Με την επίσκεψη πενταμελούς αντιπροσωπείας στο Βελιγράδι με διπλωμάτες από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ τέθηκε ως εκβιασμός στη σερβική πλευρά η αποδοχή σχεδίου, βάσει του οποίου η Σερβία, ακόμη και αν δεν αναγνωρίσει τυπικά το Κόσοβο, δεν θα το εμποδίσει να ενταχθεί σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ. Γίνεται μάλιστα επίκληση στο μοντέλο των δύο Γερμανιών κατά τη δεκαετία του 1970. Το αντάλλαγμα που δίνεται είναι μια Ένωση Δήμων με σερβική πλειοψηφία στο Κόσοβο και μια ορισμένη αυτοδιοικητική αυτονομία τους, καθώς και η συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της Σερβίας. Η δυτική πίεση έχει οδηγήσει σε κρίση την κυβέρνηση Βούτσιτς με αποτέλεσμα ο Σέρβος πρόεδρος να απειλήσει με παραίτησή του, ενώ δεν αποκλείεται και διενέργεια δημοψηφίσματος. Ο Βούτσιτς τονίζει προς το εσωτερικό ότι άρνηση της ντε φάκτο αναγνώρισης του Κοσόβου από τη Σερβία θα σήμαινε ότι δεν θα υπάρχουν εντέλει λεφτά για συντάξεις λόγω των νέων οικονομικών αποκλεισμών.
Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι μόνο το Κόσοβο, αλλά και το γεγονός ότι η δυτική διπλωματία απαιτεί πιεστικά να ευθυγραμμιστεί η Σερβία στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, από την οποία όμως λαμβάνει φθηνό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, καθώς και διπλωματική υποστήριξη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εναντίον της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του Κοσόβου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η συλλογική Δύση δεν παραχωρεί στη Σερβία κανένα δικαίωμα αυτοδιάθεσης στην εξωτερική πολιτική, όπως το οποίο, υποτίθεται, για την Ουκρανία. Σε σχέση με τη Σερβία, τόσο η απώλεια του Κοσόβου όσο και η καταστροφή των παραδοσιακά καλών σχέσεων με τη Ρωσία θεωρούνται από τη Δύση ως μονόδρομος. (Τα δύο αυτά βεβαίως συνδέονται λόγω και της δυνατότητας της Ρωσίας να παρεμποδίζει την αναγνώριση του Κοσόβου στον ΟΗΕ, όπου είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας). Για τη συλλογική Δύση αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα όχι απλώς η αναγνώριση του Κοσόβου, αλλά η διαβολή και η αναίρεση της παραδοσιακής φιλίας με τη Ρωσία, που αποτελεί ένα φράγμα σε αυτήν την αναγνώριση. Τηρουμένων των αναλογιών, υπάρχει μια αντιστοιχία με την περίπτωση της Κύπρου, όπου η διάλυση της φιλίας της Ελλάδας με τη Ρωσία ύστερα από την έντονη δυτική επιμονή θα έχει πιθανότατα καταστροφικές συνέπειες και για την υπόθεση του κατεχόμενου από τους Τούρκους βόρειου τμήματος του νησιού (χωρίς βεβαίως οι δύο περιπτώσεις να ταυτίζονται απόλυτα).
Στη Σερβία, πάντως, υπάρχει κρίση δυσπιστίας ως προς το αν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε θέση να τηρεί δεσμεύσεις της. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης οπωσδήποτε έχει χειροτερεύσει ύστερα από τις δηλώσεις της Άνγκελα Μέρκελ ότι οι συμφωνίες του Μινσκ δεν είχαν γίνει για να εφαρμοστούν από τη Δύση, αλλά απλώς για να κερδίσουν χρόνο, ώστε να προετοιμαστεί πολεμικά η Ουκρανία. Το πολιτικό και μιντιακό σύστημα στη Σερβία επιστρατεύει μεν μία στρατηγική «κούρασης με το Κοσσυφοπέδιο», θυμίζοντας ανάλογες στρατηγικές στα ελληνικά συστημικά μίντια με την «κούραση με τις υποκλοπές», ενώ θα έπρεπε να υπάρχει μία ανάλογη προσπάθεια παράκαμψης του Συντάγματος της Σερβίας.
Γενικότερα, η τελευταία στρατηγική «καρότου και μαστιγίου» είναι να προσφερθεί στους Σέρβους του Κοσόβου μία Ένωση Σερβικών Δήμων στις περιοχές όπου οι Σέρβοι αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού. Η εν λόγω Ένωση θεωρείται ως η κομβική προσφορά προς τους Σέρβους, βάσει της οποίας θα έπρεπε μετά να ακολουθήσει μια συμφωνία. Ως «μαστίγιο» βεβαίως μπορεί να τεθεί το να χρειάζονται και πάλι βίζα οι Σέρβοι για να ταξιδέψουν στην Ευρώπη και η άρση των επενδύσεων. Οι τελευταίες, όμως, κυρίως σημαίνουν ότι οι Σέρβοι απλώς δουλεύουν σε συνθήκες γαλέρας σε εταιρείες, τα κέρδη των οποίων κατευθύνονται στη Δύση. Περισσότερο απ’ όλα, οι υποστηρικτές της συμφωνίας κραδαίνουν την ανάγκη η Σερβία να βρίσκεται στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», θυμίζοντας ανάλογα επικοινωνιακά εγχειρήματα στην Ελλάδα. Στο μεταξύ οι Δυτικοευρωπαίοι και Αμερικανοί αξιωματούχοι καθιστούν σαφές τι δεν επιθυμούν: Αφενός δεν πρέπει να είναι πρότυπο μια λύση τύπου Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, καθώς η Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας εμφανίζεται από τη Δύση ως ένα απόλυτο παράδειγμα προς αποφυγή. Και αφετέρου, δεν πρέπει να υπάρχει εσαεί μία παγωμένη σύγκρουση (frozen conflict), η οποία θα επιτρέπει κατά τους δυτικούς ρωσική επιρροή στην περιοχή.
