ΑΘΗΝΑ
12:27
|
22.11.2024
Βρήκε στο σκάκι την ευκαιρία για μια εναλλακτική καριέρα και για... κάτι παραπάνω.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο πρώτος Άγγλος γκραν μετρ ανέδειξε τη δυναμική, πραγματιστική διάσταση του σκακιού, δεν φοβήθηκε τις συγκρούσεις –εντός και εκτός σκακιέρας– και στον σύντομο βίο του κατάφερε αυτό που χαρακτηρίζει κάθε μεγάλη προσωπικότητα: να μην περάσει απαρατήρητος.

Όταν στο καθιερωμένο α λα Προυστ ερωτηματολόγιο του περιοδικού New In Chess ο Άγγλος γκραν μετρ Μάικλ Άνταμς ρωτήθηκε ποιο θεωρεί το μεγαλύτερο επίτευγμά του στο σκάκι απάντησε με το γνωστό βρετανικό φλέγμα: «Το ότι απέφυγα να κάνω μια κανονική δουλειά». Η ίδια απάντηση θα μπορούσε να ισχύει για πολλούς ομότεχνους του Άνταμς, που ενηλικιώθηκαν στο ίδιο πάνω κάτω περιβάλλον, των δεκαετιών του 1970 και του ‘80. Ο απόηχος του ματς του Φίσερ με τον Σπάσκι, από τη μια, και η συνεχής διολίσθηση στον νεοφιλελευθερισμό, από την άλλη, έκαναν πολλά ατίθασα νιάτα της αγγλικής κοινωνίας να δουν στο σκάκι την ευκαιρία μιας εναλλακτικής καριέρας, που θα συνδυάζει τον μποέμικο τρόπο ζωής με τη διανοητική δραστηριότητα. Ο πρώτος από αυτή τη φουρνιά, που έγινε και ο πρώτος Άγγλος γκραν μετρ, υπήρξε ο Τόνι Μάιλς.

Όταν το περασμένο Νοέμβριο έγραψα μια ανάρτηση στο facebook για την επέτειο του θανάτου του Μάιλς, χρησιμοποίησα το επίθετο «εκκεντρικός». Ο Φίλιππος Κοεράντ, το μπλογκ του οποίου, skakistiko, αποτελεί από τους σημαντικότερους ελληνικούς σκακιστικούς τόπους συνάντησης και παραγωγής λόγου, μου επεσήμανε δικαίως ότι το «sui generis» θα ήταν πιο ορθός χαρακτηρισμός, καθώς η εκκεντρικότητα ενέχει και μια χροιά επιτήδευσης. Πράγματι, ο Μάιλς ουδέποτε υπήρξε επιτηδευμένος. Γεννημένος το 1955 στο Μπέρμινχαμ, θα επιδείξει από νεαρή ηλικία μια έφεση στα σπορ. Θα μάθει σκάκι στα 5, αλλά θα το εγκαταλείψει για να παίξει ποδόσφαιρο και κρίκετ, ενώ λίγο αργότερα θα ανακαλύψει και τις χάρες της κολύμβησης. Στο σκάκι θα επιστρέψει στην ηλικία των 10, όπου θα αρχίσει σιγά σιγά να πρωταγωνιστεί στα αντίστοιχα σχολικά και εφηβικά τουρνουά. Η άνοδος θα είναι συνεχής και ραγδαία, μέχρι την κατάκτηση του Παγκόσμιου Νέων το 1974 στη Μανίλα.

Η επιστροφή στην πατρίδα συνοδεύτηκε από το πρώτο μεγάλο δίλημμα ζωής για τον σχεδόν 20χρονο Μάιλς. Σε αντίθεση με τον Ναν, που μπορούσε να συνδυάσει την ακαδημαϊκή με τη σκακιστική καριέρα, όντας διδάκτορας της Οξφόρδης και κορυφαίος σκακιστής, ο Μάιλς υπήρξε μάλλον τεμπέλης. Το αν θα γίνει μαθηματικός ή γκραν μετρ ήταν ένα υπαρκτό δίλημμα – το οποίο έλυσε το ίδιο το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, απονέμοντάς του ένα τιμητικό μεταπτυχιακό δίπλωμα για τις επιτυχίες του στο σκάκι. Αυτό του άνοιξε τον δρόμο για να ριχθεί στη μάχη της απόκτησης του πολυπόθητου τίτλου. Στις αρχές του 1976 ο Τόνι Μάιλς θα επιτύγχανε τη δεύτερη νόρμα που χρειαζόταν για να γίνει ο πρώτος Άγγλος γκραν μετρ της ιστορίας, κερδίζοντας γι’ αυτό και το ποσό των 5.000 λιρών, ένα τιμητικό έπαθλο που είχε τάξει στον πρώτο που θα τα κατάφερνε ο επιχειρηματίας Τιμ Σλέιτερ.

