράτος την καταδίκη της. Αυτό δεν συνιστά μομφή για το νομικό χειρισμό των συνηγόρων, οι οποίοι ακριβώς ως συνήγοροι έπρεπε να ακολουθήσουν τους εντολείς τους, ούτε υποτίμηση του ρόλου του αντιφασιστικού κινήματος. Είναι μια ευθεία κριτική στην αδυναμία αντίληψης του ρόλου του αστικού κράτους ως τέτοιου και ειδικότερα του ελληνικού, ως εξαρτημένου από το εξωτερικό και ελεγχομένου από την ολιγαρχία στο εσωτερικό.
Όταν απαλλαγούμε από τις αυτοαναφορικές κραυγές του τύπου «τι ζούμε μλκ μου;» μπορεί και να δούμε καθαρότερα τι συμβαίνει γύρω μας και τι δένει διαφορετικά επιφανειακώς, πλην όμως όμοια φαινόμενα διεθνώς. Τραμπισμός και μπολσοναρισμός, Μελόνι, Μακρόν, «κεντρώοι» που λατρεύουν τα αστυνομικά κλομπς και τις πλαστικές σφαίρες, φιλελεύθεροι που εκστασιάζονται με την καταστολή κάθε ατομικού δικαιώματος όποτε η εξουσία φωνάξει «δημόσιος κίνδυνος ενόψει!» (θυμόμαστε ακόμα τους «αριστερούς» που ζητούσαν οι ανεμβολίαστοι να εκτοπιστούν σε κάποια βουνοκορφή, σωστά;), νοσταλγοί κάθε παλαιού αυταρχικού μοντέλου, από το φασισμό-ναζισμό έως τις μοναρχίες, «κοσμοπολίτες» ρατσιστές, αντιρώσοι και φιλοσιωνιστές στις μέρες μας, ως επί το πλείστον με «προοδευτικές πλάτες», «αντιφασίστες» που απαιτούν να στέλνουμε όπλα στο τάγμα Αζόφ ή στους συνεργάτες του ΝΑΤΟ στη Συρία, δικαιωματικοί που θέλουν διαπομπεύσεις και δρακόντειους νόμους και τόσες άλλες υπο-κατηγορίες.
Όλα αυτά τα φαινόμενα, είτε πρόκειται για ηγεμονικές συστημικές δυνάμεις, είτε για δυνάμεις που θέλουν να αντιπολιτευθούν στο σύστημα εξουσίας, αλλά τελικώς καταλήγουν να συμπεριφέρονται σαν χρήσιμοι ηλίθιοι έχουν να κάνουν με το τόσο γνωστό αλλά τόσο λησμονημένο, ρόλο του αστικού κράτους, σε συνθήκες αναίρεσης της σχετικής αυτονομίας του και υποταγής του στα συμφέροντα της ολιγαρχίας (στην Ελλάδα και διεθνώς) εν μέσω κρισιακού καπιταλισμού.
Το τέλος του κεϋνσιανισμού σηματοδοτεί το τέλος της υλικής εκείνης βάσης, που διατηρούσε εν ζωή την ιδεολογική ηγεμονία του καπιταλισμού. Από το ’70 εισερχόμαστε στην περίοδο του κρισιακού καπιταλισμού: διαδοχικές κρίσεις, γιγαντωνόμενες ανισότητες και επομένως κοινωνική αποσύνθεση, όχι με την ηθικιστική, αλλά με την πραγματική έννοια του όρου. Κοινωνίες με τόσο μεγάλες ανισότητες δεν μπορούν να επιβιώσουν σε βάθος χρόνου ως τέτοιες. Η ίδια η έννοια της ιστορικότητας και της κοινωνικότητας του ανθρώπου εξορίζεται: η πλειοψηφία ζει για το αύριο ή στην καλύτερη μπορεί να έχει έναν ολιγόμηνο ορίζοντα σχεδίου. Στις νεότερες ηλικίες, η κοινωνία του θεάματος εξιδανικεύει την ανιστορικότητα παρουσιάζοντάς την ως ελευθερία: «yolo» και νέες εμπειρίες. Αυτός που δεν μπορεί να δημιουργήσει, γιατί του στερούν οι υλικοί όροι παραγωγής τη δυνατότητα, ψάχνει «challenges» και εμπειρίες. Στις λίγο ή και αρκετά μεγαλύτερες ηλικίες, το «yolo» δίνει τη θέση του στην καταθλιπτική, καθημερινή πίεση, στο άγχος, στην απογοήτευση. Ο άνθρωπος που σχεδίαζε με ορίζοντα ζωής (σε ορισμένες τουλάχιστον περιοχές του πλανήτη κατά την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο) έχει δώσει τη θέση του στον άνθρωπο που ψάχνει την επιβίωση. Το ηρωικό πρότυπο που κινούνταν πέρα και πάνω από το βιολογικό κύκλο έχει μεταπέσει στο μοντέλο ιδιώτη που μαζεύει τα ψίχουλα της διάχυτης κοινωνίας του θεάματος.
Υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ καπιταλιστικής κρίσης και κρισιακού καπιταλισμού. Η καπιταλιστική κρίση αποτελεί μέσα από τη «δημιουργική καταστροφή» αναγκαίο συστατικό στοιχείο του καπιταλιστικού μοντέλου και της αναπαραγωγής του. Ο κρισιακός καπιταλισμός περιγράφει τη φάση κατά την οποία ο καπιταλισμός αποτυγχάνει να λύσει τα προβλήματά του (τις αντιφάσεις του και τις αντιθέσεις του) μέσα από τη δημιουργική καταστροφή της κρίσης, με αποτέλεσμα οι κρίσεις του να είναι ουσιαστικώς διαρκείς. Μια τέτοια συνθήκη όμως δημιουργεί αιτίες ένδοθεν ξεχαρβαλώματός του. Ο διαρκής φόβος των κεφαλαίων ότι θα καταστραφούν, τα καθιστά ακόμα πιο κανιβαλικά μεταξύ τους και τα ωθεί να επιστρατεύσουν τα ισχυρότερα εθνικά κράτη προς υπεράσπισή τους. Οι θεσμοί διεθνούς συνεννόησης καταρρέουν προς όφελος του πολέμου και οι όποιοι εσωτερικοί θεσμοί κοινωνίας της ευημερίας καταργούνται. Οι λαοί αγανακτούν γιατί το κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο νόμιζαν ότι είχαν συνάψει θρυμματίζεται.
Εν μέσω μιας τέτοιας κατάστασης είναι επόμενο, οι εσωτερικές αντιθέσεις του μεγάλου κεφαλαίου επί της στρατηγικής σε παγκόσμια κλίμακα να οξύνονται. Οι πρεσβευτές του πολυκεντρικού κόσμου σήμερα αντιμετωπίζουν με μεγάλη καχυποψία την έξαλλη χρηματιστικοποίηση και τη δολαριοποίηση. Ως ανερχόμενος πόλος εν τω γίγνεσθαι δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην παραγωγή και στο εμπόριο, στην κινητοποίηση παραγωγικών δυνάμεων και συντελεστών. Υπ’ αυτήν την έννοια βρισκόμαστε πιο κοντά σε ένα και πάλι καπιταλιστικό μοντέλο, πλην όμως ρύθμισης της κίνησης των κεφαλαίων και σχεδιασμού, συνθήκες οι οποίες με τη σειρά τους επιτρέπουν μεγαλύτερο περιθώριο αναδιανομής και επομένως διαμόρφωσης της υλικής βάσης της ιδεολογικής ηγεμονίας του εναλλακτικού (καπιταλιστικού) μοντέλου τους. Τα παραπάνω δεν αναιρούν την ύπαρξη φτώχειας και ανισοτήτων στο εσωτερικό τους. Αλλά τους δίνουν στο παρόν μεγαλύτερο περιθώριο συναινέσεων στο μοντέλο εξουσίας.
Οι κοινωνίες του μέχρι πρότινος κυρίαρχου, νεοφιλελεύθερου, υπερ-χρηματιστικοποιημένου, αμερικανοκεντρικού καπιταλισμού καθοδηγούνται από το άγχος των ΗΠΑ για τη φθορά της ισχύος τους και από την έντονα χρηματοπιστωτικοποιημένη και νεοαποικιακή εκδοχή καπιταλισμού. Οι συνέπειες της υποχώρησης της ισχύος των ΗΠΑ αλλά και το γεγονός ότι η υπερ-χρηματιστικοποιημένη είναι και η πλέον κρισιακή εκδοχή καπιταλισμού (χωρίς να είναι ανέγγιχτη από κρίσεις, βέβαια, ούτε η άλλη εξελισσόμενη καπιταλιστική συγκρότηση) σημαίνει ότι η υλική βάση της ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου πλήττεται περισσότερο και άρα η καταστολή και ο αυταρχισμός καθίστανται ακόμα πιο απαραίτητοι.