Το ζήτημα παραμένει τι θα είχαν οι Σέρβοι να κερδίσουν αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία του Κοσόβου, η οποία θα σήμαινε προοπτική ένταξής του στα Ηνωμένα Έθνη. Η Σερβία θα έχανε το 12,3% του εδάφους της και κυρίως την περιοχή που θεωρείται ως το πνευματικό λίκνο του σερβικού πολιτισμού. Επιπλέον, θα ετίθετο ένα κακό προηγούμενο και για περιοχές της Σερβίας, όπως η Βοϊβόντινα, την ανεξαρτησία της οποία διεκδικεί η Ουγγαρία, αλλά ακόμη και το Πρέσεβο ή η Ράσκα που έχουν αλβανική μειονότητα. Ασφαλώς, υπάρχουν και αυτοί που, όπως σε Ελλάδα και Κύπρο με το Σχέδιο Ανάν, καλούν τη Σερβία να σκεφτεί το συμφέρον της όχι στενά, αλλά στην προοπτική μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αλλά το πρόβλημα είναι πως η Σερβία έχει εμπειρία του ότι οι συμφωνία με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ κατά κανόνα είναι απλώς ένας τρόπος να κερδίζει χρόνο η Δύση, προκειμένου να πετυχαίνει τους γεωπολιτικούς στόχους της, όπως συνέβη και με την απόφαση 1244 του ΟΗΕ, αλλά ακόμη και με τη Συμφωνία του Ντέιτον στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Στην πράξη, οι Αλβανοί του Κοσόβου δεν θα έχουν απολύτως κανένα λόγο να εφαρμόσουν την οποιαδήποτε συμφωνία, εφόσον δεν θα έχουν καμία απολύτως πίεση από τη Δύση. Η συμφωνία για την Ένωση των Σερβικών Δήμων θα ήταν απλώς ένα έσχατο «φύλλο συκής», ώστε οι Σέρβοι αξιωματούχοι να υπογράψουν μία συμφωνία για το Κόσοβο. Στην πραγματικότητα, η Ένωση αυτή θα αποτελούσε ένα κενό κέλυφος. Η δραστηριότητά της θα περιοριζόταν σε πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες, ενώ μιντιακά θα αξιοποιείτο ως παραχώρηση των Αλβανών του Κοσόβου, προκειμένου να επιτευχθεί η αναγνώριση.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτά που προτείνει η Δύση για τη Σερβία έχουν περισσότερο τη μορφή τιμωρίας, παρά επιβράβευσης, όπως διακοπή της οικονομικής ανάπτυξης, κυρώσεις κ.ο.κ., προκειμένου αυτή να ενταχθεί στον ευρωνατοϊκό συνασπισμό απομακρυνόμενη από την ευρασιατική ολοκλήρωση. Οπωσδήποτε οι Σέρβοι δεν μπορούν ούτως ή άλλως να απαρνηθούν την πολιτισμική τους ταυτότητα, πόσω μάλλον όταν αυτό γίνεται με έναν τρόπο εξευτελιστικών τιμωριών και αμφίβολων επιβραβεύσεων. Ακόμη και φιλελεύθερα μέσα παραδέχονται ότι η αναγνώριση του Κοσόβου αποτελεί ένα θέμα ταμπού για τη σερβική κοινωνία. Υπέρ της αναγνώρισης είναι μόνο ελάσσονα φιλελεύθερα κόμματα, κυρίως εξωκοινοβουλευτικά, με ελάχιστη εκλογική απήχηση. Οι απειλές των δυτικών διπλωματών αφορούν στη διακοπή της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στην διακοπή και απόσυρση των ξένων επενδύσεων αλλά και σε «βλαπτικά» μέτρα πολιτικά και οικονομικά εναντίον της Σερβίας.
Πιέσεις βεβαίως ασκούνται και στο Κόσοβο, το οποίο πάντως έχει μόνο να κερδίσει από τη διεθνή αναγνώρισή του. Ο Αλβανο-Κοσοβάρος ηγέτης Άλμπιν Κούρτι έχει δηλώσει ότι το Κόσοβο προτίθεται να συζητήσει ορισμένα σημεία στο σχέδιο, αν και είναι μάλλον οι Σέρβοι αυτοί που ελπίζουν σε μια αδιαλλαξία του Κοσοβάρου πρωθυπουργού που θα οδηγούσε σε αναβολή της συζήτησης. Ο πρόεδρος Βούτσιτς θα επιθυμούσε ασφαλώς να αποδράσει από μια μείζονα κρίση, ασκώντας παρελκυστική πολιτική ή ακόμη και αποσυρόμενος από το προσκήνιο, κάτι τέτοιο όμως καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο. Υπάρχει βεβαίως και το «στρίβειν διά του δημοψηφίσματος» ως προς το οποίο το παράδειγμα των Ελλήνων γειτόνων θα είχε πολλά να τον διδάξει.
Για τους λάτρεις της στατιστικής, πάντως, οι δύο τελευταίες φορές που είχε επιδοθεί τελεσίγραφο στη Σερβία κατέληξαν σε πόλεμο – την προτελευταία μάλιστα σε παγκόσμιο πόλεμο.