Από τότε και έως το 1987 ο Μάιλς θα πετύχει σημαντικές νίκες, θα θέσει σημαντικούς στόχους, όπως το να γίνει ο πρώτος Άγγλος που θα συμμετάσχει σε κύκλο Διεκδικητών, θα αποτύχει σε πολλούς από αυτούς, αλλά πάνω από όλα θα παραγάγει σκάκι. Εντούτοις θα εμπλακεί σε διαμάχες με το βρετανικό σκακιστικό κατεστημένο, διαμάχες που θα τον οδηγήσουν σε ψυχικό μπρέικνταουν, η ανάρρωση από το οποίο θα οδηγήσει στην αυτοεξορία στις ΗΠΑ. Τη δεκαετία του 1990 ο Μάιλς θα έχει μια σκακιστική αναγέννηση, επιτυγχάνοντας σημαντικές επιτυχίες, όπως η επικράτηση σε τέσσερις διαφορετικές χρονιές στο τουρνουά εις μνήμην του Καπαμπλάνκα στην Κούβα, και αναδεικνυόμενος στα τέλη του αιώνα σε ευφυή σκακιστικό συντάκτη στο περιώνυμο μπλογκ Chess Café. Ο αδόκητος θάνατος από καρδιά, στην κατάρρευση της οποίας ο χρόνιος σακχαρώδης διαβήτης του έπαιξε κρίσιμο ρόλο, στις 12 Νοεμβρίου του 2001, θα στερήσει από το παγκόσμιο σκάκι μια προσωπικότητα ολκής.

Για να δούμε το γιατί, ας το ξαναπιάσουμε τώρα από το τέλος: Στη νεκρολογία του για τον Μάιλς, ο Νάιτζελ Σορτ με χαρακτηριστικό βρετανικό τρόπο θα αναμείξει σεβασμό και χλευασμό. Θα επισημάνει το μέγεθος του Μάιλς για το αγγλικό σκάκι, αλλά θα υπερτονίσει τον δύσκολο χαρακτήρα του. Θα επισημάνει τη διαμάχη που ξέσπασε το 1986 σχετικά με τη σειρά των σκακιέρων στην αγγλική ολυμπιακή ομάδα. Ο Σορτ θα θεωρήσει άδικο ότι αυτός, που τότε είχε υπερκεράσει τον Μάιλς στη λίστα των ΕΛΟ και στη δυναμικότητα, θα βρεθεί να παίζει στην τρίτη σκακιέρα. «Τον εκδικήθηκα, όχι μόνο ξεπερνώντας τον σκακιστικά, αλλά και με το να κοιμηθώ με την γκόμενά του», κατέληξε ο Σορτ. Αυτή η σοκαριστική, για τα δικά μας δεδομένα, δήλωση αποκαλύπτει, πέρα από τις πολιτικά μη ορθές διατυπώσεις, και την μεγάλη αντιπαλότητα των δύο αντρών – παρόλο που όπως επίσης σημειώνει ο Σορτ στο τέλος μπορούσαν, τουλάχιστον, να κάνουν έναν διάλογο χωρίς να τσακωθούν.

Αν και αντικειμενικά ο Σορτ έχει δίκιο στο ότι εντέλει υπήρξε δυνατότερος παίκτης από τον Μάιλς, το γεγονός ότι ο τελευταίος εξανέστη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 έναντι των νεαρότερων ανταγωνιστών του –με τον Σορτ και τον Κην να είναι οι μεγάλοι του εχθροί στους καυγάδες– δεν έχει να κάνει μόνο με την ιδιοσυγκρασία του, που τον οδήγησε στο ψυχιατρείο και την αυτοεξορία, αλλά και με την τεράστια «αγωνία της επίδρασης» που έδρασε εδώ. Ο Μάιλς υπήρξε ένας πραγματικός πατριάρχης, που καθόρισε εν πολλοίς την γενιά των ακολούθων του, και το άγχος των γιων να σκοτώσουν τον πατέρα είχε να κάνει με το γεγονός ότι ανακάλυπταν ότι του μοιάζουν.