Η καταστολή και ο αυταρχισμός ούτε περιορίζονται, ούτε κρίνονται κατά βάση σε σχέση με την τήρηση ορισμένων ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρότι όλα αυτά είναι σημαντικά, δεν είναι τα μείζονα. Το κατεξοχήν κριτήριο συνίσταται στο βαθμό γνώσης και συμμετοχής των κυβερνωμένων στη διαμόρφωση των στρατηγικών ή, αν προτιμάτε, στο βαθμό και στην ποιότητα συμμετοχής του κοινωνικού στο πολιτικό. Όταν δούμε έτσι την έννοια του αυταρχισμού και του μη-αυταρχισμού, της δημοκρατίας κάποιας μορφής, οι εύκολες εξηγήσεις και περιγραφές εξαφανίζονται.
Κυρίως όμως καθίσταται σαφές ότι όσο «εμείς οι δυτικοί» δείχνουμε τους «απέναντι», ο αυταρχισμός εμπεδώνεται στις δικές μας χώρες και κοινωνίες, εν μέσω μάλιστα κοινοβουλευτισμού. Δεν είναι ότι δεν συναντούμε αυταρχικά μοντέλα διακυβέρνησης στο πλαίσιο των κρατών που αντιμάχονται τη Δύση – κάθε άλλο. Αλλά σε αρκετές εξ αυτών των περιπτώσεων, το ενδιαφέρον του συστήματος εξουσίας να συμπεριλάβει και να διαμορφώσει το κοινωνικό, με τρόπο που να συμμετέχει στο πολιτικό είναι προφανές, αναγκαστικό και πολύ ισχυρότερο από όσα λαμβάνουν χώρα στη «Δύση». Ίσως, η πλέον χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι το Ιράν.
Επιστρέφοντας στα της Δύσης, το μείζον εσωτερικής σύγκρουσης μεταξύ των πυλώνων του συστήματος εξουσίας σε ό,τι αφορά την πολιτική και πολιτειακή λειτουργία συνίσταται στο ποια μορφή αυταρχισμού είναι η ωφελιμότερη για τη σταθεροποίηση του κατεστημένου εν μέσω κρισιακότητας. Μέχρις στιγμής, το επικρατέστερο πρότυπο συνδυάζει τον κοινοβουλευτισμό, το τυπικό (αλλά όχι το ουσιαστικό) περίβλημα της διάκρισης των λειτουργιών, ορισμένα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα και τον μη πολιτικό ρόλο του στρατού, με την προώθηση της διάλυσης των μαζικών κομμάτων, ιδίως της αριστεράς και της εργατικής τάξης (επομένως με την αναίρεση της παρουσίας του κοινωνικού στο πολιτικό), με την εξαγορά και με τον έλεγχο του πολιτικού προσωπικού από την ολιγαρχία στη βάση της γενικευμένης κλεπτοκρατίας, με την εξαφάνιση της υλικής βάσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, με την πλήρη αδιαφάνεια ως προς ζητήματα στρατηγικής και όχι μόνο, με την υπερ-ενίσχυση της εκτελεστικής λειτουργίας και με την εμπέδωση μιας διεθνούς δομής εντός της οποίας η κυριαρχία των ΗΠΑ δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και καθορίζει τις εσωτερικές εξελίξεις των εξαρτημένων κρατών. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε όλ αυτό ως αστική, κοινοβουλευτική ολιγαρχία.
Υπάρχουν και άλλα προτεινόμενα μοντέλα φυσικά, τα οποία εμφανίζονται είτε ως αρκετά ασφαλείς εκτονώσεις της λαϊκής δυσθυμίας, είτε γιατί στοιχεία του κατεστημένου αντιλαμβάνονται τα όρια του πρώτου μοντέλου. Ο Τραμπισμός συνδυάζει αστικοδημοκρατικά και πρωτοφασιστικά στοιχεία: αναζήτηση δεξιών ηγετών που γεννά η κοινωνία του θεάματος, οι οποίοι συνυπάρχουν με το θεσμικό εποικοδόμημα σε μια διαρκή διελκυστίνδα, με ταυτόχρονη κινητοποίηση ενός τμήματος του κοινωνικού, έστω σε ένα πλαίσιο αντιδραστικό ή και καρικατούρας. Οι ύστατες προφανώς εφεδρείες είναι αυτές ενός ολοκληρωμένου φασισμού (η οποία δεν φαντάζει ιδιαιτέρως πιθανή ως επιλογή διακυβέρνησης) και περιορισμένες μορφές πραξικοπηματικού τύπου μοντέλων, γύρω από πτυχές της εκτελεστικής λειτουργίας, οι οποίες είναι πιθανότερες και θα επιστρατευθούν μόλις χρειαστεί, επειδή ο ταξικός αγώνας δεν θα μπορεί να ελεγχθεί εντός του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Η αστική, κοινοβουλευτική ολιγαρχία ως η πλέον δημοφιλής συστημική επιλογή χτίζει εδώ και δεκαετίες το ιδεολογικό της οπλοστάσιο: πίσω από την υποτιθέμενη μάχη κατά του «λαϊκισμού» και τις διαρκείς επικλήσεις δημοσίων κινδύνων κάθε είδους δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά η ανάγκη να περιοριστεί η πολιτική σύγκρουση και η ταξική πάλη στα αυστηρά όρια απόλυτης υποταγής στο κυρίαρχο διεθνοπολιτικό και οικονομικό μοντέλο.