Η βρετανική αποστολή για τη σκακιστική Ολυμπιάδα του 1986. Από τον εγγύτερο στον μακρινότερο προοπτικά: Σπίλμαν, Σορτ, Ναν, Μάιλς. Παρά τις γκρίνιες για τη σειρά, ο Μάιλς ως ηγέτης οδήγησε την ομάδα στο αργυρό μετάλλιο – μόλις μισό βαθμό πίσω από την πανίσχυρη ΕΣΣΔ. Photo: Gerhard Hund

Για να γίνει αυτό σαφές, ας ρίξουμε μια παραπάνω ματιά στο στυλ εντός κι εκτός σκακιέρας. Στο στυλ του Μάιλς κυριαρχούσε το τακτικό στοιχείο. Αντί να αναζητά ήπιες στρατηγικές θέσεις όπου ένα μικρό πλεονέκτημα θα μετασχηματιστεί αργά και βασανιστικά σε νίκη, μέσα από πλήθος σιωπηλών ελιγμών, ο Μάιλς θα ριχτεί στην δημιουργία περιπλοκών, όπου ο εντοπισμός του σωστού μονοπατιού θα είναι μια μοναχική και δύσβατη διαδικασία. Σ’ αυτό οι ακόλουθοί του θα βαδίσουν στον ίδιο δρόμο. Ο Ναν, ο Σπίλμαν, ο Κην και ο Σορτ θα αναδειχθούν σε επιθετικούς τακτικιστές. Σε όλη την αγγλική σχολή κυριαρχεί το μίσος για την ισοπαλία. Ο Σορτ μάλιστα κατηγορεί τον Μάιλς ότι χρησιμοποιούσε τις προτάσεις ισοπαλίας (και δη με τη συνεχή επανάληψή τους) απλώς και μόνο για να αποσυντονίσει τη συγκέντρωση των αντιπάλων του. Τυπικά στο ίδιο κλίμα, ο Σορτ ονόμασε το πρόσφατο βιβλίο-συλλογή επιλεγμένων παρτίδων με τον εύγλωττο τίτλο Νικώντας! (Winning, Quality Press 2022). Έχουμε εξάλλου ήδη δει τα απαξιωτικά σχόλια του Κην (που αν και μεγαλύτερος ηλικιακά, ακολούθησε σκακιστικά τον Μάιλς) για τους συνδυασμούς που έχουν το θράσος να οδηγούν απλώς το αποτέλεσμα στην ισοπαλία.

Το επιθετικό στυλ του Μάιλς συνδέεται και με την έφεσή του στον «τζόγο». Μιλώντας εδώ για «τζόγο» εννοούμε την επιθυμία να δημιουργεί κανείς περιπλοκές στη σκακιέρα που δεν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένες από αυτή τούτη τη θέση, αλλά η πιθανότητα επιτυχίας των οποίων συνδέεται ριζικά με την εκάστοτε συγκυρία. Ως επί το πλείστον, αυτή η συγκυρία συνδέεται με το μόνιμο άγχος των σκακιστών: την πίεση χρόνου Μια σκακιστική παρτίδα δεν είναι μια θεωρητική ενατένιση σπουδαστηρίου, αλλά μια αναμέτρηση που διεξάγεται σε δεδομένα χρονικά πλαίσια. Αν ο χρόνος σου τελειώσει έχασες. Όταν λοιπόν ένας αντίπαλος αντιμετωπίζει πίεση χρόνου και πρέπει να εκτελέσει έναν δεδομένο αριθμό κινήσεων σε περιορισμένα χρονικά όρια είναι πολύ εύλογο να θελήσεις να του προσθέσεις επιπλέον πίεση θολώνοντας τα νερά. Οι Κόπετς και Πρίσκετ στο βιβλίο τους για τους (τότε) σύγχρονους μεγάλους μετρ (Chess World Title Contenders and their Style, Dover 1980), θα αρχίσουν το κεφάλαιο του βιβλίου που αφορά τον Μάιλς ακριβώς με μια τέτοια περίπτωση τζογαρίσματος, την παρτίδα του εναντίον του Κινέζου Τσι, όπου ο Βρετανός σκακιστής αντί να εκβιάσει μια σίγουρη ισοπαλία περιέπλεξε τα πράγματα και κέρδισε. Από αντικειμενική άποψη η απόφασή του ήταν λανθασμένη, από πραγματιστική, ωστόσο, υπήρξε απόλυτα δικαιολογημένη: ο αντίπαλός του δεν μπόρεσε να βρει τον σωστό δρόμο και έχασε. Έχοντας να αντιμετωπίσει στα πρώτα χρόνια της καριέρας του τα σκληρά όπεν τουρνουά, όπου η νίκη είναι μονόδρομος αν θες να ξεχωρίσεις, ο Μάιλς ανέπτυξε το τζογάρισμα ως αναγκαίο όπλο επιβίωσης. Σε αντίθεση με τους φτασμένους της ελίτ, που παίζουν μεταξύ τους σε κλειστά τουρνουά, όπου οι ισοπαλίες κυριαρχούν, στα όπεν η πρωτιά απαιτεί το πέρασμα διά πυρός και σιδήρου από πολλά πεδία μάχης, όπου δεν κερδίζει πάντοτε ο καλύτερος αλλά και ο πιο θαρραλέος. Τηρουμένων των αναλογιών, όπως ένας άστεγος μετατρέπεται σε αγρίμι στον δρόμο της επιβίωσης, έτσι και ο παίκτης που περνάει από αυτά τα τουρνουά προσαρμόζει το στυλ του στο έτι επιθετικότερο, καθώς το ενδεχόμενο του να αναλωθεί σε διαμάχες πάνω σε ίσες θέσεις είναι περιορισμένο.

Πέρα από αυτό το κατά βάση κοινωνιολογικό δεδομένο, μην ξεχνάμε και την ενδοσκακιστική ιστορική εξέλιξη. Έχουμε ήδη σε προηγούμενο κείμενο μιλήσει για την «επανάσταση των 70s», που έδωσε ώθηση στη δυναμική έναντι της στατικής αντιμετώπισης των θέσεων και στην ανάδειξη της λειτουργικότητας μιας μεμονωμένης κίνησης έναντι της θεωρητικής της αποτίμησης. Ο Μάιλς είναι γνήσιο τέκνο αυτού του πραγματισμού, τον οποίο και αξιοποίησε με δημιουργικό τρόπο. Χαρακτηριστική υπήρξε η υιοθέτηση ανοιγμάτων και βαριαντών που δεν έχαιραν θεωρητικής εκτίμησης: οδηγώντας από την αρχή τον αντίπαλο σε αχαρτογράφητα νερά, ο Μάιλς εξαφάνιζε την όποια θεωρητική προετοιμασία και άνοιγε την παρτίδα στην καθαρή, εδώ-και-τώρα-επί-σκακιέρας μάχη. Θρυλική στιγμή αυτής της στρατηγικής υπήρξε η νίκη του επί του παγκόσμιου πρωταθλητή Ανατόλι Κάρποβ το 1980, χρησιμοποιώντας την ανορθόδοξη απάντηση 1…α6 στο 1. ε4 του αντιπάλου του. Η Άμυνα του Αγίου Γεωργίου, ένας σπάνιος επισκέπτης στο υψηλό επίπεδο, έκανε τη δουλειά της: ο αιφνιδιασμένος Κάρποβ δεν διαχειρίστηκε σωστά τη θέση και εντέλει έχασε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μάιλς θα ξεκινούσε και έναν μεταγενέστερο καβγά με τον Κάρποβ, όταν αυτός θα ανέλυε την ήττα, στο βιβλίο του Μαθαίνοντας από τις ήττες. Ο Μάιλς θα αμφισβητήσει τον Κάρποβ σε άρθρο του με τον προβοκατόρικο τίτλο «Το έχει χάσει ο Κάρποβ;». Αυτός ο πραγματισμός αμφισβητεί τον επελαύνοντα θεωρητικισμό που επαφίεται στην προετοιμασία και καθιστά το παιχνίδι μια αποστειρωμένη αντιπαράθεση σπουδαστηρίου.