Η υπόθεση της απόπειρας απαγόρευσης του κόμματος Κασιδιάρη από την κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και η αντιπρόταση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν απόδειξη του πώς το ευρισκόμενο σε κίνδυνο αστικό κράτος, αξιοποιεί τις επιμέρους νίκες λαϊκών κινημάτων, προκειμένου να εξοπλιστεί ακόμα καλύτερα εναντίον τους. Όσοι νομίζουν ότι μπορούν να ηγεμονεύουν το αστικό κράτος και μάλιστα στη σημερινή του μορφή, ανήκοντας στον αντίπαλο ιδεολογικό χώρο (στο βαθμό βεβαίως κατά τον οποίο είναι όντως αντίπαλοί του) απλώς πηγαίνουν σαν πρόβατα στη σφαγή.
Η απαγόρευση του κόμματος Κασιδιάρη δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά το πρόσχημα για την υιοθέτηση θεσμικού οπλοστασίου με προοπτική την αναίρεση της νομιμότητας της κομμουνιστικής (και όχι μόνο) αριστεράς, που αποτέλεσε θεμέλιο λίθο για την πλέον ομαλή και πετυχημένη, πλην όμως πλέον θνήσκουσα, αστική δημοκρατία στην πατρίδα μας, την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία. Θα λάβει χώρα αυτή η αναίρεση νομιμότητας άμεσα και σίγουρα; Όχι απαραιτήτως. Θα επικρέμαται ως απειλή, όποτε ενταθεί ο ταξικός αγώνας πέραν του «αποδεκτού» από το σύστημα εξουσίας. Το θύμα μπορεί αυτή τη φορά να μην είναι το ίδιο το ΚΚΕ, αλλά ίσως άλλες δυνάμεις. Πάντως το θεσμικό οπλοστάσιο θα είναι εκεί, στα χέρια της ανώτατης δικαστικής γραφειοκρατίας (δηλαδή στα χέρια της ολιγαρχίας, του ξένου παράγοντα και της εκτελεστικής λειτουργίας) ωθώντας μας σε μια δημοκρατία α λα Τούρκα, όπως ακριβώς την είχαν διαμορφώσει προδικτατορικά το κράτος και παρακράτος της δεξιάς, η πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και το παλάτι.
Πρόκειται για μετάπτωση σε ένα πολιτειακό και πολιτικό καθεστώς, στο οποίο το κατεστημένο δια των θεσμών που ελέγχει παρεμβαίνει προληπτικώς στη διεξαγωγή του πολιτικού και ταξικού αγώνα, δια της άσκησης ελέγχου σε ιδεολογικά ζητήματα. Μετά τα εγκλήματα γνώμης έχουμε και κατασταλτικό, ιδεολογικό έλεγχο, από το στενό πυρήνα του κράτους. Η δε πρόταση ΣΥΡΙΖΑ περί απαγόρευσης ναζιστικών κομμάτων, με την οποία εναποθέτει προληπτικό έλεγχο επί του πολιτικού προσανατολισμού και της πολιτικής θεωρίας κάθε κόμματος ή προσώπου στα χέρια δικαστικών, συνιστά όχι μόνο συνενοχή, αλλά και αναγνώριση της αδυναμίας του να ασκήσει ηγεμονική πολιτική στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα: τόσο λίγο εμπιστεύεται αυτά τα στρώματα και τις επιλογές τους, ώστε προτιμά να διακινδυνεύσει τα τελευταία απομεινάρια της πρώιμης μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, παρά να αναμετρηθεί και να νικήσει στο δρόμο και στους μαζικούς χώρους, τα υπολείμματα της Χρυσής Αυγής και των ναζί.
Πρέπει να κατανοήσουμε εν κατακλείδι το εξής: το αστικό κράτος είναι ταυτοχρόνως πλαίσιο αγώνα και αντίπαλος. Είναι κυρίως το δεύτερο και λιγότερο το πρώτο. Κάθε νίκη στο πλαίσιο του αστικού κράτους η οποία δεν κατοχυρώνεται και ως νίκη ενάντια σε αυτό, μοιραία θα αξιοποιηθεί εναντίον του λαού και των εργαζομένων.