Ο τρόπος του Μάιλς να αντιμετωπίζει με έναν, τολμώ να πω, «μετα-» τρόπο αυτές τις σκακιστικές αρτηριοσκληρώσεις είναι που συνιστά το απαύγασμα της sui generis συμπεριφοράς του. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που κατέδειξε την υποκρισία των προσυμφωνημένων ισοπαλιών. Στο τουρνουά του Λούτον το 1975 χρειαζόταν μόνο μια ισοπαλία για να διασφαλίσει την πρωτιά κι ο αντίπαλός του ήταν διατεθειμένος να του την παραχωρήσει. Έτσι οι δύο αντίπαλοι αποφάσισαν να μην παίξουν καμία κίνηση, και απλώς ανακοίνωσαν το αποτέλεσμα. Ο διαιτητής, ξαφνιασμένος μπροστά στη χειρονομία, μηδένισε και τους δύο σκακιστές για τη μη παρτίδα, αφήνοντάς τους εις μάτην να γκρινιάζουν ότι πολλές τέτοιες «μη παρτίδες» παίζονται καθημερινά. Κινούμενοι στα όρια της παρωδίας, αλλά χωρίς πιθανότατα συνείδηση του προβοκαρίσματος, οι δύο σκακιστές κατέδειξαν τον διαρκή παραλογισμό της εθελοτυφλίας μπροστά στο γεγονός ότι δύο σκακιστές όταν το θελήσουν μπορούν να κάνουν ισοπαλία, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε περιορισμού. Πόσο υποκριτικό άρα να χρειάζεται προς τούτο να παιχθούν και μερικές περιττές κινήσεις – ένας φερετζές αναμέτρησης, που αποκρύπτει τα παρασκήνια των συμφωνημένων κινήσεων. Σ’ αυτό το πλαίσιο της sui generis συμπεριφοράς μπορεί να ειδωθεί και το διασημότερο ίσως φωτογραφικό αποτύπωμα του Μάιλς, η… οριζόντια συμμετοχή του στο τουρνουά του Τίλμπουργκ το 1985. Παραπονούμενος για πόνους στη μέση, ο Μάιλς θα χρησιμοποιήσει για τις παρτίδες του αντί για καρέκλα ένα ειδικό τραπέζι, όπου θα στέκεται και θα σκέφτεται μπρούμυτα. Κι αν οι αντίπαλοι θεώρησαν την επιλογή διασπαστική, ο Μάιλς έδειξε πως η στάση μας όταν σκεφτόμαστε μπορεί να διαφέρει από την καθιερωμένη και προσδοκώμενη του περιβόητου αγάλματος του Ροντέν, που στον μέσο νου ανακινεί θαρρώ και την εικόνα του μέσου σκακιστή.

Μάιλς ξαπλωμένος. Τίλμπουργκ 1985. Photo: Persbureau van Eindhoven

Πέρα από αυτά, ωστόσο, αν κάτι θα μείνει από τον Μάιλς δεν θα είναι αυτές οι ιδιοσυγκρασιακές στιγμές, αλλά το αποτύπωμα ενός βαθιά επιδραστικού, πρωτότυπου πνεύματος που πέρα από τις πρόσκαιρες διαμάχες κέρδισε τον σεβασμό «ομότεχνων» και κοινού. Ο αδόκητος θάνατος του Μάιλς το 2001, πέρα από τις αναμνήσεις των όσων των γνώρισαν από κοντά, άφησε και την απορία για το μέλλον, συγγραφικό και σχολιαστικό αυτή τη φορά, ενός πνεύματος σπινθηροβόλου και ιδιαίτερου. Και ενός πνεύματος φυσικά που δεν εγκατέλειψε ποτέ το χιούμορ, όσο ασεβές ή και εικονοκλαστικό θα μπορούσε να προσληφθεί.  Σχολιάζοντας τις αλλαγές επί το γρηγορότερο που πρότεινε η ΦΙΝΤΕ στις αρχές του αιώνα μας, ο Μάιλς δεν θα παρέμενε στις «σοβαρές» διαμαρτυρίες περί του κατά πόσο θα ήταν δυνατόν να ολοκληρωθεί μια σοβαρή σκακιστική παρτίδα με χρονικούς περιορισμούς έτι επιταχυμένους, αλλά θα σχολίαζε το πόσο θα επηρέαζε αυτούς, που όπως κι εκείνος, πίνουν λίγο παραπάνω κατά τη διάρκεια της παρτίδας: θα είναι έτσι οι φυσικές ανάγκες, όπως η ούρηση, που θα οδηγούν αναπόδραστα σε προβλήματα πίεσης χρόνου; Πού να ήξερε τότε, τον Ιούνιο του 2001 που γραφόταν το άρθρο, ότι είχε κι ο ίδιος μπει σε μια πιο μοιραία πίεση χρόνου, με το αποτέλεσμα, φευ!, αμετάκλητο…

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Συμπαράσταση της ΟΚΔΕ στον Νίκο Ρωμανό: Να σταματήσει η «στημένη» δίωξη

Το BDS Greece καλεί την Ελλάδα να μην αγοράσει το Iron Dome από το Ισραήλ

Την Τρίτη 26 Νοεμβρίου η απολογία του συλληφθέντα για τη «γιάφκα» στο Παγκράτι

Εκδήλωση στο Αγρίνιο: Ο φασιστικός κίνδυνος και οι αναγκαίες αντιστάσεις

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα